Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν: «Στέλιος Καρδάρας»

«Τον πιάσαν Γερμανόφιλοι και ταγματασφαλίτες/ το Στέλιο τον Καρδάρα μας στο Ρέντη οι αλήτες…» – Το τραγούδι θρήνος που έγραψε ο Μιχάλης Γενίτσαρης για τον 18χρονο ήρωα, στέλεχος του ΕΛΑΣ και αρχηγό ομάδας της ΟΠΛΑ στην Παλιά Κοκκινιά, Στέλιο Καρδάρα, που σκότωσαν Έλληνες Ταγματασφαλίτες μετά από φριχτά βασανιστήρια.

Ο Μιχάλης Γενίτσαρης, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ρεμπέτικου και δημιουργός μεταξύ άλλων του τραγουδιού-«ύμνου της Κατοχής» «Ο σαλταδόρος» είναι ο συνθέτης που περισσότερο από κάθε άλλον έχει συνδέσει τ’ όνομά του με τραγούδια που περιγράφουν τα μαύρα χρόνια της φασιστικής Κατοχής, στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά, όπου ζούσε και έπαιζε μουσική ο ίδιος, και υμνούν την ηρωική Αντίσταση του λαού μας.

Το 1944 θα γράψει τους στίχους και τη μουσική για το ζεϊμπέκικο «Στέλιος Καρδάρας», συγκλονισμένος από την εκτέλεση του ηρωικού ΕΛΑΣίτη σαμποτέρ Στέλιου Καρδάρα, στην Κοκκινιά, μετά από φριχτά βασανιστήρια που υπέστη από τους Έλληνες συνεργάτες των Γερμανοφασιστών καταχτητών.

Ο Στέλιος Σπανός ή «Καρδάρας», όπως ήταν γνωστός Κοκκινιά, ανατίναζε αυτοκίνητα και αποθήκες των Γερμανών καταχτητών κι άρπαζε τρόφιμα και τα μοίραζε στον πεινασμένο, σκλαβωμένο λαό. Στέλεχος του ΕΛΑΣ και αρχηγός ομάδας της ΟΠΛΑ στην Παλιά Κοκκινιά, μπήκε από τα δεκαοχτώ στην ένοπλη δράση, διακρίθηκε για τη γενναιότητα που επέδειξε στη μάχη της Κοκκινιάς και παρά το νεαρό της ηλικίας του είχε μεγάλη φήμη στους συναγωνιστές και στους εχθρούς του, έτσι που η ζωή του αποτέλεσε θρύλο. Οι Γερμανοί προσπάθησαν πολλές φορές να τον πιάσουν αλλά δεν τα κατάφερναν. Σε αντίθεση με τους ντόπιους συνεργάτες τους…

«Τον πιάσαν Γερμανόφιλοι και ταγματασφαλίτες
το Στέλιο τον Καρδάρα μας στο Ρέντη οι αλήτες…»

Το τραγούδι ερμηνευμένο από τον Μιχάλη Γενίτσαρη:

Στις 18 του Αυγούστου 1944, μια μέρα μετά το Μπλόκο της Κοκκινιάς, Έλληνες ταγματασφαλίτες στήνουν ενέδρα στον Αη Γιάννη το Ρέντη και πιάνουν το αγαπημένο παιδί της Κοκκινιάς, μπροστά σε μια βρύση που πήγε να πιει νερό να ξεδιψάσει. Τα ελληνόφωνα κτήνη έσυραν το παλικάρι στον Άγιο Διονύση, στον Πειραιά, και τον εκτέλεσαν, αφού πρώτα τον βασάνισαν φριχτά, κόβοντάς του μέχρι και τα γεννητικά του όργανα. Ήταν μόλις 21 χρονών ο Στέλιος ο Καρδάρας και ο Πειραιάς θρήνησε εκείνη τη νύχτα ένα από τα καλύτερα παιδιά του, που έπεσαν στον αγώνα εναντίον των Γερμανών καταχτητών και των ντόπιων συνεργατών τους.

«Άδικα τον σκοτώσανε, δεν ήτανε κατάρα
γιατί ήταν στην Αντίσταση, το Στέλιο τον Καρδάρα…»

Ερμηνεύει ο Γιώργος Νταλάρας στον δίσκο «Ρεμπέτικα της Κατοχής / Κατοχή – Αντίσταση – Εμφύλιος (Ανέκδοτα και Απαγορευμένα):

Το τραγούδι του Γενίτσαρη ακούστηκε για πρώτη φορά στην πλατεία Αγίου Νικολάου, στη Νίκαια, σε εκδήλωση που έκανε ο ΕΛΑΣ για να τον τιμήσει τον ήρωα. Ο συνθέτης, στα ανέκδοτα απομνημονεύματά του, που διέσωσε ο ακάματος μελετητής του ρεμπέτικου, Κώστας Χατζηδουλής, περιγράφει γεμάτος συγκίνηση αλλά και αγανάκτηση τη συγκλονιστική ιστορία του Στέλιου Καρδάρα και του τραγουδιού:

«…Το 1944, οι συνεργάτες των Γερμανών (κι όλοι ξέρουμε ποιοι ήτανε..) σκοτώσανε ένα φίλο μου, το Στέλιο τον Καρδάρα. Δυο μέτρα μπόι ήτανε και παλικάρι που δεν λέγεται, για την λεβεντιά του. Τέτοιο παιδί δεν γνώρισα άλλο, στα χρόνια μου. Παιδί λέμε, 18 χρονώ και από τους πιο μεγάλους σαμποτέρ που βγήκανε σε όλα τα χρόνια. Ήτανε ο φόβος και ο τρόμος των Γερμανών από τις ζημιές που τους έκανε και τον είχανε στο μάτι, γιατί τους είχε κυριολεκτικά σακατέψει από τα σαμποτάζ. Στη στεριά και στο πέλαγος τον κυνηγούσανε, αλλά αυτός, όχι μόνο ήτανε άπιαστος, αλλά συνέχιζε τις ζημιές. Και τι δεν κάνανε οι Γερμανοί για να τον πιάσουνε… Πληρωμένους χαφιέδες βάλανε, για να πάρουνε πληροφορίες πού κρυβότανε. Ο θεός της φτωχολογιάς ήτανε. Όλοι τονέ θυμούνται, ακόμα και σήμερα και λένε, για αυτά πού ’κανε για τους φτωχούς. Όλοι φάγανε απ’ τα χέρια του, όλοι είδανε τι έκανε για τους φτωχούς, ο Καρδάρας. Μια φορά, με τα πιστόλια στο χέρι, σταμάτησε ένα γερμανικό αυτοκίνητο γεμάτο τυριά και ανάγκασε τους δυο Γερμανούς να κατέβουν κάτω. Τους κατέβασε κι άρχισε να μοιράζει τα τυριά στον κόσμο. Έπρεπε να βλέπατε αυτή τη σκηνή. Σε λίγα λεπτά, είχε μαζευτεί μπουλούκια ο κόσμος κι έπαιρνε αυτά που μοίραζε ο Στέλιος. Μετά, τους ανέβασε στο αυτοκίνητο και τους έδιωξε, αλλά σε λίγη ώρα, είχαν έρθει όλα τα Γερμανικά Φρουραρχεία. Ο Καρδάρας όμως, άφαντος.

Πολλά κατορθώματα έκανε αυτό το παιδί που έχουνε μείνει στο μυαλό όλων. Ακόμα το κουβεντιάζει ο κόσμος. Μέχρι που, γερμανόφιλοι, χαφιέδες τέτοιοι, του στήσανε ενέδρα στα περβόλια στον Άγιο Γιάννη Ρέντη. Είπαμε, ότι τον κυνηγάγανε με μανία. Δεν άφηνε αυτοκίνητα, τραίνα, αποθήκες που να μην τα ανατινάξει.

Δεν θα τονέ πιάνανε ποτές το Στέλιο, αλλά εκείνη τη μέρα ήτανε άτυχος. Πολύ άτυχος, — κι αυτό του πήρε τη ζωή. Ήτανε καλοκαίρι και πήγε σε μια στέρνα, εκεί στα περιβόλια του Ρέντη, για να πλυθεί. Έβγαλε τα ρούχα του, ακούμπησε τα πιστόλια δίπλα, και μόλις έσκυψε να πλυθεί, πέσανε απάνω τον και τονέ πιάσανε. Τον δέσανε με ένα σύρμα και τον πήγανε εκεί, προς τον Άγιο Διονύση, στη Δραπετσώνα κοντά. Πενήντα ντουφέκια πέσανε πάνω τον να βγάλουν το άχτι τους – το μίσος που τού ’χανε. Του κόψανε και τα γεννητικά όργανα. Τ’ όνομα αυτουνού του παιδιού είχε γίνει ύμνος, είπαμε, στον Περαία και όλοι κλάψανε που χάθηκε. Μεγάλος πατριώτης, ψυχή που δε λέγεται, από προδοτικές σφαίρες πήγε. Έλληνες είμαστε…

Τότες εγώ, μόλις έμαθα ότι τονέ σκοτώνανε, έκατσα και του ’γραψα τραγούδι. Το καλύτερό μου τραγούδι. Αυτό που λέω εδώ: «Αληθινοί πατριώτες – Καρδάρας». Μόλις έβαλα μουσική και το ’παιξα λίγες φορές, το μάθανε παντού. Το μάθανε όλοι οι σαμποτέρ, οι αγωνιστές οι άλλοι, οι αντάρτες, όλοι. Το μάθανε και ήρθανε και με πήρανε εαμίτες και αντάρτες και με πήγανε στην πλατεία στην Κοκκινιά. Πέντε χιλιάδες κόσμος και παραπάνω μαζεύτηκε, εκεί που ήτανε η μεγάλη κεντρική πλατεία. Και τότες, με κάτι παλιά μεγάφωνα που φέρανε, με βάλανε και το ’παιξα και το τραγούδησα. Πριν αρχίσω, κρατήσανε ένα λεπτό σιγή για τη μνήμη του παλικαριού.

Όταν το τραγουδούσα, όλος ο κόσμος έκλαιγε. Κι από εκεί και μετά, έγινε παντού γνωστό το τραγούδι μου — όπως ο «Σαλταδόρος» μου, που είναι ο Ύμνος της Κατοχής. Δεν μπόραγα όμως να το γραμμοφωνήσω, από τότες. Δεν έγινε δίσκος. Μπορεί να γίνει τώρα ή αργότερα. Όσοι το ακούνε, αμέσως πάει το μυαλό τους σ’ αυτό το μεγάλο παλικάρι, στον πατριώτη…» (Κώστα Χατζηδουλή, «Ρεμπέτικη Ιστορία  / Περπινιάδης – Γενίτσαρης – Μάθεσης – Λελάκης», εκδ. Νεφέλη, χ.χ.).

Ντοκουμέντο – Ο Μιχ. Γενίτσαρης μιλάει και τραγουδάει για τον Στέλιο Καρδάρα:

Πενθοφορεί η Αγιά Σοφιά
Παλιά και Νέα Κοκκινιά
κλάψε κι εσύ τώρα ντουνιά
πιάσαν το Στέλιο, τα σκυλιά.

Τον πιάσαν Γερμανόφιλοι
και ταγματασφαλίτες
το Στέλιο τον Καρδάρα μας,
στο Ρέντη οι αλήτες.

Δεμένο τον επήγανε
προς τον Άγιο Διονύση
δέκα τουφέκια τού ’ριχναν
ώσπου να ξεψυχήσει.

Θεέ μου, ας προλάβαινες
να ’κανες άλλη κρίση
που ’χε μανούλα κι αδελφές
και έπρεπε να ζήσει.

Άδικα τον σκοτώσανε
δεν ήτανε κατάρα

το πιο καλύτερο παιδί
γιατί ήταν στην Αντίσταση
το Στέλιο τον Καρδάρα.

*Η τέταρτη στροφή δεν υπάρχει στο χειρόγραφο του συνθέτη, διαγραμμένη από τον ίδιο. Ο τρίτος στίχος της πέμπτης στροφής τροποποιήθηκε αργότερα κι έγινε: «Γιατί ήταν στην Αντίσταση». (*Σημ. Κώστα Χατζηδουλή)

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν: «Στέλιος Καρδάρας»

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν: «Στέλιος Καρδάρας» – Στέλιος Καρδάρας, Μιχάλης Γενίτσαρης

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι… και από 26/10/2020 νέα ονομασία: Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Τι κι αν γράφτηκαν πριν από πολλά χρόνια, κάποια τραγούδια συνεχίζουν να  συγκινούν, να συντροφεύουν τις μικρές και μεγάλες στιγμές των ανθρώπων, να εκφράζουν τις αγωνίες, τον πόνο και τα όνειρά τους, να εμπνέουν τους αγώνες τους.

Η στήλη, χωρίς να διεκδικεί το αλάθητο ή τον τίτλο του «ειδικού», «παίζει» τραγούδια που γράφτηκαν για τον έρωτα, την αγάπη, το μεροκάματο, τη μετανάστευση, τον αγώνα για λευτεριά και για καλύτερη ζωή. Τραγούδια γραμμένα από ποιητές, αλλά κι από δημιουργούς που δεν διάβασαν ποτέ στη ζωή τους ποίηση… Ανασκαλεύοντας το παρελθόν και ψηλαφώντας την ιστορία τους, πότε γράφτηκαν, σε ποιες συνθήκες, από ποιους πρωτοτραγουδήθηκαν, ποιοι τα τραγουδούν στις μέρες μας.

Χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς αποκλεισμούς, τραγούδια ελληνικά και «ξένα», με γνώμονα ότι, εκτός από το να θυμίζουν εικόνες από το παρελθόν, συναρπάζουν τις αισθήσεις, γεννούν συναισθήματα, εμπνέουν και συγκινούν σήμερα.

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Ακούστε τα όλα εδώ.

 

Δείτε ακόμα:

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι: «Ο σαλταδόρος»

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: