Έρης Ρίτσου: «Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά» (Προδημοσίευση)

Αύριο κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις Εκδόσεις Κέδρος το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα της Έρης Ρίτσου “Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά”. Η Κατιούσα έχει τη χαρά και την τιμή να προδημοσιεύσει σήμερα ένα απόσπασμα του βιβλίου, σα μικρή πρόγευση για το αναγνωστικό κοινό.

Αύριο κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις Εκδόσεις Κέδρος το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα της Έρης Ρίτσου “Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά”. Ένα βιβλίο που αναμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μετά από την πρώτη αντίστοιχη απόπειρα της συγγραφέα στο συγκεκριμένο είδος, με το μυθιστόρημα “ο νεκρός δολοφονήθηκε”.

Η Κατιούσα έχει τη χαρά και την τιμή να προδημοσιεύσει σήμερα ένα απόσπασμα του βιβλίου, σα μικρή πρόγευση για το αναγνωστικό κοινό. Κι εύχεται στην Έρη, που μας τιμά με τη συνεργασία της και τα κείμενά της, να είναι και αυτό το βιβλίο καλοτάξιδο, και να το ακολουθήσουν πολλά ακόμα.

Ο διοικητής τους περίμενε μακριά από τις κεραίες βηματίζοντας πάνω κάτω και τρίβοντας τα χέρια του για να ζεσταθούν. Μαζί του ένας νεαρός αστυνομικός, είχε κρεμασμένη στο λαιμό του μια φωτογραφική μηχανή. Η Μαρία Γεωργίου σχεδόν χαμογέλασε στη σκέψη πως υπάρχει πρόοδος και δεν περιμένουν πια από το κινητό του Κουβαρά να κάνει τη δουλειά της φωτογράφισης. Το έδαφος, αν και είχε βρέξει πολύ τις προηγούμενες μέρες, διψασμένο καθώς ήταν, είχε ρουφήξει όλο το νερό. Λάσπη δεν υπήρχε ούτε ίχνη από πατήματα, τουλάχιστον απ’ όσο μπορούσε να δει. Σηκώνοντας το κεφάλι είδε πως η μεσαία κεραία είχε λειτουργήσει σαν αγχόνη και από κει κρεμόταν το σώμα μιας γυναίκας.

Ο διοικητής την ενημέρωσε με λίγα λόγια. Ένας πατέρας με το μικρό του γιο είχαν ανέβει πρωί-πρωί πιο κάτω στο λόφο για να μαζέψουν χόρτα. Κάποια στιγμή ο μικρός τράβηξε το σακάκι του πατέρα του λέγοντας «Μπαμπά, κάτι ανεμίζει, κάτι κρέμεται εκεί ψηλά». Ο πατέρας κοίταξε, κατάλαβε, πήρε το μικρό και έφυγε τρέχοντας και με το που κατέβηκε πιο χαμηλά, πήρε τηλέφωνο την αστυνομία. Ο Κουβαράς στην αρχή δεν καταλάβαινε τι του έλεγε, γιατί ο πατέρας ήταν ταραγμένος και επιπλέον δεν ήθελε να μιλήσει ξεκάθαρα μπροστά στο μικρό για να μην καταλάβει το παιδί τι ήταν αυτό που είδε να κρέμεται εκεί ψηλά, και τέλος πάντων είδαν και έπαθαν να βγάλουν άκρη. Στη συνέχεια ο Κουβαράς ειδοποίησε τον διοικητή και μαζί με τον ερασιτέχνη φωτογράφο νεαρό αστυνομικό ανέβηκαν στο λόφο να δουν περί τίνος πρόκειται. Η επιλογή του τόπου αλλά και το ύψος απ’ όπου ήταν κρεμασμένη η γυναίκα τους έδωσε την εντύπωση πως ίσως δεν πρόκειται για αυτοκτονία.  Αλλά και πάλι αν δεν ήταν, και ήταν δολοφονία, ποιος θα έκανε τόσο κόπο με κίνδυνο να γίνει αντιληπτός; Δεν έβγαζαν άκρη, γι’ αυτό ο διοικητής είπε στον Κουβαρά να πάει με το περιπολικό να φέρει τη Μαρία Γεωργίου. «Για την ώρα, όλες οι εκδοχές είναι ανοιχτές. Είπε ο διοικητής. Να δούμε όμως τι θα βρούμε παρακάτω. Ας τελειώνουμε με τις φωτογραφίες να κατεβάσουμε τη νεκρή. Βλέπω και έρχεται και το ασθενοφόρο από την πρωτεύουσα. Ώρα ήταν.»

Η Μαρία Γεωργίου κοίταξε ξανά ψηλά. Το κεφάλι της γυναίκας έγερνε πλάγια και μπρος και τα μαλλιά της είχαν πέσει μπροστά και έκρυβαν το πρόσωπό της. Κάποιες στιγμές ο παγωμένος αγέρας απομάκρυνε κάποια τούφα μαλλιών. Το πρόσωπο, απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει η αστυνομικός, φαινόταν νεανικό. Και το ντύσιμο το ίδιο. Φορούσε ένα μπλου τζιν με μια κόκκινη μπλούζα κι από πάνω ένα μπουφάν κολλεγιακού στυλ, με χοντρό φερμουάρ.  Το φερμουάρ ανοιχτό, κατέληγε σε μια μεταλλική αγκράφα, που καθώς φυσούσε ο αέρας και την ανέμιζε πέρα δώθε έκανε ένα δυσάρεστο θόρυβο. Αλλά όλα ήταν δυσάρεστα. Ένας νέος άνθρωπος είχε χάσει τη ζωή του. Πώς και γιατί έμενε να το ανακαλύψουν. Για την ώρα έπρεπε να δουν τι θα κάνουν. Η συννεφιά δε βοηθούσε την ορατότητα. Πού και που έσκαγε για λίγο μύτη ένας αρρωστιάρης ήλιος που κρυβόταν σχεδόν αμέσως. Όσο προχωρούσε η ώρα το φως λιγόστευε. Έπρεπε να βιαστούν.

***

Η Έρη Ρίτσου γεννήθηκε το 1955 στο Bαθύ και μεγάλωσε στο Kαρλόβασι της Σάμου. Είναι κόρη της γιατρού Γαρυφαλιώς Γεωργιάδου-Pίτσου και του ποιητή Γιάννη Pίτσου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και εργάστηκε στην Eθνική Tράπεζα της Eλλάδας. Συνταξιούχος πια, μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στη Σάμο και στην Αθήνα. Έχει μια κόρη, τη Λητώ, και πολλούς καλούς φίλους.

Βιβλία της για μεγάλους: Γιατρός επαρχίας, Κέδρος, 2004, Μυστικά και αποκαλύψεις, Κέδρος, 2006, Ο νεκρός δολοφονήθηκε, Κέδρος, 2016.

Βιβλία της για παιδιά: Οι τρεις βασιλοπούλες, Κέδρος, 2001, Η καλή μεγάλη καφετιά αρκούδα βρήκε την ευτυχία, Κέδρος, 2002, Η μικρή καμηλοπάρδαλη που δεν έτρωγε το φαγητό της, Κέδρος, 2010, Η μαύρη πεταλούδα, Κέδρος, 2015, Μπαλού, Γκαλού, Νταλού: τρεις φίλοι παχουλοί που αλλάξανε βιολί, Κέδρος 2016.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: