Ψυχραιμία παιδιά – Δε βγαίνουν πια τέτοιοι δίσκοι…

Μπορεί για κάποιους ο Λουκιανός να έγινε μόδα μες στην καραντίνα, αλλά ήταν πάντα διαχρονικός και επίκαιρος, βάζοντας τα γυαλιά σε διάφορους “πολιτικούς” καλλιτέχνες.

Μπορεί για κάποιους ο Λουκιανός να έγινε μόδα μες στην καραντίνα, αλλά ήταν πάντα διαχρονικός και επίκαιρος και αυτό το αποδεικνύει ο δίσκος που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια.

Ο Κηλαηδόνης συστήνεται ουσιαστικά στο ευρύ κοινό με τις εμβληματικές συνεργασίες του με τον Νεγρεπόντη: “Τα μικροαστικά” και “Απλά Μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας”. Και δεν είναι τυχαίο ότι όταν κλήθηκε να παίξει σε ένα Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή, προ δεκαετίας περίπου, η πρόσκληση αφορούσε αυτούς ακριβώς τους δίσκους.

Το ’78 ο Λουκιανός παρουσιάζει το “Φτωχός και Μόνος Καουμπόι” και μας εισάγει στο είδος που θα τον καθιερώσει τα επόμενα χρόνια. Το νέο στιλ είναι αυτό που κάποιοι θα έλεγαν υποτιμητικά “ελαφρύ”, γιατί δε δηλώνει στρατευμένο, σε αντίθεση με προηγούμενες δουλειές του -ακόμα και τις συνθέσεις του για το “Ελεύθερο Θέατρο”. Εκτιμούν πως κάνει μια απολιτίκ στροφή, χωρίς αιχμές και προβληματισμό, αλλά δε θα μπορούσαν να πέφτουν πιο έξω.

Το ’79 κυκλοφορεί ο δίσκος “Ψυχραιμία Παιδιά”, όπου ο Κηλαηδόνης μοιάζει να απαντά εμμέσως σε αυτή την κριτική, με ένα τραγούδι που αφιερώνει στο σουρεαλιστικό χιούμορ του Χάρρυ Κλυνν που κάνει το δικό του ξεπέταγμα, με τους πρώτους του δίσκους, τον Τραμπάκουλα, το Λοχ-Νες και το “Κούλα-Χαράλαμπε”.

Έμπαινε Χάρρυ μου, έμπαινε Χάρρυ μου
έμπαινε, έμπαινε βρε παλικάρι μου
έμπαινε κι αλώνιζε εσύ την αγορά
εμείς δεν ευκαιρούμε, γράφουμε έργα σοβαρά
κι απ’ τη σοβαρότητα που σου ‘λεγα και πριν,
πάθαμε την πλάκα μας και πέσαμε στο πλην.

Και για όποιον δεν κατάλαβε, ο Λουκιανός χρησιμοποιεί στο ρεφρέν το περίφημο “Ουγκαγκαμπουμ-μπουμ-χι…”. Σημασία έχει όμως πώς το χρησιμοποιεί.

Πώς με έργα δύσκολα κερδίζουμε διπλά,
θα σου εξηγήσω τώρα, όμορφα κι απλά.
Ουγκαγκα μπουμ μπουμ χι γκαπα γκουμ μπιρλι γκαγκα
αουγκιγκι αουγκιγκι μπαγκαλα γκαουγκα γκα.

Ο Κηλαηδόνης έχει απόλυτη συνείδηση ότι παίζουμε εκτός έδρας, και ότι χρειαζόμαστε άλλα όπλα για να πάρουμε διπλά, να μας ακούσει ο κόσμος και να τον κερδίσουμε. Παίρνει αποστάσεις από την πολιτική σοβαροφάνεια της εποχής και η κριτική του θυμίζει κάτι απ’ τον ξύλινο λόγο του ινστρούκτορα στο Λέτσοβο του “Αλαλούμ”, που θα παρουσιάσει στον κινηματογράφο λίγα χρόνια μετά ο Χάρρυ Κλυνν.

Αυτό είναι το δεύτερο κατά σειρά τραγούδι του δίσκου, που ανοίγει με “τα νέα μέτρα” και τους στίχους.

Δεν μας τρομάζουν τα νέα μέτρα
δεν μας τρομάζει εμάς πληθωρισμός
δεν μας τρομάξανε τόσα και τόσα
θα μας τρομάξει τώρα ο καπιταλισμός

Θυμάμαι στη γειτονιά μου κάτι ΣΕΚίτες που είχαν γοητευτεί από το… αντικαπιταλιστικό μήνυμα και το αξιοποίησαν για να καλέσουν σε μια κινητοποίηση, βάζοντας μόνο τους πρώτους στίχους, είτε γιατί είχαν αδυναμία κατανόησης κειμένου, είτε γιατί κατανοούσαν πολύ καλά την ειρωνεία, αλλά δε θα άφηναν μια μικρή λεπτομέρεια να χαλάσει την ιδέα που είχαν.

Ο Λουκιανός κάνει εδώ ένα σκωπτικό σχόλιο για τον λαό που συνηθίζει σιγά-σιγά όσα του επιβάλλουν, χωρίς να τρομάζει αρκετά και χωρίς να αντιδρά ποτέ στην τελική.

Εδώ μας κλείνουν τώρα μέσα από τις δύο
και το δεχτήκαμε στα σιωπηλά
τι κι αν μας βάλουν πια στα καύσιμα δελτίο
δεν μας φοβίζουν και το ξέρουνε καλά

Δεν μας τρομάζουν τα νέα ωράρια
σιγά σιγά τα συνηθίζουμε κι αυτά
εδώ γινήκανε τόσα και τόσα
κι όμως εμάς δεν μας τρομάξαν αρκετά

Εξίσου λεπτή είναι η ειρωνεία και στο δημοφιλέστερο ίσως τραγούδι του δίσκου, που έγινε ο ύμνος κάθε ποδοσφαιρόφιλου, περιγράφοντας γλαφυρά τη φρενίτιδα και το γλυκό μυρμήγκιασμα που κατακλύζει τα μηνίγγια του, περιμένοντας να… “αρχίσει το ματς”. Η φωνή του Λούκι μας ενώνει και μας δονεί και έχει σημασία πως δεν επιτίθεται αφ’ υψηλού, με χοντροκομμένο τρόπο στους κολλημένους με την μπάλα, αλλά τους κερδίζει, ταυτίζονται με τους στίχους και τον πιασάρικο ρυθμό -που θα μπορούσε να είναι το σήμα της Αθλητικής Κυριακής-, χωρίς να υποψιάζονται την ανατροπή στις καθυστερήσεις του άσματος και τον τελευταίο ακριβώς στίχο.

Και όποιος γνωρίζει τι φταίει για όλα αυτά,
ας μου εξηγήσει μετά…

Από τα πιο πολιτικά κομμάτια του δίσκου είναι και ο “επαγγελματικός προσανατολισμός”. Μπορεί να μη δίνει διέξοδο και προοπτική, όπως πρέπει να κάνει ένα στρατευμένο έργο, είναι όμως η καλύτερη περιγραφή της ανεργίας και της απαξίωσης των πτυχίων. Τόσο επίκαιρο σαν να γράφτηκε χτες, ενώ σε ένα σημείο γίνεται έμμεση αναφορά και στον κεντρικό σχεδιασμό-προγραμματισμό…

καλές οι επιστήμες και τα διπλώματα
το θέμα όμως είναι τι γίνεται μετά

Λοιπόν που λες το πρόβλημα δεν είναι το να μπεις
είναι που σου την έχουνε στημένη μόλις βγεις
και όπως δεν υπάρχει και προγραμματισμός
αρχίζουνε τα κόλπα κι ο ανταγωνισμός

Γι’ αυτό σου λέω σκέψου το και πρόσεξε πολύ
γιατί πριν από σένανε την πάθανε πολλοί
που πήραν το πτυχίο τους και με βαθμό καλό
κι αφού δουλειά δε βρήκαν το κάνανε ρολό
ρολό λοιπόν το κάναν κι όπως ήταν φυσικό
κι αφού το καμαρώσαν το βάλανε στο…

Μα είναι εκφράσεις αυτές για πολιτικό τραγούδι; Ναι. Και μαζί το κατάλληλο σχόλιο για το μάθημα επαγγελματικού προσανατολισμού που μπήκε στα σχολεία.

Διάχυτη, αλλά όχι εμφανής, είναι και η ειρωνεία στο τραγούδι “στο ρυθμό της disco”, που βρίσκεται στα ντουζένια της και “είναι αυτό το ντούκου-ντούκου, που έχουν οι Bee-Gees”, με τον Κηλαηδόνη να ριμάρει άφοβα την ΕΟΚ με το Βλαδιβοστόκ και τις ντισκοτέκ με τις χώρες του ΟΠΕΚ -που απαιτεί ως στίχος ιστορικές-πολιτικές γνώσεις από τους νεότερους για να πιάσουν το νόημα.

Ντίσκο στην Αλάσκα και στο Βλαδιβοστόκ,
Ντίσκο και στα κράτη – μέλη της ΕΟΚ.
Ντίσκο στην Ελλάδα από άκρη σ’ άκρη,
Ρούμελη, Καρδίτσα και νησιά.
Ντίσκο κάθε βράδυ μέσ’ στις ντισκοτέκ,
Ντίσκο και στις χώρες του ΟΠΕΚ

Αλλά την ουσία δε θα την καταλάβει κανείς διαβάζοντας τους στίχους, παρά μόνο προσέχοντας την προφορά του Κηλαηδόνη, όταν τραβάει και αλλοιώνει ανεπαίσθητα τη φωνή του στο ρεφρέν “τι ρυθμό-οος, τι ρυθμό-οοος, τι μυστήριος ρυθμός”, ή όταν φωνάζει “Ντίιισ-κοοο” σαν συναχωμένος τσοπάνης που σαλαγάει τα κοπάδια των χορευτών.

Για όσους δεν έπιασαν το υπονοούμενο με την πρώτη, θα ακολουθήσει λίγα χρόνια αργότερα ο Ύμνος των Μαύρων Σκυλιών, για να το καταστήσει σαφές, στη στροφή όπου ο Λουκιανός λέει σε όλα ναι -σαν τους συναδέλφους της συζύγου του, Άννας Βαγενά, στο ΠΑΣΟΚ με τα μνημόνια- πλην της disco, όπου το ναι, γίνεται No

Παράλληλα, ο Κηλαηδόνης μας εξομολογείται τον έρωτά του για το κλαρίνο, σε μια ωδή μακριά από τα μουσικά συμφραζόμενα στα οποία τον έχουμε συνηθίζει, παίζοντας πιάνο, αλλά και από τον κλασικό ήχο του κλαρίνου στην ελληνική παραδοσιακή μουσική.

Πόσο γλυκά λέει μυστικά
και πόσο βαθιά συγκινεί
ο ήχος αυτός, ο τόσο ζεστός
κλαρίνο μου, η γλυκιά σου φωνή.

Η τραγική ειρωνεία επιστρέφει μπούμερανγκ στον Λουκιανό, καθώς πολλοί τον έχουν ταυτίσει με το ελαφρύ μουσικό στίγμα της επόμενης δεκαετίας με τις βάτες, που περιέχει σαφώς αρκετή ντίσκο και προτιμά άλλα πνευστά, όπως το σαξόφωνο. Και η αλήθεια είναι πως κάποια τραγούδια του είναι σαν εισαγωγή στα 80’ς, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το “πώς γεννιέται ο καμικάζι”, που δε σηκώνει κάτι τέτοια και φχαριστιέται να βάζει τους άλλους στη θέση τους. Α-αααχ…!

Σε αντίστοιχο μήκος κύματος είναι η “Παρέα”, που ντύνει μουσικά μια απλοϊκή βραδιά με φίλους, περιγράφοντας τρυφερά ακόμα και τις καφρίλες τους, με τα κατάλληλα επιφωνήματα.

Ο ανεκπλήρωτος έρωτας για τη Ρίτα, που βιάστηκε να παντρευτεί και να μπει σε μια σειρά, θα βρισκόταν πολύ υψηλότερα στη λίστα, αν την ξεδιπλώναμε βάσει αξίας και του κοινού που ταυτίστηκε με τους στίχους, ακόμα και αν δεν αγάπησαν κάποια Ρίτα…

Το τζιν-τζιν-τζιν είναι ένα από τα πιο τρυφερά παιδικά τραγούδια που έχει γραφτεί ποτέ και μια από τις καλύτερες παιδικές αναμνήσεις που μπορεί να έχει κανείς, αγνοώντας την… “τοποθέτηση προϊόντος για το ΝΟΥ-ΝΟΥ -που αργότερα το παρώδησε και ο Χάρρυ Κλυνν στο δικό του “Αλαλούμ”.

Ο δίσκος μπαίνει στην τελική ευθεία με το βαθιά μελαγχολικό ουράνιο τόξο του 17 Amaryllidos Str. Blues, που σε αφήνει με την απορία για τυχόν πολιτικές προεκτάσεις (όχι, δεν έχει, αλλά θα δούμε κάτι σχετικό στη συνέχεια).

Το φινάλε είναι μια σπάνια για καλλιτέχνη υπόκλιση του Λουκιανού σε όσους δούλεψαν για να βγει αυτός ο δίσκος.

Από την παρουσίαση δε θα μπορούσε να λείπει και η αναφορά στο πολύχρωμο κολάζ στο εξώφυλλο του δίσκου, όπου ξεχωρίζει το εύρημα με τα δάχτυλα του καπιταλιστή σα φουγάρα εργοστασίου.

Πριν από τον επίλογο όμως, έχουμε μερικά bonus, σαν αυτά που έβαζαν παλιά στους δίσκους.

Το τραγούδι “φταίει ο χοντρός” (Φταίμε κι εμείς, φταίτε κι εσείς) κυκλοφορεί το 1990 στο δίσκο “Γιατί θα γίνω μαραγκός”, αλλά κουμπώνει τέλεια στο κλίμα της δικής μας εποχής και την περιβόητη ατομική ευθύνη. Αξίζει όμως να προσέξουμε την πολιτική σημειολογία στο βίντεο-κλιπ, με τα πολύχρωμα έθιμα των ύστερων 80’ς.

Τρία χρώματα καλύπτουν και αποκαλύπτουν σταδιακά την οθόνη, την ώρα του ρεφρέν.
Το ροζ πέφτει πάνω στο “φταίμε κι εμείς” και αντιστοιχεί στον -ακόμα- ενιαίο Συνασπισμό.
Το πράσινο συμπίπτει με το “φταίτε κι εσείς” και αντιστοιχεί στο κραταιό -ακόμα- ΠΑΣΟΚ.
Ενώ το γαλάζιο είναι οι άλλοι “φταίνε κι οι άλλοι” και αντιστοιχεί στη ΝΔ που θα γίνει κυβέρνηση εκείνη τη χρονιά.

Ο Λουκιανός νιώθει αριστερός και το “εμείς” στο βίντεο κλιπ μόνο τυχαίο δεν είναι -κι ας μη συμπέσαμε έκτοτε πολιτικά μαζί του.

Ο χοντρός στον τίτλο δεν είναι… body-shaming (χοντροφοβία), αλλά πιθανή αναφορά στον Κοσκωτά, καθώς η χώρα ζει ακόμα στον πυρετό του σχετικού σκανδάλου και τον πολιτικό του αντίκτυπο. Ενώ ο (άντε και) ο Χατζηπετρής είναι πιθανότατα ο ελληνικός λαός, που δεν είναι άμοιρος ευθυνών, αλλά δεν έχει προφανώς το μεγαλύτερο μερίδιο.

Στον ίδιο δίσκο αφιερώνει ουσιαστικά το “εμβατήριο της σιωπής” στη σύζυγό του -πριν αυτή καταλήξει στην αγκαλιά του ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ. Κάποιοι μπορεί να το εντάξουν στην τέχνη της εποχής της ήττας, πέρα και πάνω από αυτό όμως είναι μια τρυφερή αφιέρωση σε όλους όσους αγωνίστηκαν, είδαν να έρχονται στις μέρες τους τα πίσω-μπρος στο ιστορικό προτσές, και πλέον αναρωτιούνταν “για ποια Αριστερά” κι “αν ήταν ή δεν ήταν υπαρκτός”.

Και ποιο είναι λοιπόν το τελικό συμπέρασμα; Πάντα πρέπει να βγάζουμε συμπεράσματα. Αλλά αυτά στην τέχνη μπορεί να κρύβονται ενίοτε στο βάθος, να βγαίνουν αυθόρμητα, χωρίς να βροντοφωνάζουν την παρουσία τους. Και αν αυτές οι δουλειές του Κηλαηδόνη είναι απολίτικες ή μη πολιτικές, μακάρι να ήταν τόσο πολιτικοί όλοι οι μη πολιτικοί δίσκοι του καιρού μας -ακόμα και κάποιοι από τους “πολιτικούς”.

Και η προοπτική για το μέλλον; Μας την δίνει ο Λουκιανός σε ένα κομμάτι για τις “Καλύτερες μέρες”, σατιρίζοντας το εκλογικό σύνθημα του ΠΑΣΟΚ στο ομώνυμο τραγούδι του.

Θα ‘ρθούνε καλύτερες μέρες
Να μη μου θυμώνει κανείς
Σαν έρθουνε εκείνες οι μέρες
Δεν ξέρω που θα ‘μαστε εμείς
Σαν έρθουνε εκείνες οι μέρες
Δεν ξέρω που θα ‘μαστε εμείς

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6


Notice: Only variables should be passed by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
1 Σχόλιο

  • Ο/Η smrd λέει:

    Ο Κηλαηδονης ειχε το τρομαχτικο καλλιτεχνικο χαρισμα να περναει σγμαντικα μηνυμαρα μεσα απο “ευπεπτα” τραγουδια….απο την εξαιρετικη δουλεια στο Θειασο του Αγγελοπουλου και τα “Μικροαστικα” του Νεγρεποντη μεχρι το 100% δικο του “Υμνο των μαυρων σκυλιων” οπου στα πρεζακια λεμε ναι οχι λεμε στην πρεζα οχι και στους εμπορους της

Κάντε ένα σχόλιο: