«Η απολυταρχία είναι ένα ξεπερασμένο σύστημα…» – Το γράμμα του Τολστόι στον τσάρο Νικόλαο

Στις καταθέσεις του Τολστόι – άρθρα, γράμματα, ημερολογιακές σημειώσεις – είναι αποτυπωμένο το διάγραμμα του ανερχόμενου πυρετού όσο η Ρωσία πλησίαζε τις κρίσιμες χρονολογίες του ρωσοϊαπωνικού πολέμου και της επανάστασης του 1905. Ότι η απολυταρχία έπνεε τα λοίσθια, το λέει και το γράφει με απόλυτη βεβαιότητα.

«Η απολυταρχία είναι ένα ξεπερασμένο σύστημα…» - Το γράμμα του Τολστόι στον τσάρο Νικόλαο

Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο Λέων Τολστόι. Σαν σήμερα, με το παλιό ημερολόγιο. Όμως δεν είναι αυτή η επέτειος ο λόγος της ανάρτησης (άλλωστε ακολουθούμε το νέο ημερολόγιο), αλλά μια άλλη. Σήμερα συμπληρώθηκε ένας αιώνας από την μεγάλη Οχτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, την πατρίδα του Τολστόι, και ο τσάρος Νικόλαος (Νικολάι Αλεξάντροβιτς Ρομανόφ το κανονικό του όνομα) ήταν ο τελευταίος τσάρος της Ρωσίας. Το 1902, όλα έδειχναν ότι το σάπιο σύστημα μετρούσε μέρες και κάτι εντελώς νέο ετοιμαζόταν να γεννηθεί…

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, σπουδαίος λογοτέχνης – συγγραφέας, μελετητής και γνώστης όσο λίγοι δικοί μας των ρωσικών γραμμάτων. Από το βιβλίο του «Ο Τολστόι» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007) το απόσπασμα.

***

Στις καταθέσεις του Τολστόι – άρθρα, γράμματα, ημερολογιακές σημειώσεις – είναι αποτυπωμένο το διάγραμμα του ανερχόμενου πυρετού όσο η Ρωσία πλησίαζε τις κρίσιμες χρονολογίες του ρωσοϊαπωνικού πολέμου και της επανάστασης του 1905. Ότι η απολυταρχία έπνεε τα λοίσθια, το λέει και το γράφει με απόλυτη βεβαιότητα.

Τα έγραψε και στον τσάρο:

Η απολυταρχία είναι ένα ξεπερασμένο σύστημα που μπορεί ν’ ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις ενός λαού κάπου στην Κεντρική Αφρική, μακριά από τον άλλο κόσμο, όχι όμως στις αξιώσεις του ρωσικού λαού, που όλο και περισσότερο αφομοιώνει τους καρπούς της παγκόσμιας παιδείας. Για το λόγο αυτό το σύστημα της απολυταρχίας και τη στενά συνδεμένη μαζί της ορθοδοξία, μπορεί να τη στηρίζει κανείς μόνο με τη χρησιμοποίηση, όπως γίνεται κιόλας, κάθε είδους βία: ενισχυμένες φρουρές, διοικητικές εκτοπίσεις, θανατικές εκτελέσεις, θρησκευτικοί διωγμοί, απαγορεύσεις βιβλίων, εφημερίδων,  διαφθορά της παιδείας και άλλα ανήθικα και απάνθρωπα μέσα…Αυτή ήταν ως τώρα η πολιτεία του θρόνου σας.

Με τη βοήθεια της βίας μπορεί κανείς να καταπιέζει το λαό, δεν μπορεί όμως να τον κυβερνάει. Το μόνο μέσο στην εποχή μας για να κυβερνηθεί πραγματικά ο λαός είναι, ποδηγετώντας τον στην κίνησή του από το κακό προς το καλό, από το σκοτάδι στο φως, να το οδηγείτε στην επιτυχία των σκοπών εκείνων που συνδέονται άμεσα με την πορεία αυτή. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει πριν απ’ όλα να δοθεί στο λαό η δυνατότητα να εκφράσει ο ίδιος τη θέλησή του και τα ζητήματά του και να πραγματοποιηθούν τα μέτρα εκείνα που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις όχι μιας τάξης ή κάστας, αλλά της μεγάλης μερίδας, της μάζας του εργαζόμενου λαού.

Είναι ένα πολυσέλιδο γράμμα που το έστειλε στον Νικόλαο μέσω του μεγάλου δούκα Νικολάι Μιχάηλοβιτς – θείος του τσάρου, από τους φωτισμένους της δυναστέιας των Ρομανώφ με θερμά αισθήματα για τον Τολστόι(…)

Χειμώνας 1901 – 1902. Άρρωστος στην Κριμαία. Το γράμμα το στέλνει στον τσάρο τις πρώτες μέρες του 1902(…) Το γράμμα στον τσάρο ακολούθησαν δυο άλλα κείμενα: Προς τον εργαζόμενο λαό (1902) και Προς τους πολιτικούς παράγοντες (1903)

(…) Στο γράμμα προς τον τσάρο Νικόλαο, αφού δώσει ακόμα κάποιες περιγραφές από τη ζωή στη χώρα, την πραγματική ζωή, με την οποία ο ίδιος ο τσάρος δεν επικοινωνεί, δεν την γνωρίζει, οι άνθρωποι από το περιβάλλον του έχουν υψώσει τείχη γύρω του, προσπαθεί να του μεταφέρει τι θέλει, τι προσδοκά απ’ αυτόν ο κόσμος, ο πολύς κόσμος, οι λαϊκές εργαζόμενες τάξεις, τι θα θέλανε να του πουν «αν τους δίνανε τη δυνατότητα να μιλήσουν».

Σας κάνει ίσως να σχηματίζετε εσφαλμένη αντίληψη για τα αισθήματα του λαού απέναντι στην απολυταρχία και στον εκπρόσωπό της, τον τσάρο, το γεγονός ότι παντού, σ’ όλες τις εμφανίσεις σας στη Μόσχα και σ’ άλλες πόλεις, πλήθη λαού τρέχουνε πίσω σας με ζητωκραυγές. Μην πιστεύετε πως όλα αυτά  εκφράζουν την αφοσίωση του λαού στο πρόσωπό σας, είναι πλήθη που η περιέργεια τα κάνει να τρέχουνε πίσω από κάθε ασυνήθιστο θέαμα. Συχνά μάλιστα οι άνθρωποι αυτοί που εσείς τους παίρνετε για εκφραστές της λαϊκής αγάπης στο πρόσωπό σας, δεν είναι παρά όχλος που η αστυνομία φρόντισε να συγκεντρώσει και να τοποθετήσει αναθέτοντάς τους να παρασταίνουν τον αφοσιωμένο λαό, όπως λόγου χάριν έγινε και με τον παππού σας στη μητρόπολη του Χαρκόβου που πλημμύρισε λαό, όλος όμως αυτός ο κόσμος ήταν μεταμφιεσμένοι χωροφύλακες.

Το πρώτο που συμβούλευε τον τσάρο ήταν να δώσει σ’ όλους τους ανθρώπους την ελευθερία τους, ελευθερία λόγου, μόρφωσης, θρησκεύματος, επαγγέλματος, ελεύθερη κίνηση ανά τη χώρα, να μπορεί να πάει όπου του χρειαστεί για τις δουλειές του και τη ζωή του. Μα περισσότερο απ’ όλα ζητάνε 100 εκατομμύρια άνθρωποι την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στη γη.

Αυτή ήταν μια παλιά σκέψη, έμμονη πεποίθηση του Τολστόι: να καταργηθεί η ιδιοκτησία της γης.

Με διάφορους τρόπους και αφορμές το έγραφε από πολύ πριν πως αν στη Ρωσία είναι να γίνει μια επανάσταση, δεν μπορεί να έχει άλλη δικαίωση από αυτή, να απελευθερώσει τη γη για εκείνους που θέλουν και μπορούν να την καλλιεργούν.

Έξω από τη Ρωσία αυτό ηχεί παράδοξα, δυσκολεύεται να το κατανοήσει κανείς. Ο Τολστόι είχε τους λόγους του. Εξηγούσε στον τσάρο πως στη Ρωσία, αντίθετα από τις χώρες της δυτικής Ευρώπης, ο θεσμός της ιδιοκτησίας στη γη έπρεπε να καταργηθεί, όπως πενήντα χρόνια πριν είχαν καταργήσει τη δουλοπαροικία. Για τη Ρωσία το αμέσως επόμενο ιστορικό βήμα ήταν η απελευθέρωση, δηλαδή η κοινωνικοποίηση της γης, όπως στην Ευρώπη μιλούσαν για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Το μεγάλο παραγωγικό μέσο στη Ρωσία παρέμεναν οι απέραντες εκτάσεις, έρημες κι αχρησιμοποίητες, δε λειτουργούσαν, τη στιγμή που οι φυσικοί καλλιεργητές της αναγκάζονται να παίρνουν τους δρόμους για τα μεγάλα αστικά κέντρα κουβαλώντας μαζί τους την απερίγραπτη δυστυχία τους.

Λέει, μαζί με τις άλλες του σκέψεις, στον τσάρο πως για τη Ρωσία τώρα αυτό είναι το δικό της εργατικό πρόβλημα.

Αν απελευθερωθεί η γη από τα δεσμά της ατομικής ιδιοκτησίας, «αυτό το μέτρο αναμφίβολα θα οδηγήσει σε τέλεια εξουδετέρωση όλη τη σοσιαλιστική και επαναστατική μανία που φουντώνει στα εργατικά στρώματα και απειλεί με τους πιο μεγάλους κινδύνους λαό και κυβέρνηση. Ίσως σφάλλω, μα γεγονός είναι πως η λύση του ζητήματος αυτού προς τη μια ή την άλλη πλευρά μπορεί να δοθεί μόνο από τον ίδιο το λαό, αν θα του δοθεί η δυνατότητα να μιλήσει. Σε κάθε περίπτωση, πρώτη στη σειρά μπροστά στην κυβέρνηση είναι η κατάργηση της καταπίεσης που εμποδίζει το λαό να εκφράσει τις επιθυμίες του και τις ανάγκες του. Αδύνατο να κάνουμε το καλό σ’ έναν άνθρωπο που του έχουμε κλείσει το στόμα για να μην ακούγεται τι ο ίδιος ζητάει για το καλό του. Μόνο μαθαίνοντας τι θέλει και τι χρειάζεται όλος ο λαός ή το μεγαλύτερος μέρος του, είμαστε σε θέση να τον κυβερνούμε και να του δώσουμε αυτό που θέλει.
Σ’ αυτές τις δυο ιδέες, στον τρόπο δηλαδή που συνδυάζει το ζήτημα της γης και την αντίθεσή του στη σοσιαλιστική κατεύθυνση και τις επαγγελίες της, οικοδομεί το κοινωνικό του όραμα. Τον απωθούν οι σοσιαλιστές με τους βίαιους τρόπους τους. Τα μέσα που έχουν στη φαρέτρα τους, τα ερμηνεύει ως βέβαιη προκαταβολική διάψευση της ιδεολογίας τους. Η βία βγαίνει μέσα από τη βία και προλογίζει άλλες μορφές, άλλους καταναγκασμούς και ανελευθερίες στο μέλλον – πάνω σ’ αυτό μένει αμετακίνητος.

Μετά το γράμμα στον τσάρο επαναλαμβάνει τη θεμελιώδη του πεποίθηση στα μηνύματά του Προς τον εργαζόμενο λαό και Στους πολιτικούς παράγοντες, όπου είναι πιο αναλυτικός. Το δεύτερο το έγραψε σαν ένα επίλογο στο πρώτο, απευθυνόταν στην πολιτική ηγεσία των εργατών, δηλαδή στη ρωσική σοσιαλδημοκρατία, αυτό είναι το πνεύμα, με αυτούς συζητά προσπαθώντας να τους πείσει πως «και ακόμα αν υποθέσουμε ότι μπορεί να γίνουν τα αδύνατα και η επανάσταση νικήσει τώρα, στη δική μας εποχή, τι είναι εκείνο που μπορεί να μας πείσει πως αντίθετα απ’ ό,τι γινόταν πάντα, μια εξουσία που θα γκρεμίσει την άλλη, θα έδινε περισσότερες ελευθερίες στους ανθρώπους και θα ήταν ανθρωπινότερη από την προηγούμενη…Προτού οι κάτοικοι της Νταγκάμπα κάνουν το σοσιαλισμό τους οφείλουν να ξεμάθουν να σφάζουν τους ανθρώπους. Το ίδιο και οι ευρωπαίοι» (Στους πολιτικούς παράγοντες).

Ο άνθρωπος ελεύθερος πάνω στη γη του, το κοινωνικό ιδανικό του Τολστόι. Από αυτό ξεκινούν οι διαφωνίες του με το σοσιαλισμό, όσο ο τελευταίος σκέφτεται μόνο τον εργαζόμενο της πόλης, τον βιομηχανικό εργάτη, για τον οποίον ο Τολστόι έχει άλλες ιδέες. Πιστεύει πως ως άνθρωπος ο εργάτης της φάμπρικας πλάθεται κατ΄εικόνα και ομοίωση εκείνων που τον κατέχουν και τον καταπιέζουν, απ’ αυτούς παίρνει παραδείγματα, επιθυμώντας και ο ίδιος να αποχτήσει κάτι περισσότερο, μια εξουσία πάνω στους άλλους, αρχίζοντας από τους δικούς του, τα αδέλφια του – έτσι τον έχει μάθει ο χώρος όπου ζει, η πόλη, το ανθρώπινο αλισβερίσι μέσα στο μεγάλο πλήθος – αν δεν τον κάνει απλώς μια μηχανή της φάμπρικας.

Οι κυβερνήτες και οι πλούσιοι εξουσιάζουν τους εργάτες μόνο επειδή και οι εργάτες επιθυμούν το ίδιο, με αυτούς τους ίδιους τρόπους να εξουσιάζουν τον αδελφό τους εργάτη. Για τον λόγο αυτόν – επειδή δηλαδή ταυτίζονται μαζί τους απέναντι στη ζωή – οι εργάτες δεν μπορούν να εξεγερθούν σε μια πραγματική επανάσταση εναντίον των καταπιεστών τους. Όσο βαριά κι αν είναι η καταπίεση που δέχεται ο εργάτης από τους κυβερνήτες και τους πλούσιους, μέσα του υπάρχει η συναίσθηση ότι κι αυτός θα έκανε το ίδιο, ή το κάνει κιόλας έστω σε μικρότερο βαθμό απέναντι στ’ αδέλφια του. Οι εργάτες έχουν δέσει τον εαυτό τους με την επιθυμία να σκλαβώνουν ο ένας τον άλλον, γι’ αυτό και οι επιτήδειοι που άρπαξαν τη δύναμη και την εξουσία, εύκολα μπορούν να τους κρατούν σκλάβους τους. Αν οι εργάτες δεν ήταν το ίδιο καταπιεστές, όσο και οι κυβερνήτες και οι πλούσιοι, αν δεν εκμεταλλεύονταν  τις ανάγκες του πλησίον τους, για τη δική τους καλοπέραση, αν ζούσαν αδελφικά μαζί τους ώστε να σκέφτονται να βοηθούν ο ένας τον άλλον, θυμούνταν και βοηθούσαν τους άλλους, κανείς δε θα μπορούσε να τους σκλαβώσει. Γι’ αυτόν το λόγο οι εργάτες για να μπορέσουν ν’ απελευθερωθούν από την καταπίεση, στην οποία τους κρατούν οι κυβερνήτες και οι πλούσιοι, έχουν ένα μοναδικό μέσο: να απαρνηθούν τις αρχές που τους καθοδηγούν στη ζωή τους, δηλαδή να πάψουν να υπηρετούν τον Μαμωνά και ν’ αρχίσουν να υπηρετούν το Θεό.

Είναι μια άλλη πεποίθηση η δική του, μια άλλη γνώση και πίστη. Όχι στον θεό. Ας τον έχει στην κάθε του φράση. Στον Τολστόι δε θα βρούμε ίχνος μεταφυσικής εσωστρέφειας. Η γη, η φύση και ο κόσμος είναι το στοιχείο του. Στραμμένος στον κόσμο, τον θεό τον παίρνει μαζί του, θέλει έτσι να μιλήσει στους ανθρώπους που πάνω τους στηρίζει τις ελπίδες και το όραμα για μια άλλη ανθρώπινη ζωή.

Έχουν – έχουμε – πολλά πει για τις αντιφάσεις και τον αναχρονισμό του, θέματα και τα δυο υπαρκτά στις ιδέες του, παρόλο που αρκετά συχνά με τις κρίσεις αυτές φέρεται να ταυτίζει τα πραγματικά γεγονότα με την ηθική δεοντολογία του. Ο ίδιος αρκετές φορές έχει κάνει τους ξεχωρισμούς πόσα ακόμα μένουν να εκτιμηθούν όχι με τις απαιτήσεις της τρέχουσας πολιτικής και της οικονομικής επιστήμης, όσο μετρώντας με κριτήρια ανθρωπινότερα και με αυτές τις ανθρωπιστικές αξίες της σύγχρονής μας οικολογίας, τώρα που φαίνεται πια, είναι πάνω πάνω, πόσο τα πράγματα έχουν γίνει επικίνδυνα για τη ζωή που ζούμε αποπνιχτικά σφιχταγκαλιασμένοι με την κουλτούρα μας και τις επιστήμες μας.

Κρίμας, δεν τα κατάφερα ν’ αναχαιτίσω τις επιστήμες και την τεχνική, έτσι συνόψιζε ο ίδιος την αποτυχία της δικής του επανάστασης το 1905.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: