Ο γιατρός της μπάλας, που προσπάθησε να γιατρέψει το ποδόσφαιρο από τις σύγχρονες πληγές του

Είναι ζήτημα κατά πόσο μπορούμε να θεωρήσουμε το ποδόσφαιρο τέχνη, σαν τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, κοκ. Υπάρχουν όμως κάποιοι ποδοσφαιριστές που κερδίζουν δικαιωματικά την ιδιότητα του καλλιτέχνη, κι ένας από αυτούς είναι ο Σόκρατες, όχι μόνο επειδή ζωγράφιζε στο γήπεδο, αλλά και για τη συνολική στάση ζωής του.

Είναι ζήτημα κατά πόσο μπορούμε να θεωρήσουμε το ποδόσφαιρο τέχνη, σαν τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο, κοκ. Υπάρχουν όμως κάποιοι ποδοσφαιριστές που κερδίζουν δικαιωματικά την ιδιότητα του καλλιτέχνη, κι ένας από αυτούς είναι ο Σόκρατες, όχι μόνο επειδή ζωγράφιζε στο γήπεδο, αλλά και για τη συνολική στάση ζωής του.

Ο Σόκρατες ήταν ένας επαγγελματίας ποδοσφαιριστής που δεν ακολουθούσε κανένα από τους βασικούς κανόνες του σύγχρονου, επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Κάπνιζε μανιωδώς και προσπάθησε να βάλει στη θέση της τυφλής πειθαρχίας σε έναν αρχηγό-ειδικό-προπονητή, την πειθαρχία στις συλλογικές αποφάσεις της ομάδας και των μελών της που συζητούσαν όλοι μαζί πώς θα έπαιζαν και τι έπρεπε να κάνουν σε κάθε περίπτωση.

Δεν μπορώ να πω ότι πρόλαβα το Σόκρατες να παίζει. Έχω μόνο μια θολή ανάμνηση ενός μουσάτου με κοντό παντελονάκι, που μου θύμιζε ένα μέλος των Bee Gees -όπως ο Τζ. Μπεστ θεωρούνταν ο πέμπτος Beetle. Ενώ τα μούσια και η μακριά χαίτη ήταν σημεία άλλων καιρών, πιο προοδευτικών κι ονειροπόλων, που αγαπούσαν πιο πολύ το τρίχωμα και τους ανδρικούς μηρούς, σε αντίθεση με τους σημερινούς, όπου μπλέξαμε τα μπούτια μας και ασχολούμαστε με τρίχες.

Τι μπορεί να ήταν όμως ο Σόκρατες για μια γενιά που δεν τον πρόλαβε; Καταρχάς μια απόδειξη ότι οι καλοί φεύγουν πρώτοι -όπως πχ ο Λένιν κι ο Γκεβάρα. Και είναι εντελώς βέβαιο, σα νομοτέλεια, πωςω ο Πελέ πχ -που εμφανίστηκε σε αναπηρικό καροτσάκι στην πρόσφατη κλήρωση του Μουντιάλ- θα πεθάνει σε βαθιά γεράματα ή πως ο Πολ Μακάρτνεϊ θα είναι ο τελευταίος Beetle που θα επιζήσει.

Η Βραζιλία του Σόκρατες το 82′ ήταν κατά πολλούς η καλύτερη σελεσάο όλων των εποχών, καλύτερη κι από αυτήν του Πελέ το 70′, έπεσε όμως πάνω στην Ιταλία του Ρόσι κι έμεινε βασίλισσα χωρίς στέμμα, θυμίζοντας το δικό μας αγώνα, όσων παλεύουν για κάποια ιδανικά και κάποιες αρχές, χωρίς να περιμένουν κάποια προσωπική ανταμοιβή. Παίζουν για την ομορφιά του αγώνα, εντός και (κυρίως) εκτός γηπέδων, κι όχι για τη νίκη πάση θυσία και με κάθε μέσο, θεμιτό κι αθέμιτο. Υφίστανται όμως κάθε θυσία, με πνεύμα αυταπάρνησης (κι αυτή είναι μια βασική διαφορά με όσους περιμένουν τη μετά θάνατον δικαίωση κι ανταμοιβή).

Το βασικό δίδαγμα του Μουντιάλ του 82′ είναι πως δε νικάει πάντα ο καλύτερος ή έστω ο πιο θεαματικός. Το ποδόσφαιρο μοιάζει με τη ζωή, κυρίως γιατί είναι κατά κανόνα άδικο κι αναπαράγει, σχεδόν σαν καθρέφτης, την κοινωνική ανισότητα σε άλλο επίπεδο.
Οι παίκτες γίνονται μηχανές γκολ και κερδών, ανθρώπινο κεφάλαιο που υπάγεται στο νόμο της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης στα μεγάλα κλαμπ της Ευρώπης, που μαζεύουν όλα τα μεγάλα αστέρια. Αλλιώς οι συμπατριώτες του Σόκρατες, θα έπαιζαν ακόμα με πορτοκάλια στις αμμουδιές του Ρίο, ή στις φαβέλες της γειτονιάς τους και δε θα τους μαθαίναμε ποτέ.

Ακόμα και στη Σοβιετική Ένωση κράτησε μια μερική ισχύ αυτός ο νόμος, αλλά εκεί είχε ρυθμιστικό χαρακτήρα, λειτουργούσε εκτός εμπορίου, και οι καλύτεροι παίκτες πήγαιναν στην ομάδα του στρατού, της αστυνομίας, των σιδηροδρομικών κοκ. Ο σοσιαλισμός εξάλλου δεν είναι κατά του συγκεντρωτισμού, αλλά υπέρ μιας διαφορετικής ποιότητας, με άλλο περιεχόμενο, στη βάση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Ώσπου ήρθαν οι “άνεμοι της αλλαγής” και σκόρπισαν στους πέντε ανέμους τα Μινγκ του Λομπανόφσκι και άλλες κόκκινες αρμάδες, φέρνοντας στον Πειραιά τον Ούγγρο Ντέταρι, και λίγο αργότερα την τρόικα Σαβίτσεφ-Λιτόφτσενκο-Προτάσοφ, ως καρπό της Περεστρόικα και των οικονομικών ανοιγμάτων της.

Την ίδια περίπου χρονιά, ο Σόκρατες πήρε μεταγραφή για την Ευρώπη (Φιορεντίνα), αλλά δεν άντεξε περισσότερο από ένα χρόνο. Μερικά χρόνια αργότερα, κατέληξε κι αυτός στο λιμάνι, ως βετεράνος, για να γραφτεί μέλος της… Πειραϊκής συμμετοχικής δημοκρατίας ενός άλλου Σωκράτη, με την Ιντρακόμ. Ένα απλό κακέκτυπο της αρχαίας Αθηναϊκής και της σύγχρονης Κορινθιακής δημοκρατίας, που είχε καθιερώσει ο ίδιος ο Σόκρατες, στην ομάδα της Βραζιλιάνικης Κορίνθιανς.

Ο Σόκρατες έλεγε για τους ποδοσφαιριστές πως διαθέτουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι στους εργοδότες τους, που δεν υπάρχει σε άλλους χώρους: είναι οι κύριοι πρωταγωνιστές που φαίνονται προς τα έξω. Έτσι, έκανε με το δικό του τρόπο πράξη το σύνθημα, ‘εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά’ κι εφάρμοσε για μια τριετία στην Κορίνθιανς ‘σύστημα αυτοδιαχείρισης’, όπου όλες οι αποφάσεις παίρνονταν από τους ίδιους τους παίκτες, με ψηφοφορίες. Ενώ οι φανέλες τους είχαν γραμμένο το σύνθημα «δημοκρατία», ως σύμβολο αντίστασης στη βραζιλιάνικη δικτατορία.

«Δημοκρατία για ποιον, όμως;» ίσως πουν κάποιοι κι από μια άποψη θα ‘χουν δίκιο. Όπως εκείνα περίπου τα χρόνια στα καθ’ ημάς που κάποιοι ρωτούσαν τον Παπακωνσταντίνου: “χαιρετίσματα σε ποια εξουσία, σύντροφε Βασίλη; Και στη σοσιαλιστική δηλαδή…;”

Ακόμα κι αν ο ορίζοντας του αριστερού Σόκρατες δεν πήγαινε πολύ μακριά, αυτό δε μειώνει σε κάτι το εγχείρημα της κορινθιακής δημοκρατίας του σόκρατες. Ο χώρος του ποδοσφαίρου φτιάχνει ως επί το πλείστω παίκτες-στρατιωτάκια, χωρίς προσωπικότητα, που δεν ξέρουν καλά-καλά να πουν δυο κουβέντες. Μακάρι να είχε κι άλλους, τέτοιους καλλιεργημένους, σαν τον Σόκρατες, κι ας ήταν και Μαοϊκοί σαν τον -περίπου σύγχρονό του- Γερμανό, Μπράιτνερ.

Το σύστημα έχει βρει στο ποδόσφαιρο την κότα με τα χρυσά αυγά. Οι σύλλογοι μετεξελίσσονται κατ’ εικόνα κι ομοίωση των επχιειρήσεων. Η κρίση δεν αφήνει περιθώρια για ρομαντισμούς, καθαρές φανέλες χωρίς διαφήμιση κι αυτοδιαχειριστικά πειράματα. Κι ίσως ο Σόκρατες να έφυγε αυτήν ακριβώς την περίοδο, στις 4 Δεκεμβρίου του 2011, γιατί δεν άντεχε να πίνει καθημερινά αυτό το κώνειο, βλέποντας το ποδόσφαιρο που αγάπησε να αργοπεθαίνει.

Κι άφησε πίσω του μεγάλα ερωτήματα, χωρίς απάντηση. Μπορεί να χωρέσει η άμιλλα στο σύγχρονο πρωταθλητισμό; Μπορούν να υπάρξουν ερασιτεχνικές νησίδες στον καπιταλισμό; Οι ομάδες λαϊκής βάσης είναι απλώς μια αντιδραστική ουτοπία; Και ποια πρέπει να είναι η παρέμβασή μας στα γήπεδα και τους φιλάθλους, για να μην τους αφήνουμε βορά στους φασίστες και τους χουλιγκάνους;
Αλλά αυτό είναι ένα άλλο, ξεχωριστό κεφάλαιο.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: