Άντον Τσέχοφ: Νήσος Σαχαλίνη – Παρουσίαση βιβλίου

Το 1890, ήδη καταβεβλημένος από τη φυματίωση, ο Τσέχοφ ταξιδεύει στη Σαχαλίνη, στο νησί-κάτεργο της τσαρικής Ρωσίας, αποφασισμένος να δει από κοντά και να καταγράψει τα όσα γίνονταν εκεί, να πιάσει το νήμα της ζωής του καταδίκου από εκεί που το άφηνε μια ολόκληρη κοινωνία βυθισμένη στην αδιαφορία.

Ο κ. Λ. δεν ήθελε να ταξιδέψει στη διάρκεια της νύχτας για να μην

εξοκείλει,   και   γι’   αυτό   μετά   τη   δύση   του   ηλίου   ρίξαμε   άγκυρα   στο

ακρωτήριο Τζάορε. Σε αυτό ακριβώς το ακρωτήριο, επάνω στο βουνό,

υπήρχε ένα και μοναδικό σπιτάκι. Εκεί ζούσε ο αξιωματικός κ. Μπ., ο

οποίος έβαζε σημαδούρες για τη ναυσιπλοΐα και είχε την εποπτεία τους.

Πίσω από το σπιτάκι έβλεπες την αδιάβατη πυκνή τάιγκα. Ο κυβερνήτης

τού έστειλε νωπό κρέας κι έτσι βρήκα κι εγώ την ευκαιρία να βγω με τη

ναυαγοσωστική λέμβο στην ακτή. Αντί για προβλήτα υπήρχε ένας σωρός

από μεγάλους γλιστερούς βράχους, στους οποίους έπρεπε να πηδήξεις.

Στο σπίτι οδηγούσαν σκαλοπάτια φτιαγμένα από κούτσουρα, μπηγμένα

σχεδόν κάθετα στο έδαφος, έτσι που ανεβαίνοντας έπρεπε να είσαι στα

τέσσερα   και   να   κρατιέσαι   δυνατά   από   αυτά.   Αλλά   τι   φρίκη!   Ενώ

σκαρφάλωνα στο βουνό και πλησίαζα στο σπίτι, με περιέβαλαν μαύρα

σύννεφα κουνουπιών, τόσο πυκνά που εξαιτίας τους είχε σκοτεινιάσει.

Το πρόσωπό μου και τα χέρια μου καίγονταν και δεν είχα τη δυνατότητα

να προστατευθώ. Σκέφτηκα ότι, αν έπρεπε να διανυκτερεύσω εδώ, κάτω

από  τον   ανοιχτό   ουρανό,   χωρίς   να   προστατεύομαι   από   τη   φωτιά,   θα

πέθαινα ή, το λιγότερο, να τρελαινόμουν.

Το σπίτι ήταν  χωρισμένο στα  δύο.  Αριστερά ζούσαν  οι ναύτες  και

δεξιά ο αξιωματικός με την οικογένειά του. Ο νοικοκύρης του σπιτιού

έλειπε. Βρήκα μια κομψή και έξυπνη κυρία, τη γυναίκα του, και τις δύο

του κόρες, μικρά κοριτσάκια φαγωμένα απ’ τα κουνούπια. Στα δωμάτια

οι   τοίχοι   ήταν   καλυμμένοι   με  κλαδιά   πράσινου έλατου,   τα   παράθυρα

είχαν   πλέγματα,   μύριζε   καπνός,   κι   όμως   τα   κουνούπια   τρώγανε   και

τσιμπούσαν   τα   φτωχά   κορίτσια.   Η   επίπλωση   του   δωματίου   δεν   ήταν

ακριβή, ήταν στρατοπέδου, αλλά στη διακόσμηση αισθανόσουν κάτι το

ωραίο   και   χαριτωμένο.   Στους   τοίχους   κρέμονταν   σχέδια   ζωγραφικής.

Ανάμεσά τους ξεχώριζε ένα γυναικείο κεφαλάκι σχεδιασμένο με μολύβι.

Αποδείχτηκε ότι ο κ. Μπ. ήταν ζωγράφος.

—Ζείτε καλά εδώ; ρώτησα την κυρία.

—Καλά, μόνο που έχουμε κουνούπια.

Το νωπό κρέας δεν την έκανε να χαρεί γιατί, σύμφωνα με τα δικά της

λόγια, αυτή και τα παιδιά είχαν με τον καιρό συνηθίσει το παστό βοδινό

και δεν τους άρεσε πια το νωπό κρέας.

—Εξάλλου χθες μαγείρεψα πέστροφες, συμπλήρωσε.

Ένας   κακόκεφος   ναύτης   με   συνόδευσε   μέχρι   τη   λέμβο.   Σαν   να

μάντεψε τι ήθελα να τον ρωτήσω, αναστέναξε και είπε:

—Εθελοντικά εδώ δεν έρχεται κανείς!

Το 1890, ήδη καταβεβλημένος από τη φυματίωση, ο Τσέχοφ ταξιδεύει στη Σαχαλίνη, στο νησί-κάτεργο της τσαρικής Ρωσίας, αποφασισμένος να δει από κοντά και να καταγράψει τα όσα γίνονταν εκεί, να πιάσει το νήμα της ζωής του καταδίκου από εκεί που το άφηνε μια ολόκληρη κοινωνία βυθισμένη στην αδιαφορία.

Στη Σαχαλίνη μένει τρεις μήνες και επισκέπτεται σχεδόν όλους τους κρατουμένους, όλες τις υπηρεσίες και   τις φυλακές. Τις οδυνηρές εμπειρίες του απ’ αυτό το κολαστήριο τις μεταπλάθει σε μια συγκλονιστική αφήγηση, στην οποία οι καρποί της προσωπικής έρευνας   διαπλέκονται με μια πληθώρα άλλων πηγών –διηγήσεις, αρχειακό υλικό, επιστημονικές μελέτες κ.ά.

Τι είναι όμως η Νήσος Σαχαλίνη; Μήπως μια δημοσιογραφική καταγραφή, μια κοινωνιολογική μελέτη, ένα οδοιπορικό; Μήπως δεν είναι τίποτα απ’ όλα αυτά, αλλά και όλα αυτά μαζί; Σε κάθε περίπτωση, και πέρα από κάθε ειδολογικό δείκτη, το έργο αυτό είναι μια πραγματεία για τον άνθρωπο που υποφέρει, που συντρίβεται κάτω από το ζυγό μιας κοινωνίας που δε νοιάζεται γι’ αυτόν. Μια θαρραλέα καταγγελία της βαρβαρότητας του σωφρονιστικού συστήματος της εποχής, χωρίς κορόνες και ακατάσχετους λυρισμούς, σε ύφος λιτό και τόνους χαμηλούς, με την τραγικότητα και την ωμότητα να εναλλάσσονται με τη γλαφυρότητα, ακόμα και το χιούμορ. Ένα έργο πραγματικό μνημείο ανθρωπισμού.

(από το δελτίο τύπου των εκδόσεων Λέμβος που κυκλοφόρησαν το βιβλίο το 2015 σε μετάφραση Ελένης Κατσιώλη και πρόλογο Στέλιου Ελληνιάδη)

Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ (1860-1904)

Ο Ρώσος θεατρικός συγγραφέας και διηγηματογράφος Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ γεννήθηκε στο Ταγκανρόγκ της Αζοφικής θάλασσας. Το 1879 εισήχθη στην Ιατρική Σχολή της Μόσχας, απ’ την οποία αποφοίτησε το 1884. Υπηρέτησε την επιστήμη του από κοινού με τη λογοτεχνία μέχρι το τέλος της ζωής του. Πέθανε σε ηλικία 44 χρονών χτυπημένος από τη φυματίωση.

Ο Τσέχοφ άρχισε να γράφει από πολύ νεαρός, από τα γυμνασιακά του κιόλας χρόνια. Το 1888 του απονέμεται το βραβείο Πούσκιν για τη συλλογή διηγημάτων Στο σούρουπο. Το 1890, κι ενώ βρίσκεται στο απόγειο της επιτυχίας του, αναχωρεί για τη νήσο Σαχαλίνη, όπου μελετάει προσεκτικά τη ζωή των εξορίστων και των καταδίκων. Καρπός αυτής της εμπειρίας είναι η μελέτη Νήσος Σαχαλίνη. Το 1898 στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας έγινε η θρυλική πρεμιέρα του Γλάρου, που είχε τεράστια επιτυχία. Ο Γλάρος έγινε έκτοτε το σήμα κατατεθέν του Θεάτρου Τέχνης και μέχρι σήμερα φιγουράρει στην κλειστή αυλαία δεξιά και αριστερά.

Οι ήρωες των έργων του είναι δάσκαλοι, γιατροί, φοιτητές, δημόσιοι υπάλληλοι, έμποροι, γαιοκτήμονες, γυναίκες και άντρες που πλήττουν. Στο έργο του διαφαίνονται οι επερχόμενες συγκρούσεις του 20ού αιώνα και οι αλλαγές στις κοινωνικές δομές.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: