Στον Βοτανικό πια δεν έχουμε ζωή. Αλλά έχουμε τον Λέλουδα…

Στον Λέλουδα δεν πας μόνο για να φας καλά, αλλά και για τα γύρω-γύρω. Τα οποία δεν επισκιάζουν την τροφή, αλλά είναι διαλεκτικά δεμένα μαζί της. Γιατί το φαγητό είναι πάντα λαογραφία, ιστορία και κοινωνιολογία μαζί.

Κατά μήκος της εθνικής οδού που σκίζει στα δύο το κλεινόν άστυ, υπάρχει μια terra incognita για πολλούς κατοίκους της, μια “διακεκαυμένη ζωή” με συνεργεία, μάντρες, παλιά εργοστάσια και γραφεία επιχειρήσεων, που δεν την διασχίζεις πεζός, παρά μόνο με συνοδεία κι αμάξι και η οποία μπορεί να σε αγριέψει ακόμα και τη μέρα. Ένα εγκαταλειμμένο αστικό τοπίο, που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι σεληνιακό, αν δεν υπήρχαν τόσοι τόνοι σκουπιδαριό, εν είδει μόνιμης διακόσμησης -και ίσως γίνει κι η σελήνη έτσι μια μέρα, ποιος ξέρει;

Πολλοί μπορεί να έχουν πέσει πάνω του, τυχαία ή συνειδητά, πηγαίνοντας πχ προς τα ΚΤΕΛ του Κηφισού ή για να δουν μια παράσταση στον πολυχώρο Καρτέλ -το όνομα δεν επιλέχθηκε τυχαία- ή σε κάποιο κυριακάτικο παζάρι στον Ελαιώνα, λίγο παραδίπλα. Μια μεγάλη ζώνη σε μια πόλη που ασφυκτιά να βρει λίγο χώρο -με σπίτια που σκαρφαλώνουν στους λόφους-, πολύ κοντά στο κέντρο της Αθήνας, δεν μπορεί παρά να θεωρείται φιλέτο και να το λιγουρεύονται πολλοί, με πιο γνωστό και χαρακτηριστικό παράδειγμα το σχέδιο για τη δημιουργία ενός γηπέδου και πολυκαταστήματος.

Το ζήτημα της ανάπλασης μπαίνει αντικειμενικά στο τραπέζι και μάλιστα όχι με τη μορφή μιας ήπιας παρέμβασης-αναβάθμισης, αλλά με τη βασική έννοια της αλλαγής χρήσης του χώρου, όπως είχε γίνει στο Γκάζι. Το βασικό είναι όμως με ποιους όρους θα προχωρήσει αυτή η διαδικασία, αν θα γίνει με κριτήριο το κέρδος ή τις ανάγκες των πέντε εκατομμυρίων ψυχών που συνωστίζονται σε αυτή την πόλη. Γιατί όλα είναι ταξικά σε αυτήν την κοινωνία. Και μια άλλη εξουσία -υπό όρους και “απλή διαχείριση”- που θα είχε τη διάθεση να συγκρουστεί με αυτό που ζούμε και να το αλλάξει, θα μπορούσε να κάνει άμεσα τη διαφορά, ξεκινώντας από αυτό ακριβώς, την αξιοποίηση ελεύθερων χώρων. Αυτό που ήταν διαχρονικά το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό για τους κόκκινους δημάρχους, από τη μεταπολίτευση έως σήμερα.

Στην καρδιά αυτής της ζώνης, βρίσκεται και το ταβερνείο του Λέλουδα, που μπορείς να το προσεγγίσεις οδικώς είτε από την εθνική οδό, είτε από την Πέτρου Ράλλη, για να συναντήσεις ένα πολύ ιδιαίτερο αστικό τοπίο, που δε χρειάζεται να είναι ειδυλλιακό για να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον -τα γύρω τετράγωνα είναι βασικά έτοιμο σκηνικό για θρίλερ τις βραδινές ώρες.

Μικρή παρέκβαση: αν κάποιος θεωρεί πως η Κατιούσα “τα πήρε” για να κάνει στον Λέλουδα διαφήμιση-αφιέρωμα, μπορεί να σταματήσει εδώ την ανάγνωση, αφού μας “ξεσκέπασε” και να δει τα παραπάνω ως αυτοτελές κείμενο, που διατηρεί την αξία του.

Ο Λέλουδας είναι ουσιαστικά ένα παμπάλαιο ταβερνείο, από τη δεκαετία του 1920, όταν η περιοχή αυτή είχε όντως ζωή από τις γύρω φάμπρικες -που τώρα έκλεισαν, μετακινήθηκαν ή άλλαξαν χρήση οι εγκαταστάσεις τους- και οι εργάτες πήγαιναν να προσφάουν κάτι αμέσως μετά τη δουλειά με ροζιασμένα χέρια. (Θα μπορούσα να πω “για να τσιμπήσουν κάτι”, αλλά δεν είναι τυχαία η επιλογή της υπογραμμισμένης λέξης. Στην βάζει αυθόρμητα στα χείλη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

Οι γενιές και οι εποχές πέρασαν πάνω και από το μαγαζί, που εκσυγχρονίστηκε αλλά δεν αλλοιώθηκε και κράτησε το χαρακτήρα που διαμόρφωσε μες στα χρόνια. Ακόμα και το ωράριό του, αφού θα το βρει κανείς ανοιχτά μέχρι τα απογεύματα, εκτός Κυριακής -που ακόμα και οι εργάτες των αρχών του περασμένου αιώνα ξεκουράζονταν.

Έτσι κι αλλιώς, ο Λέλουδας παραμένει ένα ταξίδι στο χρόνο, όπου πας πιο πολύ για τη συνολική εμπειρία, για την ατμόσφαιρα, για τη μορφή του ιδιοκτήτη (που είναι μορφή), το περίφημο κρασί και το περιβάλλον με τα βαρέλια που θα ανοίξει αυτές τις μέρες, για τις παρέες που θα δεις και για τον γάτο που επιμένει να τρυπώνει μέσα και ό,τι προλάβει να φάει, μέχρι να τον βγάλουν σηκωτό από την πόρτα οι άνθρωποι του μαγαζιού -και πάλι από την αρχή.

Πας πρωτίστως για αυτά και παρεμπιπτόντως για το φαγητό, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είναι καλό και συγκριτικά φτηνό, πάντα για εργατικά βαλάντια. Με τον καιρό έχει προσθέσει πράγματα στο μενού, έχει φημισμένο μπακαλιάρο, πιάτα ημέρας, όλα καλώς καμωμένα και λαχταριστά. Αλλά αυτά θα τα εκτιμήσει και μόνος του όποιος ψήθηκε να πάει να τα δοκιμάσει, διαβάζοντας για τα υπόλοιπα, τα γύρω-γύρω.

Τα οποία δεν επισκιάζουν το φαγητό, αλλά είναι διαλεκτικά δεμένα μαζί του. Γιατί το φαγητό είναι πάντα λαογραφία, ιστορία και κοινωνιολογία μαζί.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: