Τζίγκα Βερτόφ – Ένας “αναρχικός ατομιστής” στην υπηρεσία της Οχτωβριανής Επανάστασης

Βασική του πηγή έμπνευσης ήταν επανάσταση και η σοσιαλιστική οικοδόμηση, την οποία κατέγραψε και εξύψωσε παράλληλα με τη δική του, μοναδική κινηματογραφική γλώσσα.

Καινοτόμος και οραματιστής, ο Ντένις Κάουφμαν, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Τζίγκα Βερτόφ, άφησε όσο λίγοι το αποτύπωμα του σοβιετικού σινεμά, συνδιαμορφωτής του οποίου εξάλλου υπήρξε. Βασική του πηγή έμπνευσης ήταν επανάσταση και η σοσιαλιστική οικοδόμηση, την οποία κατέγραψε και εξύψωσε παράλληλα με τη δική του, μοναδική κινηματογραφική γλώσσα. Οι πρωτοποριακές τεχνικές του, ιδιαίτερα στο χώρο του ντοκιμαντέρ, αποτελούν μέχρι και σήμερα πρότυπο για τους δημιουργούς. Αξίζει να σημειωθεί πως τόσο στα αδέρφια του Βερτόφ, Μπόρις και Μιχαήλ Κάουφμαν, όσο και η δεύτερη συζυγός του, Ελισαβέτα Σβίλοβα ήταν επίσης κινηματογραφιστές.

Γεννήθηκε στο Μπιαλιστόκ της Πολωνίας στις 2 Γενάρη 1896, που τότε ανήκε στη ρωσική αυτοκρατορία, από πατέρα Εβραίο έμπορο βιβλίων. Επισκέφτηκε το “Σύγχρονο Σχολείο” της πόλης, ενώ φοίτησε και στο ωδείο, μαθαίνοντας πιάνο, βιολί και μουσική θεωρία.

Από το φθινόπωρο του 1914 άρχισε να σπουδάζει στο Ψυχονευρολογικό Ινστιτούτο της Πετρούπολης, το μόνο ίδρυμα στη Ρωσία πριν την Επανάσταση του Φλεβάρη το 1917 που αποδεχόταν Εβραίους μαθητές. Όταν στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν το Μπιαλιστόκ, η οικογένεια κατέφυγε στην Πετρούπολη και στη συνέχεια στη Μόσχα. Ο Βερτόφ εισήχθη στο μουσικό τμήμα της στρατιωτικής ακαδημίας του Τσουγκούεφ, κοντά στο Χάρκοβο της Ουκρανίας, και στην επανάσταση του Φλεβάρη πήγε στη Μόσχα, που έγινε η βάση του για το υπόλοιπο της ζωής του.

Υιοθέτησε το ψευδώνυμό του γύρω στα 1918, από το ρωσικό ρήμα “vertit’sia” που σημαίνει στρίβω ή στριφογυρίζω, ενώ Τζίγκα είναι μια ουκρανική λεξη που σημαίνει “κορυφή”, όνομα με το οποίο υπέγραφε τα ποιήματά του από το 1915 τουλάχιστον.

Επηρεασμένος από το φουτουρισμό, άρχισε να γράφει έργα επιστημονικής φαντασίας, ενώ από το 1916 ξεκίνησε να κάνει ηχητικά μοντάζ. 

Προσπάθησε να δημιουργήσει νέες μορφές οργάνωσης του ήχου, ομαδοποιώντας φωνητικές μονάδες. Βρήκε την αγαπημένη του μέθοδο απομνημόνευσης, όταν στη διάρκεια μαθημάτων ανακάλυψε πως μάθαινε καλύτερα γεωγραφικές τοποθεσίες, βάζοντάς τες σε ρυθμική σειρά.

Σκίτσο του Τζίγκα Βερτόφ

 

Μετά την επανάσταστη του Φλεβάρη ο Βερτόφ σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, παρακολουθώντας παράλληλα διαλέξεις μαθηματικών. Όταν ο παλιός του συμφοιτητής, ο δημοσιογράφος Μιχαήλ Κολτσόφ διορίστηκε υπεύθυνος του τμήματος επικαίρων της Πανρωσικής Επιτροπής Κινηματογράφου, προσέλαβε το Βερτόφ ως γραμματέα του. Παρότι δεν έγινε ποτέ μέλος των μπολσεβίκων, δηλώνοντας μάλιστα σε ερωτηματολόγιο το 1918 πως ήταν “αναρχικός ατομιστής”, αφοσιώθηκε στην επανάσταση και έθεσε το ταλέντο τους στην υπηρεσία της.

Η απογοήτευσή του με την έλλειψη επαρκών μέσων ηχογράφησης τον οδήγησε στην ενασχόληση με τον κινηματογράφο. Στα τέλη του 1918, ο Βερτόφ ανέλαβε υπεύθυνος της πρώτης σειράς σοβιετικών κινηματογραφικών επικαίρων, το Κίνο – Νεντέλια, με 43 επεισόδια μεταξύ Μάη 1918 και Ιούνη 1919. Στη συνέχεια συμμετείχε στο τραίνο “Οχτωβριανή Επανάσταση”, που διέσχιζε τα εδάφη που καταλάμβανε ο Κόκκινος Στρατός στη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου, προπαγανδίζοντας τα σοβιετικά επιτεύγματα, συχνά παρουσία υψηλόβαθμων εκπροσώπων της επαναστατικής κυβέρνησης. Στόχος η ανύψωση του ηθικού των σοβιετικών στρατιωτών και η ενίσχυση της επαναστατικής διάθεσης των μαζών. Σε ένα από τα ταξίδια του γνώρισε και την πρώτη του σύζυγο, Όλγκα Τουμ. Σε κάποιους από τους συρμούς των τραίνων αυτών επέβαιναν ηθοποιοί για παραστάσεις ή γυρίσματα, καθώς ο Βερτόφ κουβαλούσε εξοπλισμό κινηματογράφισης και προβολής ταινιών.

Οι πρώτες του ταινίες μεγάλου μήκους “Η επέτειος της Επανάστασης” (1919) και “Η ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου” (1922), αποτελούσαν συμπίλημα των επικαίρων του. Ακολούθησαν δυο μικρού μήκους ταινίες, σε μία από τις οποίες γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγο και δια βίου συνεργάτιδά του, Ελισαβέτα Σβίλοβα.

Magnum opus του Βερτόφ υπήρξε βέβαια το Kino – Pravda, (Σινέ Αλήθεια), ένας συνδυασμός επικαίρων και αγκιτάτσιας, που ανατέθηκε στο σκηνοθέτη από την Επιτροπή Διαφώτισης και ονομάστηκε έτσι προς τιμήν της εφημερίδας του κόμματος των μπολσεβίκων. Τα επεισόδια του Kino – Pravda, που προβάλλονταν σε ακανόνιστα διαστήματα μεταξύ Μάη 1922 και Μάρτη 1925 κάλυψαν ένα ευρύ φάσμα θεματολογίας και ένα εργαστήρι πειραματισμού και δημιουργίας μιας νέας κινηματογραφικής γλώσσας. 

Αποκορύφωμα της περιόδου του Kino – Pravda είναι η ταινία “Κινηματογραφικό Μάτι: Συλλαμβάνοντας τη ζωή ανυποψίαστη” (1924), που περιέχει 5 σειρές αυτόνομων επικαίρων που συνεκτικό στοιχείο έχουν τη δραστηριότητα Νέων Πιονιέρων στη Μόσχα κι ένα κοντινό χωριό.

Το ένα έκτο του κόσμου, αφίσα του Αλεξάντερ Ροντσένκο

Μια από τις σημαντικότερες ταινίες του Βερτόφ ήταν “Το ένα έκτο του κόσμου”, που του ανατέθηκε από την κρατική οργάνωση εμπορίου για την προώθηση των σοβιετικών εξαγωγών. Στην ταινία βρίσκουμε αντικαπιταλιστική σάτιρα, εθνογραφικά στοιχεία και οικονομική επιχειρηματολογία, όλα δοσμένα με ποιητικές λεζάντες. Εν τέλει το έργο θεωρήθηκε δύσπεπτο και δε χρησιμοποιήθηκε για εμπορικούς σκοπούς. Λίγο μετά την πρεμιέρα της ταινίας, ο Βερτόφ απολύθηκε από το στούντιο Σοβκίνο της Μόσχας, μετά από καβγά με τον επικεφαλής του Ίλια Τραΐνιν.

Λίγους μήνες μετά ο Βερτόφ προσλήφθηκε από τη VUFKU, έναν φωτογραφικό και κινηματογραφικό οργανισμό στο Κίεβο, υπό την αιγίδα του οποίου δημιούργησε αριστουργήματα. Το πρώτο του έργο ήταν “Ο ενδέκατος χρόνος” το 1928, σχετικά με την εκβιομηχάνιση της ουκρανικής ΣΔ, ιδίως η κατασκευή του υδροηλεκτρικού σταθμού στο Δνείπερο. Ακολούθησε “Ο άνθρωπος με την κάμερα” το 1929, που προβλήθηκε και στη δύση, αλλά για δεκαετίες έπεσε στην αφάνεια. Σήμερα θεωρείται κλασικό έργο του βωβού κινηματογράφου και ορόσημο πειραματισμών στη μεγάλη οθόνη.

Η πρώτη του ομιλούσα ταινία ήταν ο “Ενθουσιασμός: Συμφωνία του Ντονμπάς”, που γυρίστηκε στη διάρκεια του πρώτου πενταετούς πλάνου στα εργοστάσια και τα ορυχεία της Ανατολικής Ουκρανίας. Η πίστη που εκφράζει το έργο στην τιτάνια προσπάθεια εκβιομηχάνισης της ΕΣΣΔ καθιστούν το έργο εύκολο στόχο της αστικής κριτικής για το πολιτικό της περιεχόμενο, αναγνωρίζοντας παράλληλα τις καλλιτεχνικές του καινοτομίες.

Η ταινία είχε μεγάλη επιτυχία και στην Ευρώπη, ενώ ο Τσάρλι Τσάπλιν έστειλε σημείωμα στο Βερτόφ, όπου μεταξύ άλλων τον χαρακτήριζε “μουσικό” που “οι καθηγητές θα έπρεπε να μελετούν κι όχι να αντιπαρατίθενται μαζί του”. Στη Γερμανία, πριν ακόμα την άνοδο των ναζί, η ταινία απαγορεύτηκε τον Οκτώβρη του 1931. Η ιδιαίτερη χρήση του ήχου δεν άρεσε και σε κάποιους σοβιετικούς αξιωματούχους κατά την προβολή της ταινίας στη Μόσχα, με τον ίδιο να απαντά στις κριτικές πως πρόκειται για “θόρυβο”, λέγοντας πως απλά πρόκειται για ήχους που υπάρχουν στη φύση και τους οποίους πρέπει να μάθουμε να ξεχωρίζουμε, όπως ξεχωρίζουμε τις νότες της μουσικής.

Η απόλυτη καθιέρωσή του ήρθε με την ταινία “Τρία τραγούδια για το Λένιν”, ένα αφιέρωμα στον ηγέτη της Επανάστασης που περιλαμβάνει πολλά στοιχεία ή ακόμα και σκηνές από παλιότερες ταινίες του, μαζί με λαϊκή μουσική, ποίηση και συνεντεύξεις με εργάτες. Η ταινία ισορροπεί ανάμεσα στις μορφικές καινοτομίες και τους πειραματισμούς του σκηνοθέτη και την αφηγηματική καθαρότητα που αποτελούσαν έμβλημα του αναδυόμενου ρεύματος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Ο σκηνοθέτης πήρε το βραβείο του Κόκκινου Αστεριού, ενώ η ταινία ξανακυκλοφόρησε το 1938, τέσσερα χρόνια μετά την αρχική προβολή, με προσθήκη μιας ομιλίας του Στάλιν και την αφαίρεση πολιτικών του αντιπάλων (Τρότσκι, Ζινόβιεφ, Κάμενεφ, Ράντεκ), αποτυπώνοντας το βαρύ πολιτικό κλίμα της εποχής στη διάρκεια των εσωκομματικών εκκαθαρίσεων.

Η μειωμένη καλλιτεχνική παραγωγικότητα του Βερτόφ τα επόμενα χρόνια από την αστική βιβλιογραφία αποδίδεται συχνά σε πολιτικά αίτια, ωστόσο αν δει κανείς τη δραστηριότητά του μετά το 1938, θα διαπιστώσει ότι πολλές ήταν οι απόπειρες να γυρίσει περισσότερες ταινίες από όσες τελικά κυκλοφόρησαν, με την κακή υγεία του να εξηγεί μεγάλο μέρος του ναυαγίου αυτών των προσπαθειών.  

Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρέθηκε στην Άλμα Άτα, όπου γύρισε την ταινία “Σε σένα” το 1942, σχετικά με την πολεμική παραγωγή στο Καζακστάν, ενώ στο κατεχόμενο Μπιαλιστόκ οι ναζί δολοφόνησαν τους γονείς και όλους τους στενούς του συγγενείς ως το 1943. 

Σε αντίθεση με τη σύζυγό του, της οποίας η καριέρα απογειώθηκε αμέσως μετά τον πόλεμο, καθώς μεταξύ άλλων γύρισε την πρώτη ταινία για το Άουσβιτς παγκοσμίως, καλύπτοντας την απελευθέρωση του στρατοπέδου από τον Κόκκινο Στρατό, καθώς κι ένα ντοκιμαντέρ για τη δίκη της Νυρεμβέργης που πήρε το βραβείο Στάλιν, ο ίδιος δεν κατόρθωσε να ανακτήσει την προπολεμική του δημοφιλία. H τελευταία του ταινία ήταν “Ο όρκος της νεολαίας”, που κυκλοφόρησε σε περιορισμένες αίθουσες και αφορούσε την προσφορά των κομσομόλων στη διάρκεια του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Ως το θάνατό του από καρκίνο του στομάχου στις 12 Φλεβάρη 1954 εργάστηκε κυρίως ως σκηνοθέτης σε επίκαιρα.

Η πρώτη του σοβιετική βιογραφία κυκλοφόρησε το 1962, ενώ την ίδια δεκαετία το ενδιαφέρον για το έργο του αναζωογονήθηκε διεθνώς. Η τέχνη του επηρέασε το ρεύμα του Cinéma vérité, το Direct cinema στις ΗΠΑ και τη σειρά Candid Eye στον Καναδά, ενώ δημιουργήθηκε και η “Ομάδα Τζίγκα Βερτόφ” στη Γαλλία, που περιλάμβανε σημαντικούς δημιουργούς, όπως ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ.

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: