Κώστας Γουλιάμος – Για το ζήτημα του μετανθρωπισμού

H θεματική εισήγηση του Κώστα Γουλιάμου, τακτικού μέλους της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, πρώην πρύτανη του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, και υποψήφιου ευρωβουλευτή με το ΚΚΕ, στην Ημερίδα με θέμα «Η νέα εποχή στην τεχνολογία απαιτεί μια νέα εποχή στην κοινωνία – Σοσιαλισμός, η απάντηση τον 21ο αιώνα», που διοργάνωσε το ΚΣ της ΚΝΕ

Το Σάββατο 30 Μάρτη, στο Παλαιό Αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου Πειραιά, το Κεντρικό Συμβούλιο της ΚΝΕ, διοργάνωσε Ημερίδα με θέμα «Η νέα εποχή στην τεχνολογία απαιτεί μια νέα εποχή στην κοινωνία – Σοσιαλισμός, η απάντηση τον 21ο αιώνα», με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τον θάνατο του Β. Ι. Λένιν.

Δημοσιεύουμε τη θεματική εισήγηση του Κώστα Γουλιάμου, τακτικού μέλους της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, πρώην πρύτανη του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, και υποψήφιου ευρωβουλευτή με το ΚΚΕ, με τίτλο: «Για το ζήτημα του μετανθρωπισμού».

Για το ζήτημα του μετανθρωπισμού

Η θεματική εισήγηση του Κώστα Γουλιάμου

Το 2024 συμπληρώνονται 710 χρόνια από τη «Θεία Κωμωδία» (La Divina Commedia) του Dante Allighieri, καθώς και 74 χρόνια αφότου ο Julian Huxley διατύπωνε την έννοια του «μετανθρωπισμού» σε επιστημονικό του άρθρο. Μολονότι οι παραπάνω χρονικές τοποθετήσεις δεν φαίνεται να διαθέτουν κάτι κοινό, εντούτοις συνδέονται. Το κλειδί για την κατανόηση της σύνδεσης είναι η επινόηση της λέξης «trasumanar», που χρησιμοποιεί ο Dante στη «Θεία Κωμωδία» (Paradiso, Canto I). Σε αυτό ακριβώς το Ασμα, ο Dante εξέφρασε – μέσω της επινόησης του ρήματος «trasumanar» – την υπέρβαση της ανθρώπινης κατάστασης, πέρα από τους περιορισμούς της. Κατά συνέπεια, τόσο η εννοιολόγηση του «μετανθρωπισμού» στον 20ό αιώνα από τον Βρετανό βιολόγο Julian Huxley μέχρι τους νεότερους θεωρητικούς τεχνοεπιστημών και φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, όσο και η κατά Bacon πολιτισμική αλλαγή της επιστημονικής θεώρησης του κόσμου ή, ακόμα, και η ποιητική «Trasumanar e organizzar» του Pier Paolo Pasolini, έχουν ρίζες στη «Θεία Κωμωδία». Μολαταύτα το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι η διανοητική αναζήτηση της καταγωγής κι επινόησης ενός νέου όρου. Αλλωστε, αυτή η προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε μια επιφανειακή αναλογία ή περιγραφική ερμηνεία που, ως τέτοια, αδυνατεί να συλλάβει και ν’ αναλύσει τον ψηφιακό και οσονούπω τον κβαντικό μετασχηματισμό στο φόντο του αστικού σχεδιασμού της καπιταλιστικής οικονομίας στον 21ο αιώνα.

Ειδικότερα ο «μετανθρωπισμός», ως παράγωγο ψηφιακού/κβαντικού μετασχηματισμού, δεν αποτελεί ένα ουδέτερο apparatus, αλλά (εξ)υπηρετεί τις ανάγκες περαιτέρω ενίσχυσης του αστικού σχεδιασμού της καπιταλιστικής οικονομίας και, συνάμα, αναβάθμισης των επιχειρηματικών ομίλων της οικονομικής ολιγαρχίας με ακόμα πιο αντιδραστικό προσανατολισμό. Αλλωστε, όσο πιο ραγδαίες γίνονται οι αλλαγές για βελτίωση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών μέσω επιστημοτεχνολογικών επιτευγμάτων, τόσο περισσότερο εντείνονται κι εκτείνονται οι στόχοι εφαρμογής του αστικού σχεδιασμού της καπιταλιστικής οικονομίας. Για παράδειγμα, η οικονομική ολιγαρχία των αποκαλούμενων «υπέροχων επτά» («Meta», «Microsoft», «Nvidia», «Apple», «Alphabet», «Amazon» και «Tesla») έχει ήδη την απόλυτη κυριαρχία στην τεχνητή νοημοσύνη. Το δε αποτέλεσμα αυτής της χρυσοθηρίας είναι η περαιτέρω συγκέντρωση κεφαλαίων αλλά και η μεγαλύτερη κυριαρχία των μεγάλων μονοπωλίων στην οικονομία. Ταυτόχρονα, με επίκεντρο τις τεχνοεπιστήμες αιχμής – νανοτεχνολογία, τεχνητή νοημοσύνη, βιογενετική ή γενετική μηχανική, κβαντική νόηση, εμφυτεύματα διεπαφής εγκεφάλου-υπολογιστή, ChatGPT, κβαντομηχανική κ.ο.κ. -, η αστική επιστημονική σκέψη στηρίζει και υποστηρίζει τον καπιταλιστικό σχεδιασμό, χαρακτηρίζοντάς τον μάλιστα ψηφιακό/κβαντικό διαφωτισμό. Ουσιαστικά όμως πρόκειται για είδος τεχνοεπιστημονικής δυστοπίας. Επειδή ακριβώς τα επιστημοτεχνολογικά επιτεύγματα και οι μεγάλες δυνατότητες που διαθέτουν υπάγονται στους στόχους της καπιταλιστικής κερδοφορίας και των μονοπωλίων της οικονομικής ολιγαρχίας, κι έτσι δεν συμβαδίζουν μήτε και ανταποκρίνονται στις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες. Ούτε βέβαια και αξιοποιούνται προς όφελος του λαού, αφού μετατρέπονται σε μια οδυνηρή τεχνοαριθμητική υλικότητα της σύγχρονης μηχανικής της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Απλά συνιστούν πεδία διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και των μιλιταριστικών – ιμπεριαλιστικών του στόχων μέσω παραγωγής νέων τεχνολογιών αιχμής για πολέμους, ενώ ταυτόχρονα καθίστανται το σύγχρονο όχημα έντασης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Πράγματι, η αξιοποίηση των επιστημοτεχνολογικών επιτευγμάτων γίνεται για τις ανάγκες του αστικού κράτους και των τεράστιων επιχειρηματικών ομίλων σε βάρος των αναγκών του λαού, τη στιγμή που αυτά τα επιτεύγματα θα μπορούσαν να λύσουν λαϊκά προβλήματα σε συνθήκες οργάνωσης της σοσιαλιστικής κοινωνίας και οικονομίας.

Επιπρόσθετα, τόσο η εφαρμογή των επιστημοτεχνολογικών επιτευγμάτων όσο και η εξ αυτών απορρέουσα δοξασία του «μετανθρωπισμού» είναι αυθαίρετα αποσπασμένες από τον κοινωνικό χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων και, ειδικότερα, από τη διαλεκτική τους ενότητα με τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Η δε αστική λειτουργία τους καλλιεργεί κι εμπεδώνει όχι μόνο τη σύγχυση αλλά και τη συστηματική απόκρυψη της πάλης των τάξεων. Ολη αυτή η κοινωνική μηχανική απενοχοποιεί τον καπιταλισμό για την ολιστικής μορφής χειραγώγηση που επιχειρεί σε ό,τι αφορά την τεχνοφουτουριστική σύμμειξη «σάρκας – μηχανής» και, συνεπαγωγικά, με την ομόζυγη σύνδεσή της με τις μηχανιστικές δοξασίες του «μετανθρωπισμού». Ωστόσο, σε όλη αυτήν την κεφαλαιοκρατική πρακτική μηχανοποίησης και μηχανιστικής συντήκονται γεγονότα και πεποιθήσεις που συγκροτούν μια απειλή για τη βιολογική ουσία του ανθρώπου και την ιστορικότητά του. Ηδη στη θεωρητική γλώσσα των εισηγητών του «μετανθρωπισμού» διατυπώνεται η εξοικείωση με την απόρριψη του βιολογικού και οντολογικού ανθρωποκεντρισμού. Εστιάζοντας στην τροποποίηση ανθρώπινων χαρακτηριστικών μέσω βιογενετικής, προσθετικών μεθόδων, ψηφιακών/κβαντικών μηχανισμών της κυβερνητικής και άλλων τεχνολογικών μηχανισμών, ο «μετανθρωπισμός» δημιουργεί συνθήκες απανθρωποποιημένης ύπαρξης.

Να σημειωθεί ότι ο Μαρξ (έκδοση 1975) στα «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα», εξηγώντας τον ρόλο των υλικών συμφερόντων στις κοινωνίες που κυριαρχούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, αναφερόταν στην «απανθρωποποιημένη ύπαρξη», όταν το αποτέλεσμα της δράσης του ανθρώπου αντιστρατεύεται τον ίδιο τον άνθρωπο: «Η παραγωγή δεν παράγει τον άνθρωπο μόνο σαν εμπόρευμα, το ανθρώπινο εμπόρευμα, τον άνθρωπο με τη μορφή εμπορεύματος. Παράγει, επίσης, τον άνθρωπο πνευματικά και φυσικά σαν απανθρωποποιημένη ύπαρξη…».

Mετανθρωπισμός: Η κεφαλαιοκρατική εκμετάλλευση των μηχανών

Πριν από τεσσερισήμισι περίπου αιώνες ο Francis Bacon αναδείκνυε θεωρητικά τη γνώση και τις μηχανές ως το πιο ασφαλές όργανο για την ελάφρυνση της ανθρώπινης κατάστασης. Μολαταύτα, δεν είχε φανταστεί ότι ο εξανθρωπισμός της μηχανής θα οδηγούσε στην εκμηχάνιση του ανθρώπινου είδους και, κατ’ επέκταση, στην κατά Μαρξ «απανθρωποποιημένη ύπαρξη». Στο δεύτερο ήμισυ του 17ου αιώνα, και με σαφή επιρροή από τον Bacon, η μηχανική του Andreas Boeckler – μέσα από τα έργα του «Theatrum Machninarum Novum» και «Architectura Curiosa Nova» -, προσπάθησε ν’ αντιγράψει την κίνηση του ανθρώπου. Κατ’ ακρίβεια, να εκκολάψει την εφαρμογή των μηχανών αέναης κίνησης.

Γενικά, η Ευρώπη του 17ου αιώνα, καθώς ξεπερνούσε την Αναγέννηση, εισερχόμενη στην πρώιμη νεωτερική περίοδο, έδειχνε ν’ αφοσιώνεται στη μηχανική επινόηση. Σε αυτήν την περίοδο κυριαρχίας του μπαρόκ – ενός λόγου και τρόπου έκφρασης συνδεδεμένης με τη θεμελιοκρατική προσέγγιση του ορθολογισμού της εποχής και την αίσθηση του εξωπραγματικού -, εμφανίζεται το νέο θέατρο του φαντασιακού των μηχανών. Αργότερα, απέναντι στο φαντασιακό του καπιταλισμού και των μηχανών, η θεωρία των μηχανών του Μαρξ λειτούργησε καθοριστικά και αποτελεσματικά, αναδεικνύοντας μεταξύ άλλων την υλική υποδομή ως προϋπόθεση για το κοινωνικό εποικοδόμημα και, συνάμα, την κοινωνική διάσταση των τεχνικών και της τεχνολογίας. Ειδικότερα τον Μαρξ προβλημάτιζε η έννοια της «τεχνολογίας» και της «τεχνικής», όπως βέβαια και η ειδοποιός διαφορά τους. Οπου η μεν τεχνική αφορά στην υλικότητα της καπιταλιστικής παραγωγής, η δε τεχνολογία στη «λογική», με την οποία η τεχνική συνδέει τα επιμέρους στοιχεία ενός ενιαίου συνόλου (παραγωγή «μηχανών με μηχανές»). Μάλιστα, στον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου» ο Μαρξ, έχοντας πλήρη αντίληψη της επιταχυνόμενης ανάπτυξης του συστήματος των μηχανών, δεν αναζητά μόνο «μια κριτική ιστορία της τεχνολογίας» αλλά επισημαίνει πως «…το κεφάλαιο ρίχτηκε μ’ όλη του τη δύναμη και με πλέρια συνείδηση στην παραγωγή σχετικής υπεραξίας μέσω της επιταχυνόμενης ανάπτυξης του συστήματος των μηχανών».

Σύμφωνα με τη θεωρία του Μαρξ, η μηχανή, μέρος καθώς είναι της αυτόματης δομής ενός «συστήματος μηχανών», γίνεται το «μέσο για την παραγωγή υπεραξίας», για να καταλήξει σ’ ένα «μηχανικό τέρας». Η καπιταλιστική επομένως ανάπτυξη της τεχνολογίας, όπως και η καπιταλιστική χρήση της επιστήμης μέσα από στάδια εξορθολογισμού και μορφές ενσωμάτωσης, βασίζεται σε μονοπωλιακές κι ολιγοπωλιακές μορφές, όπου «ακόμα και το ξαλάφρωμα της δουλειάς (μέσω της χρήσης μηχανών) γίνεται μέσο βασανισμού, γιατί η μηχανή δεν απελευθερώνει τον εργάτη απ’ την εργασία, αλλά την εργασία απ’ το περιεχόμενό της» («Το Κεφάλαιο»).

Από το 1950, όταν ο Alan Turing παρουσίασε το «Turing Test» στην εργασία του με τίτλο «Υπολογιστικές μηχανές και ευφυΐα», μέχρι τα cyborgs της Donna Haraway στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, η ανθρωπότητα βιώνει την επιταχυνόμενη εφαρμογή των τεχνολογιών ανθρώπινης βελτίωσης. Οι συγκεκριμένες τεχνολογίες, ως μέρος των τεχνολογιών NBIC (νανο/νευροτεχνολογίας, βιοτεχνολογίας, πληροφορικής και γνωσιοεπιστήμης), αλλάζουν ριζικά την κατανόησή μας για τη φύση της ανθρωπότητας όπως και για τις σχέσεις «ανθρώπου – μηχανής» και «ανθρώπου – τεχνολογίας». Αυτή ωστόσο η τάση αντανακλάται θεωρητικά στην κονστρουκτιβιστική περιγραφή, συλλογικά γνωστή με τον όρο «μετανθρωπισμός», και η οποία προσδιορίζει ένα διεπιστημονικό πεδίο που εκτείνεται από τη φιλοσοφία της τεχνολογίας, της ηθικής και του φεμινισμού μέχρι την κριτική της πολιτικής οικονομίας κ.λπ.

Το ρητορικό φάσμα του «μετανθρωπιστικού» μανιφέστου, που εκπόνησαν οι Jaime del Val και Stefan Lorenz Sorgner (2011), αμφισβητεί μεταξύ άλλων τις ανατομίες, τις μορφές, ή ακόμα και τις ταυτότητες που συνιστούν την ουμανιστική έννοια του ανθρώπου. Ταυτόχρονα, δείχνει ιδιαίτερα προσηλωμένο στις προκλητικές απεικονίσεις της τεχνολογίας ως αυτόνομου φαινομένου. Γενικά, ο «μετανθρωπισμός», μολονότι βεβαιώνει ότι η τεχνολογία αποτελεί συστατικό του καπιταλισμού, εντούτοις δεν αποκαλύπτει την ωμή φύση του, μήτε και στοχεύει στην ανατροπή του. Ούτε βέβαια διερευνά τι ακριβώς κάνει η τεχνολογία ή πώς ο καπιταλισμός ακυρώνει τις τεράστιες δυνατότητες τεχνολογίας ώστε να διασφαλιστεί η κοινωνική ευημερία. Συν τοις άλλοις, δεν ξεκαθαρίζει ούτε και διευκρινίζει τη διαφορά μεταξύ τεχνολογίας και τεχνολογικών αντικειμένων. Και βέβαια μεθοδολογικά δεν διατυπώνει όρια ή/και κριτήρια κατηγοριοποίησης ανθρώπων και περίπλοκων τεχνολογικών συμπλεγμάτων, συμπεριλαμβανομένων ειδικών AI, cyborg ή ρομπότ που μοιάζουν όλο και περισσότερο με ανθρώπους σε ό,τι αφορά τις γνωστικές λειτουργίες. Ακόμα και η ύπαρξη του cyborg βασίζεται στον σκλάβο, σύμφωνα με τον George Caffentzis (2005).

Από πολλές απόψεις είναι εξαιρετικά απλοϊκή, αν όχι αντιεπιστημονική, η προσέγγιση του «μετανθρωπισμού» όταν καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η τεχνολογία και ο άνθρωπος είναι οντολογικά ισοδύναμοι. Πρόδηλα ο περί ισοδύναμου τεχνολογίας και ανθρώπου λόγος συνιστά μια καινοφανή οπτική σε μια εποχή επινοημένης και κατασκευασμένης μορφής υπερ-πραγματικότητας, για την οποία είχε ήδη μιλήσει ο Uberto Eco (1986), αποδίδοντας μάλιστα στην καθημερινότητα της εποχής χαρακτήρα εξωπραγματικό. Πέραν τούτου, το οντολογικά ισοδύναμο πρόταγμα του «μετανθρωπισμού» οδηγεί μεταξύ άλλων στην πλασματική άποψη ότι τόσο οι εργάτες όσο και τα περίπλοκα τεχνολογικά συμπλέγματα (όπως ειδικά AI ή ρομπότ που μοιάζουν με ανθρώπους), συμμετέχουν στην παραγωγή της αξίας των εμπορευμάτων. Πρόκειται σαφώς για άλλη μια στρεβλή προσέγγιση. Ο Μαρξ (έκδοση 1982) έδειξε πως η ζωντανή εργασία είναι η μόνη πηγή αξίας, εξ ου και η οικειοποίηση της υπεραξίας της ζωντανής εργασίας από τους καπιταλιστές: «Η υλοποιημένη εργασία και η ζωντανή εργασία είναι οι δυο παράγοντες, στην αντιπαράθεση των οποίων βασίζεται η κεφαλαιοκρατική παραγωγή…».

Συνολικά, ο «μετανθρωπισμός» παραπέμπει σ’ ένα χάος επιθυμιών και ενορμήσεων. Σε μια κεφαλαιοκρατική τεχνική δραστηριότητα γεμάτη αντιφάσεις, αλλά και σε μια διαδικασία γενικευμένης προλεταριοποίησης. Οδηγεί σ’ ένα είδος τεχνοκεντρισμού που απαντάται σε ολόκληρο το φάσμα της λεγόμενης δυτικής αστικής σκέψης. Ο δε τεχνολογικός ορθολογισμός του «μετανθρωπισμού» σηματοδοτεί την απομάκρυνση του ανθρώπινου εαυτού από την αρχική του φύση. Για τον Marcuse (1941) αυτός ο ορθολογισμός μπορεί να εξισωθεί με την προσαρμογή, την υποταγή ή/και την άνευ όρων συμμόρφωση στις κεφαλαιοκρατικές πολιτικές της αστικής τάξης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

George Caffentzis (2005): «Το Τέλος της Εργασίας ή η Αναγέννηση της Σκλαβιάς; Μια Κριτική στον Rifkin και τον Negri». Εκδόσεις Εργάτες του Αρνητικού.

Umberto Eco (1986): Travels in Hyper Reality. Publisher, Harcourt Brace Jovanovich.

Del Val, Jaime and Stefan Lorenz Sorgner (2011). A Metahumanist Manifestohttps://metabody.eu/metahumanism/

Herbert Marcuse (1941): «Some Social Implications of Modern Technology». In Studies in Philosophy and Social Sciences, Vol. IX. New York: Institute of Social Research.

Κ. Μαρξ (1975): «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα». Eκδ. «Γλάρος» (μετάφραση Μπάμπη Γραμμένου). Αθήνα.

Κ. Μαρξ (1982): «Κεφάλαιο», «Σύγχρονη Εποχή».

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: