Μιχάλης Καταχανάς: ’’Το πνεύμα μας άλλωστε δεν είναι αυτό που μας κάνει να ξεχωρίζουμε από τις μηχανές;’’

Ο Μιχάλης Καταχανάς είναι ένας μουσικός με έντονη την ανάγκη να εμφυσήσει στην νέα γένια την ανάγκη για δημιουργία μέσω των τεχνών. Δεν φιλτράρει τα λόγια του όταν πρόκειται να μιλήσει για τις ελλείψεις του εκπαιδευτικού συστήματος απέναντι σε αυτό ενώ προσπαθεί ο ίδιος με όρεξη να μεταδώσει τις γνώσεις του στα μικρά παιδιά μέσω σεμιναρίων να αγαπούν τις Τέχνες και κυρίως να ονειρεύονται ένα κόσμο γεμάτο από αυτές.

Στο πάρκο του Κέντρου Πολιτισμού – Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος συνάντησα έπειτα από ραντεβού μια Πέμπτη πρωί τον Μιχάλη Καταχανά. Ήταν περιτριγυρισμένος από πολλά παιδικά χαμόγελα μιας και 2 φορές την βδομάδα υπάρχει ένα μικρό σεμινάριο όπου οι μικρούληδες και οι μικρούλες μπορούν να έρθουν σε επαφή με τους ήχους από της φύσης και της ανθρώπινης φωνής και να αρχίσουν ένα γλυκό ταξίδι μέσα στο κόσμο της μουσικής.

Το ίδιο γλυκός και ευαίσθητος ήταν και ο Μιχάλης καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξής μας. Εξαιρετικός βιολιστής αλλά κυρίως άνθρωπος με ανοιχτό μυαλό, μίλησε για τη ζωή του και την κατάσταση της ελληνικής μουσικής σήμερα, για το πώς είναι και το πώς θα έπρεπε να είναι, για τα όνειρα που κάνει στο μέλλον σχετικά με την δική του πορεία στο χώρο.

Ποια ήταν τα πρώτα μουσικά σου ερεθίσματα;

Ακούγαμε πολλά στυλ μουσικής μέσα στο σπίτι. Με θυμάμαι να έχω πολλά βινύλια και κασέτες γύρω μου. Άπειρες κασέτες με ό,τι στυλ μουσικής μπορείς να σκεφτείς. Τζαζ, ελληνικά, κλασική μουσική τα πάντα. Ο πατέρας μου έπαιζε φυσαρμόνικα και είχε πάθος με τη μουσική. Θυμάμαι αγοράζαμε κάθε βδομάδα μερικούς δίσκους τους οποίους άκουγα συνέχεια. Η οικογένειά μου ήταν πολύ υποστηρικτική σε αυτό.

Αυτό σε βοήθησε προσωπικά να ασχοληθεί με την μουσική αργότερα;

Φυσικά! Είναι σημαντικό το παιδί να ανατρέφεται σε ένα μουσικόφιλο περιβάλλον. Η οικογένεια, του δίνει ουσιαστικά τις κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη της κουλτούρας. Ενδεχομένως, τα τελευταία χρόνια να έχουν γίνει κάποια μικρά βήματα μέσα από τη δημόσια εκπαίδευση, κυρίως μέσα από πρωτοβουλίες ορισμένων αξιόλογων εκπαιδευτικών προς τη μουσική καλλιέργεια και ανάπτυξη του παιδιού, αλλά σίγουρα η οικογένεια συνεχίζει να παίζει καθοριστικό ρόλο από την προσχολική του ηλικία.

Μίλησες για το ρόλο της εκπαίδευσης στο θέμα της ανάπτυξης του μουσικού αισθητηρίου ωστόσο πρόσφατα δημοσιεύτηκε πως πρόκειται να μειωθούν και άλλο οι ώρες της εκπαίδευσης των καλλιτεχνικών μαθημάτων στα σχολεία..

Ναι, αυτό είναι αστείο. Ζούμε σε μια χώρα με πλούσια παρακαταθήκη στις τέχνες και τα γράμματα και έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα μέχρι σήμερα. Είναι στενάχωρο να βλέπεις τους ίδιους τους φορείς να υιοθετούν τέτοιες πρακτικές. Συνεπώς, τι καταφέρνουμε; Εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας να αφιερώνουν όλο και λιγότερο χρόνο στις τέχνες. Πόσο μάλλον σήμερα, που ο ψηφιακός κόσμος αποσπά την προσοχή τους και απαιτεί την καθημερινή τους «παρουσία» στα κοινωνικά δίκτυα υιοθετώντας με αυτόν τον τρόπο πρότυπα μηχανικής συμπεριφοράς. Από την αρχαιότητα, η εκπαίδευση στην ποίηση, στη ρητορική, στη γυμναστική, στη μουσική, στόχευε στη διαμόρφωση του πνεύματος. Το πνεύμα μας άλλωστε δεν είναι αυτό που μας κάνει να ξεχωρίζουμε από τις μηχανές;

Πιστεύεις πως η σύγχρονη εποχή με την ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει σκλαβώσει περισσότερο τον άνθρωπο και του έχει στερήσει την πνευματικότητα του;

Πιστεύω πως η χρήση της τεχνολογίας θα μας έδινε χρόνο να ασχοληθούμε περισσότερο με πνευματικές δραστηριότητες, όμως τελικά αυτό δε συμβαίνει. Έχουμε απελευθερωθεί από το να κάνουμε για παράδειγμα ατελείωτους μαθηματικούς υπολογισμούς και αντί να επενδύουμε αυτόν το χρόνο στις τέχνες και στην προσωπική επαφή, τελικά τον αναλώνουμε πάλι στην τεχνολογία, με έναν μάλλον προβληματικό τρόπο, χωρίς ισορροπία, μέτρο και αισθητική. Σαν να επιδιώκουμε να μοιάσουμε όλο και πιο πολύ στις μηχανές που οι ίδιοι δημιουργούμε. Ξαφνικά γίνεται πιο σημαντικό το να πατήσουμε like στην ανακοίνωση μιας συναυλίας παρά να παραστούμε στο ίδιο το γεγονός. Αντ’ αυτού επιλέγουμε να κάτσουμε σπίτι μας για να πατήσουμε και άλλα likes.

Πέρα από τα ακούσματα μέσα από την οικογένεια και τις πολυάριθμες κασέτες τι ήταν εκείνο που σε έσπρωξε να ασχοληθείς με το συγκεκριμένο μουσικό όργανο το βιολί;

Ζήτησα από μόνος μου να μάθω βιολί. Στην αρχή ξεκίνησα με κιθάρα, γύρω στα 6-7, αλλά επέμενα στο βιολί, οπότε μου αγόρασαν ένα. Βρέθηκα στο Ωδείο της γειτονιάς μου στον Πειραιά από όπου κατάγομαι και ξεκίνησα μαθήματα βιολιού. Ακολούθησε το Μουσικό Σχολείο στην Παλλήνη, στο μόλις τρίτο χρόνο λειτουργίας του Σχολείου το 1989 αν θυμάμαι καλά και υπήρξε ορόσημο για τη μετέπειτα εξέλιξή μου…

Εκεί υπήρξε τεράστια όρεξη για πειραματισμό στον τρόπο που διεξάγονταν τα μαθήματα και στον τρόπο που εμείς οι ίδιοι ήμασταν κοινωνοί μιας κατάστασης που ακόμα δεν ήταν μέσα σε αυστηρά πλαίσια. Ήταν οι πρώτες χρονιές και όλα ήταν καινούργια και φρέσκα με όρεξη και θέληση. Η εξαιρετική δουλειά στην εκπαίδευση που έγινε τότε στην Παλλήνη, φαίνεται ακόμα περισσότερο στις μέρες μας, καθώς πολλοί συμμαθητές μου σήμερα ασχολούνται με τη μουσική σε επαγγελματικό επίπεδο.

Αποφοίτησε από το Μουσικό Σχολείο Παλλήνης και πέρασες στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο;

Όχι. Αποφοίτησα από το Γυμνάσιο. Τις δύο τελευταίες τάξεις τις πέρασα σε Γενικό Λύκειο σε σχολείο του Πειραιά και από εκεί βρέθηκα φοιτητής στην Κέρκυρα στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου. Έπαιζα βιολί, κλασσική, αλλά και ρεμπέτικη και παραδοσιακή μουσική.

Έπαιξες για πρώτη φορά φοιτητής στην Κέρκυρα σαν επαγγελματίας;

Όχι, είχα ξεκινήσει από την Αθήνα να εργάζομαι κυρίως σε μαγαζιά με ρεμπέτικα και παραδοσιακά.

Όταν έφτασες στην Κέρκυρα με την ρεμπέτικη μουσική πώς τα πέρασες; Το ρωτώ αυτό γιατί γνωρίζω πως το νησί μας δεν είναι τόσο ένθερμος υποστηριχτής της ρεμπέτικης μουσικής…

Στην Κέρκυρα ήρθα σε επαφή με μουσικά στυλ με τα οποία δεν είχα ασχοληθεί στο παρελθόν. Όπως η μπαρόκ μουσική, η σύγχρονη μουσική… Έλαβα μέρος σε ένα πολύ ενδιαφέρον πρόζεκτ παίζοντας την μουσική του Γιάννη Χρήστου με τα τίτλο ‘’Πύρινες γλώσσες ‘’ με χορωδία από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο και την τότε Ορχήστρα των Χρωμάτων, όταν ήταν ακόμα ζωντανή…

Πήρα σημαντικές εμπειρίες και ήρθα σε επαφή και με διαφορετικά είδη μουσικής και εκεί γνώρισα και την τζαζ… Μέσα από το τμήμα της τζαζ του πανεπιστημίου και το Δήμο Δημητριάδη ο οποίος κάνει εξαιρετική δουλειά τα τελευταία 20 χρόνια εκεί, με αποτέλεσμα να βγαίνουμε από το τμήμα μουσικοί πλήρως καταρτισμένοι οι οποίοι δεν υπολείπονται σε τίποτα από απόφοιτους τμημάτων πανεπιστημίων από άλλες χώρες.

Νομίζω ότι φαίνεται έντονα στην ελληνική μουσική σκηνή τα τελευταία 10 χρόνια. Βλέπω πολλούς Έλληνες να ασχολούνται με αυτό το είδος της μουσικής και με άλλα είδη τα οποία κανείς δε θα περίμενε να είχαν άνθηση στην ελληνική σκηνή. Οφείλεται μόνο στην καλύτερη ακαδημαϊκή εκπαίδευση ή έχει να κάνει και με την κρίση και την προσπάθεια για κάτι διαφορετικό που θα τραβήξει τον κόσμο;

Έχει να κάνει με πολλούς παράγοντες ταυτόχρονα. Σίγουρα η εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια, όπως είπα, βοήθησε πολύ να αναπτυχθεί και η κουλτούρα μας γύρω από τη μουσική και να ανθίσουν διάφορα στυλ μουσικής.

Ήταν και θέμα κρίσης αλλά και η νέα γενιά μουσικών είχε και έχει πολλή όρεξη για εξερεύνηση.. Και το κοινό ακούει περισσότερα πράγματα από τις περασμένες δεκαετίες..

Δεν είσαι της κοινής άποψης δηλαδή πως μόνο τα μπουζούκια υπάρχουν και ευδοκιμούν σήμερα στην ελληνική μουσική σκηνή;

Τα μπουζούκια, εννοείς το σκυλάδικο; Θεωρώ ότι το σκυλάδικο έτσι όπως υπήρξε και μεσουρανούσε στις δεκαετίες του ’70-‘80’-’90, μέσα στην κρίση, κυρίως, άρχισε να φθίνει. Στο κύκλο που κινούμαι και ζω, χωρίς να έχω τη δυνατότητα να βγάλω στατιστικά συμπεράσματα για όλη την Ελλάδα και μην έχοντας μπροστά μου μια συνολική εικόνα, πιστεύω πως δεν ισχύει πια αυτή η πρωτοκαθεδρία. Η κρίση μάλλον βοήθησε στο γεγονός ότι το χρήμα, λόγω έλλειψής του, δεν μπορούσε πια να αποτελεί το κυρίως μέσο ψυχικής ανάτασης, και έτσι νομίζω πολύς κόσμος άρχισε να αναζητεί νέους τρόπους εκτόνωσης και έκφρασης και έτσι στράφηκε και προς την Τέχνη, ανακαλύπτοντας τελικά πως το χρήμα ήταν και παραμένει ένα κάλπικο καταφύγιο. Νομίζω ότι το σκυλάδικο, τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια υπήρξε το soundtrack ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, όπου ο ψυχικός κόσμος και η κοινωνική αποδοχή, ταυτίζεται με την οικονομική επιφάνεια. Αυτή η Ταύτιση βέβαια ισχύει και σήμερα, απλά δεν είμαι σίγουρος ποιος ήχος την αντιπροσωπεύει.

Θα ‘θελα να επιστρέψουμε λίγο στην Κέρκυρα και στα πρώτα σου βήματα ως τζαζίστας μουσικός. Πώς ήταν;

Υπήρξε πειραματισμός, ιδέες και όρεξη για να παίξουμε και να διαμορφώσουμε μουσικά σύνολα, αυτοσχεδιάζοντας, ψάχνοντας το δικό μας ήχο, φτιάχνοντας πρωτότυπη μουσική, επικοινωνώντας την ταυτόχρονα με το κοινό της Κέρκυρας, το οποίο στάθηκε δίπλα μας και μας τίμησε με την παρουσία του, τη στήριξη και τη φιλία του.

Υπήρχε μια ομάδα αυτοσχεδιασμού, όπου πολλοί φοιτητές από διάφορα είδη μουσικής αυτοσχεδιάζαμε ελεύθερα χωρίς να έχει προετοιμαστεί κάτι. Μουσικοί από διαφορετικές επιρροές. Παραδοσιακοί, ρεμπέτες, τζαζίστες, κλασσικοί, κάθε Δευτέρα ερχόμασταν σε μια αντιπαράθεση ανάμεσα στα παιξίματα των κομματιών και των προβών, με έντονες συζητήσεις και ζυμώσεις μεταξύ μας για διάφορα θέματα γύρω από τη μουσική. Ακούγαμε, ηχογραφούσαμε, διαφωνούσαμε, σχολιάζαμε….

Υπήρχε ένα ημι-εγκαταλειμμένο θεατράκι, εκεί γύρω στις 2004, το Πολύτεχνο, στο οποίο κάναμε συναυλίες Ελεύθερου αυτοσχεδιασμού κάθε Δευτέρα. Ήταν μέσα στην υγρασία θυμάμαι και κοπιάσαμε για να καθαριστεί και να έρθει το κοινό να μας ακούσει.

Πολύ όμορφα χρόνια με την όρεξη της νεότητας που έτσι και αλλιώς όλα τα βλέπεις πολύ όμορφα.. Μετά σημαντικός σταθμός στη μουσική μου εξέλιξη ήταν η υποτροφία μου για 2 χρόνια στην Βοστώνη στο Τμήμα Σύγχρονου Αυτοσχεδιασμού του New England Conservatory στην Βοστώνη. Επέστρεψα στην Ελλάδα την εποχή που ξεκινούσε η κρίση..

Περίμενε.. Μιλάς για την Βοστώνη για υποτροφία και το περνάς λες και βγήκες λίγο έξω από την Αθήνα..

Έμεινα 2 χρόνια εκεί, έμαθα πάρα πολλά πράγματα και έκανα πολύ καλούς φίλους. Ωρίμασα σαν μουσικός και σαν άνθρωπος και είμαι ευγνώμων που έζησα αυτήν την συγκλονιστική εμπειρία στην Αμερική. Τον δεύτερο χρόνο μου έλειπε πολύ η Ελλάδα.

Αυτή η έλλειψη ισορροπούσε βέβαια με τα ενδιαφέροντα πράγματα που έκανα στον τομέα της μουσικής τα οποία δεν τα βρίσκεις εύκολα εδώ. Πέρα του ότι μαθαίνεις και παίζεις με τους καλύτερους σε ένα διεθνές περιβάλλον, υπάρχει πρόσφορο έδαφος για να πραγματοποιήσεις ακόμα και το πιο ασυνήθιστο project. Εδώ η δουλειά μας είναι διπλά δύσκολή. Εκεί υπάρχει ήδη μια ροή, μια τάση, μια παγιωμένη αντίληψη όχι μόνο για το πώς γίνονται οι συναυλίες, αλλά και σε ό,τι αφορά γενικότερα την κοινωνική θέση του μουσικού και την διάθεση του κοινού να εξερευνήσει. Ο ανταγωνισμός είναι ασύλληπτος, το επίπεδο είναι πολύ υψηλό, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που κάνουν πολύ καλά αυτό που κάνεις και εσύ, αλλά ταυτόχρονα κινείσαι σε ένα περιβάλλον που σε καλεί να δημιουργήσεις… Εδώ, ο ανταγωνισμός είναι μικρότερος, όλοι γνωριζόμαστε με όλους, αλλά εδώ καλούμαστε να δημιουργήσουμε εμείς αυτήν την ροή, τάση που ανέφερα πριν. Να διαμορφώσουμε δηλαδή εμείς το περιβάλλον που θα μας επιτρέψει να είμαστε δημιουργικοί και ταυτόχρονα να πρέπει να κάνουμε χίλια δυο άλλα πράγματα για να μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα στην Ελλάδα του σήμερα.

Πέραν δηλαδή της προσωπικής σου εξέλιξης και της μελέτης που καλείσαι να πράξεις, πρέπει για παράδειγμα να υπάρχει και μια κοινωνικότητα ώστε να δημιουργείς τις κατάλληλες συνθήκες μέσα στις οποίες θα παρουσιάζεις την μουσική σου. Είτε αυτό αφορά στον χώρο που θα παίξεις, την επικοινωνία για να βγει προς τα έξω η δουλειά σου, το χτίσιμο του κοινού που θα έρθει να σε δει κτλ…Και όλα αυτά πρέπει να τα κάνεις μόνος σου.

Γι αυτούς τους λόγους επέλεξες τον πρώτο σου δίσκο να τον εκδώσεις στη Βοστώνη;

Ο πρώτος μου δίσκος ηχογραφήθηκε στη Βοστώνη λίγο πριν επιστρέψω στην Ελλάδα. Είχα επιλέξει να γίνει εκεί επειδή είχα γνωρίσει εξαιρετικούς μουσικούς όσο διάστημα βρισκόμουν εκεί, οι συνθέσεις που ηχογραφήθηκαν είχαν γραφτεί εκεί, και επίσης είχα την τύχη να έχω 2 πολύ καλούς φίλους και συμφοιτητές ήδη από την Κέρκυρα, το Λευτέρη Κορδή και την Παναγιώτα Χαλουλάκου, οι οποίοι με βοήθησαν και με παρακίνησαν να ολοκληρώσω τον κύκλο μου στην Βοστώνη με την ηχογράφηση του πρώτου μου δίσκου με τον τίτλο Murderess..

Πρόκειται για ανασυνθέσεις παλιών ρεμπέτικων τραγουδιών. Δεν είναι διασκευές, δεν κράτησα την πρωτότυπη μορφή των τραγουδιών. Οι πρωτότυπες συνθέσεις, κυρίως του Τούντα και του Τζόβενου έχουν αναμιχθεί με πρωτότυπο υλικό και έχουν αλλάξει τελείως μορφή αλλά παραμένουν κάποια μέρη τους για να μας υπενθυμίζουν την προέλευση του τελικού αποτελέσματος.. Ηχογραφήθηκε το 2010 στην Βοστώνη λοιπόν και αφού έμεινε στο συρτάρι για 4 χρόνια τελικά κυκλοφόρησε to 2014 από μια ελληνική εταιρία, την redefine productions. Τώρα συζητάμε μηπως επανεκδοθεί αυτή τη φορά σε βινύλιο από την Violin productions, την εταιρία με την οποία θα εκδωθεί ο δεύτερος προσωπικός μου δίσκος με τον τίτλο “Το Τρίτο Χρέος”.

Αυτός ο δίσκος κυκλοφορεί αυτή την στιγμή;

Όχι, δεν βρίσκεται αυτή την στιγμή πουθενά. Ελπίζω να κυκλοφορήσει μέσα στον Δεκέμβριο.

Γιατί αργούν τόσο να βγουν δίσκοι στην Ελλάδα;

Γιατί στοιχίζουν χρήματα. Δυστυχώς οι εταιρίες δίσκων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό πλέον, δεν μπορούν πια να αναλάβουν τα έξοδα όλης της παραγωγής ενός δίσκου και δεν υπάρχει χρηματοδότηση από πουθενά. Τα τελευταία χρόνια γίνονται κάποιες μεμονωμένες προσπάθειες, μέρος των χρημάτων που απαιτούνται να συγκεντρώνονται από το ίδιο το κοινό μέσω fundraising.

Νομίζω ότι αν υπάρξει μια επίσημη στόχευση, η οποία μέσω της εκπαίδευσης, γιατί από εκεί ξεκινάνε όλα, να φέρνει τον κόσμο σε επαφή με τις Τέχνες, κάνοντας για παράδειγμα τα σχολεία πυρήνες πολιτισμού σε κάθε γειτονιά, η ενασχόληση με τον πολιτισμό ίσως πάψει να αφορά μόνο μια συγκεκριμένη μερίδα κόσμου, και να αρχίσει να γίνεται μια κυρίαρχη τάση, μια καθημερινότητα, έτσι ώστε σε μια γενιά από τώρα να υπάρξει ευρύτερη πνευματική καλλιέργεια στην Ελλάδα, όχι μόνο ως προς τις τέχνες, αλλά και ως προς τον τρόπο που οδηγούμε για παράδειγμα. Μόνο το κράτος μπορεί να χρηματοδοτήσει και να βοηθήσει καθολικά μια τέτοια προσπάθεια η οποία θα δίνει συνολικά αποτελέσματα.

Βλέπεις πως για τον τουρισμό και την προβολή του αρχαίου μας πολιτισμού υπάρχει μια επίσημη στόχευση σε επίπεδο προβολής και διαφήμισης της Ελλάδας στο εξωτερικό. Όμως δεν προβάλλεται κάτι σύγχρονο στον τομέα της νέας πολιτισμικής παραγωγής. Ό,τι προσπάθεια κάνουμε να εξάγουμε τέχνη γίνεται μεμονωμένα. Έχουμε καλλιτεχνική παραγωγή αλλά δεν υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας προς τα έξω.

Είσαι ο ίδιος διδάσκων σε μικρά παιδάκια στο Ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου θα μπορούσες να μας πει τι ακριβώς μαθαίνουν οι μικροί επισκέπτες μέσα από το μάθημα σου;

Το εργαστήρι ξεκίνησε την 1η Οκτωβρίου. Είναι 2 φορές την εβδομάδα στο πάρκο του ιδρύματος Σταύρου Νιάρχου. Προσφέρεται σαν μουσική δραστηριότητα από τη Λυρική Σκηνή σε σχολεία που επισκέπτονται το Πάρκο. Τα παιδιά των δημοτικών σχολείων που έρχονται, έχουν τη δυνατότητα κατά τη διάρκεια του εργαστηρίου να σχηματίσουν μια υπαίθρια χορωδία με την οποία αυτοσχεδιάζουμε μιμούμενοι ήχοι της φύσης χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη φωνή και μικρά κρουστά. Όταν αυτό λειτουργεί, φτιάχνουμε εντυπωσιακά ηχοτοπία. Ουσιαστικά γίνεται μια πρόβα με τα παιδιά, τα οποία με τον τρόπο αυτό έρχονται σε επαφή με βασικά στοιχεία της μουσικής, με την ομαδικη προσπάθεια, τη συγκέντρωση, την πειθαρχία, και την ομορφιά που εμπεριέχει η όλη διαδικασία. Παίζουν, μαθαίνουν και διασκεδάζουν.

Έχεις ασχοληθεί και άλλη φορά με αυτό το πρόζεκτ;

Το είχα διδάξει πάλι σε σχολεία. Πιο συστηματικά για 1,5 χρόνο στο Πειραιά και έπειτα στη Νέα Φιλαδέλφεια που και εκεί κάναμε πολύ επιτυχημένες χορωδίες. Η συναυλία που γινόταν στο τέλος της χρονιάς, εκτός από μια εκπαιδευτική δράση ήταν και ένα αναπάντεχο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που το ευχαριστήθηκαν πολύ και εμείς, και οι γονείς.

Σ’ ευχαριστούμε πολύ για τη σημερινή συνέντευξη και ευχόμαστε κάθε επιτυχία στα προσεχή σχέδια σου.

Και εγώ σας ευχαριστώ πολύ!!

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: