21-22 Δεκέμβρη 1944: Ο ΕΛΑΣ απελευθερώνει την Άρτα απ’ τους ΕΔΕΣίτες συνεργάτες των Άγγλων

Η σπουδαιότητα της μάχης της Άρτας έγκειται στο γεγονός ότι με τη νίκη του ΕΛΑΣ αποτράπηκε δημιουργία δεύτερου μετώπου των Άγγλων στην Ήπειρο. Όσοι ΕΔΕΣίτες διασώθηκαν κατέφυγαν με αγγλικά πολεμικά πλοία στην Κέρκυρα.

Το αγγλικό αρχηγείο στην Αθήνα προς αντιπερισπασμό των πολεμικών συγκρούσεων που λάβαιναν χώρα στις περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά, ετοίμαζε τη δημιουργία δεύτερου μετώπου στην Ήπειρο, όπου ήταν ο σύμμαχός του, ο ΕΔΕΣ του Ζέρβα που αριθμούσε 12.000 αντάρτες παρατακτική δύναμη, άρτια εξοπλισμένη με βαρύ και ελαφρύ οπλισμό και πυρομαχικά. Ο ελληνικός βασιλικός στόλος από 4-5 πολεμικά πλοία, ενισχυμένα και από 4 αγγλικά περιέπλεαν νύχτα και μέρα τα Ηπειρωτικά παράλια, καθώς και τα Επτάνησα και κατά τις βάσιμες πληροφορίες που είχε την περίοδο εκείνη το Γεν. Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, που έδρευε στο Μέτσοβο, θα γίνονταν αποβάσεις μικρές ή μεγάλες στα παράλια της Αιτωλοακαρνανίας και της Ηπείρου από ένοπλα τμήματα του Σκόμπυ και με ταυτόχρονη επίθεση των Ζερβικών στρατευμάτων κατά του ΕΛΑΣ.

Το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ αποφάσισε τη ματαίωση των σχεδίων αυτών του Σκόμπυ, με την εξαπόλυση γενικής επίθεσης των στρατευμάτων του ΕΛΑΣ προς κατατρόπωση και διάλυση των δυνάμεων του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο. Ημέρα επίθεσης των δυνάμεων του ΕΛΑΣ ορίσθηκε η 6η πρωινή της 21 Δεκέμβρη ’44. Η έδρα του Συντάγματος ήταν ο συνοικισμός Λιβίτσικο (Ζυγός).

Βάση εξόρμησης του μεν 1ου τάγματος ήταν από θέση Πλατανάκια και υψώματα Κοροδήμα, με κατεύθυνση το ύψωμα Προφήτης Ηλίας, επί του λόφου της Περάνθης-Αμυντικός Στρατώνας, Οβρηομνήματα, Μονή Φανερωμένης-Πόστο ντι μπλόκο στην έξοδο της πόλης προς Αμφιλοχία, του δεύτερου τάγματος (Καραϊσκάκηδες) βάση εξόρμησης ήταν τα υψώματα Νεοχωρακίου-Γεροκώτση τα πλησίον της εθνικής οδού υψούμενα και εκείθεν προς τις περιοχές Σελλάδων-Κομποτίου-Φλωριάδας Βάλτου που ήταν παραταγμένα τμήματα του 2/39 Συντάγματος ΕΛΑΣ, και τέλος το 3ο τάγμα του 3/40 Συντάγματος ΕΛΑΣ κατέλαβε θέσεις επί της αριστερής όχθης του Αράχθου και από θέσεις Πλατανόρρεμα μέχρι και Φτέρη.

21-22 Δεκέμβρη 1944: Ο ΕΛΑΣ απελευθερώνει την Άρτα απ’ τους ΕΔΕΣίτες συνεργάτες των Άγγλων

Ο τελευταίος διοικητής του 3/40 Συντάγματος Παντελής Παπασπύρου και στελέχη του Συντάγματος

Οι λοχαγοί, διμοιρίτες και καπεταναίοι, πριν δύο μέρες από την επίθεση με όλες τις προφυλάξεις έκαναν αναγνώριση του εδάφους, όπου θα τοποθετούνταν τα τμήματά τους και όλη τη νύχτα της 20ης προς την 21 Δεκέμβρη ’44 έγιναν οι μετακινήσεις των στρατιωτικών τμημάτων στις καθορισμένες θέσεις τους και πολύ πρωί άρχισε η γενική επίθεση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Η πρώτη επίθεση στέ-φθηκε από επιτυχία. 0 Προφήτης Ηλίας κατελήφθη από δύναμη του 1ου τάγματος· επίσης δυνάμεις του ίδιου τάγματος εισχώρησαν στην ανατολική χαράδρα κάτω από τον Αμυντικό Στρατώνα και έφθασαν μέχρι Οβρηομνήματα-Φανερωμένη-Πόστο ντι μπλόκο, όπου αμύνονταν οι Ζερβικοί επί της οχυρωμένης γραμμής που είχαν κατασκευάσει οι κατακτητές Ιταλοί και Γερμανοί.

Οι Εδεσίτες δεν αιφνιδιάστηκαν, ήταν σε εγρήγορση, είχαν δύο πυροβόλα στο κέντρο της Γραμμενίτσας με επικεφαλής το λοχαγό Κατσάνο, καθώς και δύο πυροβόλα στην περιοχή Ρόκα με επικεφαλής τον ανθ/γό Χρήστου. Τα 4 αυτά πυροβόλα, έβαλαν συνεχώς σε ευθεία γραμμή καθόλη τη διάρκεια της ημέρας μέχρι το σούρουπο που σταμάτησε η μάχη. Ο Προφήτης Ηλίας άλλαξε κάτοχο επτά φορές και το βράδυ δεν τον κατείχε κανένας. Έλαβαν μέρος στη μάχη αυτή για την κατάληψη του υψώματος αυτού και οι λόχοι του 2ου τάγματος και σκοτώθηκε ο διοικητής του λόχου Σπυρ. Αμπελογιάννης και δέχτηκε βαρύ κοιλιακό τραύμα ο έφεδρος υπ/γός Αθ. Αλεξίου, διοικητής 9ου λόχου, ο οποίος πέθανε ύστερα από λίγες μέρες στο στρατιωτικό Νοσοκομείο της Άρτας.

Ο γράφων ήταν διμοιρίτης των ανταρτοεπονιτών και των ανταρτών των συνεργείων του Συντάγματος και έφτασε με τη διμοιρία του, από 40-50 αντάρτες, μέχρι το Πόστο-μπλόκο και μάχονταν τους οχυρωμένους εκεί Ζερβικούς. Κατά το μεσημέρι και στη βράση της μάχης έφθασε μέχρι το Πόστο ντι μπλόκο ο πολιτικός εκπρόσωπος του Συντάγματος Διον. Πομώνης (Μήτσος Παυλόπουλος), επιθεωρούσε το πεδίο της μάχης και ήλθε και στη θέση όπου ευρίσκετο η διμοιρία του γράφοντα, ο οποίος τον ενημέρωσε για τη διάταξη των εχθρικών τμημάτων και τη δύναμη του πυρός τους. Στη συνέχεια ζήτησε να τον ακολουθήσει μέχρι το Σταθμό Διοίκησης του 1ου τάγματος που ήταν γύρω από το υψωματάκι της Κουτσομήτας. Εκεί έγινε συνάντηση και αναφορά από το διοικητή Κολοβό και τις δυσκολίες που συνάντησαν οι λόχοι κατά την επίθεση προς ανατροπή των οχυρωμένων Εδεσιτών. Και σε μια στιγμή της συνομιλίας, ο διοικητής του τάγματος Κολοβός είπε: «Θα πεταχτώ μόνος μου στην πρώτη γραμμή του πυρός, θα δώσω κουράγιο στους αντάρτες μας και με ένα γιορούσι, όλοι, θα τους σπάσουμε και θα τους ανατρέψουμε».

Τότε ο πολιτικός εκπρόσωπος, προφανώς εκνευρισμένος του απάντησε: «Συναγωνιστή, αν αποτολμήσεις και πας στην πρώτη γραμμή, όπως λες, και σκοτωθείς εσύ στη μάχη, τότε ποιος θα διοικήσει και κατευθύνει τους 500 αντάρτες που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη χαράδρα και μάχονται; Εκεί βρίσκεται ο καπετάνιος του τάγματος Κώστας Μίντζας, επαναλαμβάνω, πρόσεξε πολύ γιατί αν παρακούσεις, θα δικασθείς, επί τόπου, για εγκατάλειψη θέσης και θα εκτελεσθείς». Γράφτηκε η στιχομυθία αυτή των δύο υπεύθυνων ηγετών, για να υπομνησθεί ο ενθουσιασμός των μαχόμενων Ελασίτικων τμημάτων, η καταβαλλόμενη ηρωική προσπάθεια, η συνειδητή πειθαρχία, ως και η υπόμνηση του νόμου του πολέμου, σε ώρα μάχης.

Οι όλμοι του Λόχου Μηχανημάτων έριξαν συνολικά 500 βλήματα -όσα υπήρχαν- κατά την πρώτη μέρα της μάχης. Οι νεκροί αντάρτες την πρώτη μέρα και από τα δύο τάγματα (1ο και 2ο) ήταν 42 καθώς και αρκετοί τραυματίες, που διακομίσθηκαν στο Νεοχωράκι, όπου και ο σταθμός του πρόχειρου νοσοκομείου. 17 ήταν οι νεκροί στο αντέρεισμα από Κουτσομήτα μέχρι το ύψωμα του Προφήτη Ηλία. Οι υπόλοιποι 25 νεκροί αντάρτες ήταν στο χώρο του Προφήτη Ηλία και οι περισσότεροι ανήκαν στους λόχους του 2ου τάγματος που έλαβαν μέρος για την κατάληψη του Προφήτη Ηλία. Την πρώτη μέρα της μάχης έλαβαν μέρος και λόχοι του 2/39 Συντάγματος του ΕΛΑΣ, οι οποίοι αιφνιδίασαν και ανέτρεψαν τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ που κατείχαν την κορυφογραμμή του λόφου της Περάνθης από το συνοικισμό Λιμήνης μέχρι του συνοικισμού Συκιών και συνέλαβαν πάνω από 150 Εδεσίτες αντάρτες αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων και τον Διοικητή τους ταγματάρχη Φωτ. Τζινέρη, σκοτώθηκε δε κατά την άτακτη υποχώρησή τους και ο Εδεσίτης μοίραρχος Μίκροβας.

Τη νύχτα της 21 προς 22 του Δεκέμβρη αφίχθησαν μόνο τα δύο από τα αναμενόμενα τέσσερα πυροβόλα των 105 χιλ., λάφυρα του ΕΛΑΣ στην Κεφαλλονιά από τους Γερμανούς και τοποθετήθηκαν στο δημόσιο δρόμο Άρτας-Αμφιλοχίας και πλησίον της θέσης Άγιοι Ανάργυροι, με αρκετά πυρομαχικά που ήλθαν με στρατιωτικά αυτοκίνητα από την Αμφιλοχία. Διοικητές των βαριών αυτών πυροβόλων ήταν οι πυροβολητές Βαγγέλης Αναγνωστόπουλος. λοχαγός, Λυγκώνης (Λουκιανός), ανθ/γός Πυροβολικού, χρησιμοποιήθηκε δε, ως οδηγός της Μοίρας και βοηθός αυτών, ο έφεδρος ανθ/γός του αντιαεροπορικού πυροβολικού Δημ. Κοτζιάς, επιτελής του 2ου τάγματος του 3/40 Συντάγματος ΕΛΑΣ, που ως ντόπιος, κατατόπισε τους συναγωνιστές του αξιωματικούς για την υφιστάμενη κατάσταση και τη δύναμη πυρός του εχθρού και ειδικά τις θέσεις των 4 εχθρικών πυροβόλων. Την ίδια νύχτα ήλθαν προς ενίσχυση της προετοιμαζόμενης νέας επίθεσης, δύο λόχοι του 36ου Συντάγματος ΕΛΑΣ, που ήταν εφεδρεία της VIΙI Μεραρχίας, με δύο βαριούς όλμους και με αρκετά βλήματα όλμων, τα οποία μετέφεραν κατά τη διάρκεια της παγερής νύχτας, ζαλιγκωμένες γυναίκες και άνδρες από τις ορεινές αποθήκες του ΕΛΑΣ.

Πρωί-πρωί της 22ης Δεκέμβρη και την ορισμένη ώρα άρχισε η γενική επίθεση του 3/40 Συντάγματος και του 2/39 Συντάγματος. Τα τμήματα του 1ου τάγματος εξόρμησαν και κατέλαβαν τη γραμμή από Πόστο ντι μπλόκο, μπροστά από τη Μονή Φανερωμένης, Οβρηομνήματα, ανατολικά και πλησίον του Αμυντικού Στρατώνα, δεχόμενα καταιγιστικά πυρά από τα εχθρικά πολυβόλα, οπλοπολυβόλα και αυτόματα όπλα που ήταν τοποθετημένα στην περιφερειακή οχύρωση της πόλης, χωρίς ευτυχώς να υπάρχουν απώλειες. Οι δύο λόχοι του 36ου Συντάγματος, στους οποίους προστέθηκαν 30 αντάρτες του 1ου τάγματος, ως οδηγοί και ντόπιοι, κινήθηκαν νότια του νεκροταφείου σε διάταξη μάχης και με προορισμό την κατάληψη του υψώματος του Προφήτη Ηλία και την εγκατάστασή τους στο γύρω του υψώματος χώρο, έχοντας στο αριστερό τους άλλα τμήματα του 2ου τάγματος του 3/40 Συντάγματος, ως και τμήματα του 2/39 Συντάγματος τα οποία μπήκαν στη μάχη, σε ανάπτυξη, ακολουθώντας την κορυφογραμμή του λόφου της Περάνθης και με κατεύθυνση τον Προφήτη Ηλία.

Τα τμήματα του 3/40 Συντάγματος με τη διλοχία του 36ου Συντάγματος κατέλαβαν το ύψωμα, αλλά στη συνέχεια δεν μπόρεσαν να κρατηθούν και συμπτύχθηκαν, γιατί σφυροκοπούνταν από τις οβίδες των 4 Σερβικών πυροβόλων, που ήταν στα χωριά Γραμμενίτσα και Ρόκα. Αλλά τη στιγμή αυτή μπήκαν στη μάχη τα δύο πυροβόλα του μπαρμπα-Βαγγέλη και οι όλμοι του Συντάγματος. Αν και δεν υπήρχαν όργανα σκόπευσης και χάρτες για τα δύο πυροβόλα μας, με απ’ ευθείας βολή και με το μάτι, οι τρεις έμπειροι πυροβολητές αξιωματικοί άρχισαν να βάλουν κατά των 2 εχθρικών πυροβόλων της Γραμμενίτσας, τα οποία από ώρα 9η πρωινή έπαυσαν να βάλουν, εξουδετερωθέντα.

Στη συνέχεια τα δύο πυροβόλα άρχισαν να βομβαρδίζουν, με επιμήκυνση της βολής, την περιοχή Ρόκα, όπου ήταν τα άλλα δύο εχθρικά πυροβόλα, και τα ανάγκασαν να μετακινούνται συνεχώς. Πλέον αυτών μια ομοβροντία κτύπησε τη στέγη του Αμυντικού Στρατώνα και προκάλεσε το θάνατο 22 ανταρτών του ΕΔΕΣ, ως τούτο μου έκανε γνωστό αργότερα στην Αθήνα, ανώτερο στέλεχος του ΕΔΕΣ, σε σχετική συζήτηση για τη μάχη της Άρτας. Ακόμη τα βλήματα των Ελασίτικων όλμων κτυπούσαν την οχυρωμένη γραμμή των Εδεσιτών που περνούσε μπροστά από τη Μονή Φανερωμένης μέχρι το Στρατώνα.

Αυτά τα συνεχή κτυπήματα των θέσεων υποστήριξης των αμυνομένων Εδεσιτών, είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγάλη ανακούφιση των επιτιθέμενων στρατευμάτων του ΕΛΑΣ, τα οποία περί ώρα 11η πρωινή ανακατέλαβαν τον Προφήτη Ηλία και τμήματά τους μπήκαν στην παλιά σκοποβολή της πόλης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσουν ουρανομήκεις ζητωκραυγές από τα εκεί μαχόμενα τμήματα του ΕΛΑΣ και να τραγουδούν «Στ’ άρματα στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα, για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά» και άλλα Εαμίτικα τραγούδια και όλοι βλέπαν τους Εδεσίτες, έναν-έναν, να βγαίνουν από το οχυρό της Φανερωμένης και να γυρίζουν τα νώτα, ηττημένοι και να φεύγουν γρήγορα για την πόλη.

Την ίδια στιγμή χτύπησαν χαρμόσυνα οι καμπάνες της πόλης και ο λαός πλημμυρισμένος από ευτυχία, κατέκλυζε τους δρόμους της πολιτείας για να καμαρώσει τους πραγματικούς ελευθερωτές της, τους μπαρουτοκαπνισμένους Ελασίτες, που επί δυόμισι χρόνια, με το ντουφέκι τους στους ώμους, πολέμαγαν νηστικοί για τη λευτεριά της πατρίδας.

Ως επικεφαλής της διμοιρίας έλαβα διαταγή να εισέλθω στην πόλη και να καταλάβω το Δημοτικό περίπτερο «Κρυστάλλης» και εκεί να αναπτύξω τους αντάρτες της διμοιρίας, με σκοπό την απαγόρευση της εξόδου των πολιτών, μέχρις ότου ξεκαθαρίσει η κατάσταση στην πόλη από τους κατέχοντες αυτή Εδεσίτες. Ύστερα από λίγη ώρα προσήλθε στο σκοπό αντάρτη, ο μπαρμπα-Χρήστος Τσιμπλής, του οποίου ο γιος Σπόρος, ανταρτοεπονίτης, σκοτώθηκε με δύο άλλους συναγωνιστές του, την πρώτη μέρα στην Κουτσομήτα, χειριζόμενος το Γερμανικό μυδράλιο που είχε πάρει προηγούμενα από τους Γερμανούς, σε μάχη με αυτούς. Ήταν από τους δρώντες Εαμίτες στη δουλωμένη πολιτεία με δύο παιδιά του στον ΕΛΑΣ. Του επέτρεψα να πάει, με συνοδεία αντάρτη, να ιδεί και φιλήσει το άψυχο παιδί του, και να τον ξαναφέρει στην πόλη.

Τις απογευματινές ώρες άρχισαν να εισέρχονται στην πόλη οι διοικήσεις της VIII Μεραρχίας και της VIII Ταξιαρχίας, στην οποία υπάγονταν τα 2/39 και 24 Συντάγματα του ΕΛΑΣ με ετοιμοπόλεμα τμήματα, καταχειροκροτούμενα από τον δεινοπαθήσαντα πληθυσμό της Άρτας.

Το 3ο τάγμα του 3/40 Συντάγματος, «οι Σκουφάδες», που είχε συγκροτηθεί από εθελοντές νέους της περιοχής Κομποτίου-Πέτα και Κάτω Ραδοβυζίων τους μήνες Αύγουστο-Σεπτέμβρη ’44 με Διοίκηση τους Δ. Τσακαγιάννη, το δάσκαλο Χρ. Μπάκο και πολιτικό εκπρόσωπο τον Δ. Μπάφα και είχε μέτωπο ευθύνης από Πουρνάρι μέχρι Γέφυρα Πλακας, την πρώτη μέρα της μάχης βρίσκονταν σε άμυνα και σε πλήρη ετοιμότητα προς απόκρουση τυχόν επίθεσης των Ζερβικών.

Τη δεύτερη όμως μέρα της μάχης, τμήματα αυτού πέρασαν τον Άραχθο στο πέρασμα Σινιάνγκου και συνεπλάκησαν στις θέσεις Πιστιανά Νέας Ελλάδας και Ροδαυγής, με δυνάμεις του Εδεσίτικου Συντάγματος Μάνου, τις οποίες ανάγκασαν σε οπισθοχώρηση και τους κυνήγησαν μέχρι τη θέση Κιάφα-Αμμότοπου. Στη θέση αυτή ο ΕΔΕΣ έδωκε την τελευταία, εκ παράταξης, μάχη με τους ηρωικούς «Σκουφάδες», αλλά λίγο κράτησε η άμυνά του και τράπηκε σε άτακτη φυγή προς Φιλιππιάδα, καταδιωκόμενος από τους «Σκουφάδες», οι οποίοι με τριχιές και από βατά περάσματα του ποταμού Λούρου, κατόρθωσαν να περάσουν το ποτάμι και να μπουν στην πόλη της Φιλιππιάδας. Ακολούθως, με Διαταγή του 3/40 Συντάγματος οι «Σκουφάδες» του 3ου τάγματος με συντονισμένη πορεία έφθασαν στα υψώματα Ζαλόγγου και αιφνιδίασαν τις εκεί Εδεσίτικες δυνάμεις, που τράπηκαν σε φυγή με κατεύθυνση τη Νικόπολη-Πρέβεζας, καταδιωκόμενοι από τις δυνάμεις του 3ου τάγματος, οι οποίες κατέλαβαν τα υπάρχοντα χαρακώματα και πολυβολεία των Ιταλογερμανών.

Εκεί, τις δυνάμεις των «Σκουφάδων», ως και των άλλων δυνάμεων του ΕΛΑΣ που καταδίωκαν τους Εδεσίτες, τις καθήλωσαν οι συνεχείς ομοβροντίες των Εγγλέζικων και Ελληνικών πολεμικών πλοίων, που βοηθούσαν στην επιβίβαση και απομάκρυνση των ηττημένων Εδεσίτικων τμημάτων, που ήταν συγκεντρωμένα στην πόλη της Πρέβεζας και ανέμεναν με ανείπωτη αγωνία την άμεση απομάκρυνσή τους από την πόλη, με τη σωτήρια επέμβαση και βοήθεια των Εγγλέζικων πολεμικών πλοίων. Στα πιο πάνω χαρακώματα εγκαταστάθηκαν δυνάμεις των 1ου και 2ου ταγμάτων του 3/40 Συντάγματος και εισήλθαν πολεμούντες οι «Σκουφάδες» του 3ου τάγματος στη μαρτυρική πόλη της Πρέβεζας, οι κάτοικοι της οποίας αποθέωσαν τους ελευθερωτές της πόλης Ελασίτες.

Οι μάχες στην Ήπειρο τελείωσαν στις 28-29 Δεκέμβρη ’44, με νικητές τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και ηττημένους τους Εδεσίτες που τα λείψανα αυτών διασώθηκαν στην Κέρκυρα, με την άμεση συνδρομή των Αγγλικών πολεμικών πλοίων.

Η διήμερη σκληρότατη και πολύνεκρη μάχη για την απελευθέρωση της Άρτας από τις Εδεσίτικες δυνάμεις είχε τελειώσει. Το κροτάλισμα των πολυβόλων και των αυτόματων όπλων, ο γδούπος από τα εκρηγνυόμενα βλήματα του πυροβολικού και των όλμων, έπαυσαν και αυτά να ακούονται. Οι κάτοικοι της πόλης έβγαιναν δειλά στην αρχή από τα σπίτια τους και τα γυναικόπαιδα στη συνέχεια πιο θαρρετά χειροκροτούσαν στους δρόμους τους διερχόμενους Ελασίτες και οι γυναίκες πήγαιναν με τα δοχεία τους στο ποτάμι για να πάρουν νερό, που τους είχε κοπεί λόγω της πολεμικής σύγκρουσης.

Είχα παραμείνει στο Κέντρο Κρυστάλλης, μέχρι τις απογευματινές ώρες της ίδιας μέρας. Μου ήλθε στη θύμηση, η 5η Μάη 1941, που 10 αγωνιστές, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος, είχαμε συγκεντρωθεί στο ίδιο αυτό Δημοτικό Κέντρο και κάναμε την ανασυγκρότηση της Αχτιδικής Επιτροπής του ΚΚΕ και ορκισθήκαμε να συμπαρασταθούμε στον χειμαζόμενο λαό, να τον εμψυχώσουμε και να τον οδηγήσουμε στην απελευθέρωσή του από το ζυγό των ξένων κατακτητών και στη λαοκρατία. Και να τώρα έβλεπα να περνάνε μπροστά μου χιλιάδες συναγωνιστές, έτοιμοι να δώσουν και τη ζωή τους ακόμη για την προάσπιση των κατακτήσεων του λαού από τους ξένους ιμπεριαλιστές και τους ντόπιους συνεργάτες τους, που τις επιβουλεύονταν.

Ύστερα από λίγο με νεότερη διαταγή του Συντάγματος μπήκα στην πόλη επικεφαλής της διμοιρίας μου, με βήμα παρέλασης καταχειροκροτούμενος από τον Εαμίτικο κόσμο και στρατωνισθήκαμε στο ξενοδοχείο ύπνου «Άνεσις» όπου, μέχρι πριν δυο μέρες, ήταν το Εδεσίτικο φρουραρχείο. Με διαταγή του 3/40 Συντάγματος ορίσθηκε Φρούραρχος της πόλης, ο καπετάνιος του Συντάγματος Σταμάτης Αργυρός και υπασπιστής αυτού ο υπογράφων. Τη νύχτα της 22 προς 23 Δεκέμβρη το μηχανικό της Μεραρχίας, φρόντισε να αποκαταστήσει τις συγκοινωνίες, γιατί οι Εδεσίτες στη φυγή τους ανατίναξαν τις γέφυρες Καλογήρου, Αγίου Σπυρίδωνα και Καμπής, επί του ποταμού Λούρου.

Για το σκοπό αυτό επιστρατεύτηκαν και οι ξυλουργοί της πόλης και αυτοί με τα πριόνια και τις κορδέλες τους κόψανε κυπαρίσσια και άλλα άγρια δέντρα που υπήρχαν κατά μήκος του δημόσιου δρόμου προς Πρέβεζα και Γιάννενα, στα πορτοκαλοπερίβολα και ελαιοτόπια. Και με την επέμβαση αυτή έγινε δυνατή η διέλευση των βαριών πυροβόλων, ως και των οχημάτων αυτοκινήτων των εφοδιοπομπών προς Πρέβεζα, όπου είχε μεταφερθεί το πολεμικό μέτωπο.

Την άλλη μέρα (23-12-44) σε συνεργασία με τον εκπρόσωπο του 2/39 Συντάγματος, καπετάν Κόρακα (Λιότσο Παντελή), τεθήκαμε επικεφαλής συνεργείων εργατών και εθελοντών από την πόλη και μετέβημεν στα πεδία των μαχών, όπου ευρίσκοντο οι σκοτωμένοι Ελασίτες στο αντέρεισμα Κουτσομήτα μέχρι το χώρο του Προφήτη Ηλία. Ανοίχθηκαν 17 ταφεία στην αρχή της Κουτσομήτας και ενταφιάστηκαν οι νεκροί της πρώτης μέρας στο μέρος αυτό. Στην περιοχή του Προφήτη Ηλία ανοίχθηκαν δύο ομαδικοί τάφοι, ο ένας είναι κοντά στο εκεί Δημοτικό Περίπτερο. Ο άλλος είναι στην κορυφογραμμή και κοντά στο εκκλησάκι. Στους τάφους αυτούς οι περισσότεροι των νεκρών ήταν αντάρτες των 1ου και 2ου ταγμάτων του 3/40 Συντάγματος και αρκετοί από το 2/39 Σύνταγμα.

Μερικοί από τους ενταφιασθέντες ήταν Εδεσίτες αντάρτες. Ο οπλισμός των σκοτωμένων συλλέχθηκε από τα συνεργεία των εργατών και παραδόθηκε στις αποθήκες του Συντάγματος. Μερικούς από τους σκοτωμένους τούς πήραν οι συγγενείς τους και τους έθαψαν στα χωριά τους ή και στην πόλη. Αρκετοί επίσης Ελασίτες, βαριά πληγωμένοι υπέκυψαν στα τραύματά τους αργότερα, στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Άρτας, επάνω από 10 ήταν αυτοί. Οι νεκροί και τραυματίες στη διήμερη μάχη της Άρτας από τα δύο Συντάγματα 3/40 και 2/39 έφθασαν τους 260, εκ των οποίων 100 νεκροί και εκ των νεκρών αυτών οι 65 ήταν του 3/40 και οι υπόλοιποι 35 ήταν του 2/39 Συντάγματος. Άλλους τόσους νεκρούς και τραυματίες είχαν και οι Εδεσίτες, ως τούτο μου ανακοίνωσε, τον Οκτώβρη ‘45 στην Αθήνα, σε σχετική συζήτηση, ο Κομνηνός Πυρομάγλου, υπαρχηγός του ΕΔΕΣ.

Με Διαταγή της VIII Μεραρχίας ΕΛΑΣ, οι αιχμάλωτοι Εδεσίτες, περί τους 200 από τους οποίους 20 έως 30 ήταν ανώτεροι και κατώτεροι αξιωματικοί του αστικού στρατού, καθώς και αρκετοί μόνιμοι υπαξιωματικοί, εγκλείσθηκαν στο κτίριο του 8ου Δημοτικού Σχολείου, παρά το Φρούριο της πόλης. Με την ίδια διαταγή οι απλοί αντάρτες, παρέδιναν τον ατομικό οπλισμό και τα στρατιωτικά είδη που είχαν και ελεύθεροι μετέβαιναν στις οικογένειές τους, για τα ειρηνικά τους έργα.

 

*Γιαννάκου – Γιάννη Μαστρογιάννη, “Χρονικό – Το λαϊκό κίνημα στο νομό Άρτας 1931-1945”, εκδ. Πέτρα, Αθήνα 2004

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: