Έριχ Φρομ: Ο εισηγητής του “φροϋδομαρξισμού”

Το όνομα του ταυτίστηκε με το “φροϋδομαρξισμό”, δηλαδή την απόπειρα σύζευξης στοιχείων της ψυχαναλυτικής θεωρίας του Σίγκμουντ Φρόυντ με μαρξιστικά στοιχεία. Ήταν αρνητικά διακείμενος απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό και την ΕΣΣΔ ειδικότερα, θεωρώντας πως το κοινωνικό της σύστημα παρουσίαζε πολλές ομοιότητες με τον καπιταλισμό.

Ο Έριχ Φρομ υπήρξε από τους γνωστότερους στο ευρύ κοινό ψυχαναλυτές του 20ου αιώνα, αλλά και σημαίνων εκπρόσωπος του λεγόμενου δυτικού μαρξισμού, συνδεόμενος αρχικά με τη Σχολή της Φρανκφούρτης, με τους εκπροσώπους της οποίας αργότερα ήρθε σε ρήξη. Το όνομα του ταυτίστηκε με το “φροϋδομαρξισμό”, δηλαδή την απόπειρα σύζευξης στοιχείων της ψυχαναλυτικής θεωρίας του Σίγκμουντ Φρόυντ με μαρξιστικά στοιχεία.  Έργα του  έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ και στην Ελλάδα τίτλοι όπως “Η τέχνης της αγάπης”, “Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία”, “Να έχεις ή να είσαι” χαίρουν ακόμα αξιοσημείωτης δημοφιλίας, γεγονός στο οποίο συμβάλλει και το προσιτό γλωσσικό τους ύφος.

Ο Φρομ γεννήθηκε στις 23 Μάρτη 1900 στη Φρανκφούρτη, ως γιος του Εβραιογερμανού εμπόρου κρασιών Ναφτάλι Φρομ και της συζύγου του Ρόζας. Οι Φρομ ήταν οικογένεια βαθιά θρησκευόμενη, και στο γενεαλογικό της δέντρο ανιχνεύονται πολλοί ραββίνοι, σταδιοδρομία για την οποία αρχικά προοριζόταν κι ο μικρός Έριχ, ο οποίος από ηλικία 13 ετών ξεκίνησε τη μελέτη του Ταλμούδ, μελετώντας παράλληλα το έργο του φιλοσόφου Έρνστ Μπλοχ, που αποτελούνταν από μια εκλεκτικιστική μίξη ιουδαϊκού μεσσιανισμού και μαρξισμού. Μετά το σχολείο σπούδασε αρχικά νομική στη Φρανκφούρτη, ενώ αργότερα άλλαξε αντικείμενο και πανεπιστήμιο, σπουδάζοντας ψυχολογία, φιλοσοφία και κοινωνιολογία στη Χαϊδελβέργη. Το 1920 ανήκε στους συνιδρυτές του λεγόμενου “Ελεύθερου Εβραϊκού Διδασκαλείου” (Freies Jüdisches Lehrhaus).

Εκείνη την περίοδο ξεκίνησε να συνεργάζεται με τον σημαντικό φιλόσοφο και κριτικό Βάλτερ Μπένγιαμιν. Έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα το 1922 με τη διατριβή: “Ο εβραϊκός νόμος: Μια συμβολή στην κοινωνιολογία του εβραϊσμού της διασποράς”. Το 1926 παντρεύτηκε την τέως ψυχαναλύτριά του Φρίντα Ράιχμαν (μια γενικά μη αποδεκτή πρακτική σε κάθε μορφής ψυχοθεραπεία), από την οποία πήρε διαζύγιο το 1942. Την εποχή εκείνη χρονολογείται και η ρήξη του με τον ορθόδοξο ιουδαϊσμό. Σπούδασε ψυχολογία και ψυχιατρική στο Μόναχο και το 1929 ολοκλήρωσε στο Ψυχαναλυτικό Ινστιτούτο του Βερολίνου την εκπαίδευσή του ως αναλυτής. Ίδρυσε στη Φρανκφούρτη το Νοτιογερμανικό Ψυχαναλυτικό Ινστιτούτο, ενώ κατόπιν πρόσκλησης του Μαξ Χορκχάιμερ ξεκινά η συνεργασία του με το Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας της Φρανκφούρτης, το λίκνο δηλαδή της ομώνυμης σχολής.

Το 1932, έχοντας αρρωστήσει από φυματίωση, πέρασε ένα χρόνο στο Νταβός της Ελβετίας, ενώ με την άνοδο των ναζί στην εξουσία πήγε στη Νέα Υόρκη, όπου είχε εγκατασταθεί και το Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας. Από το 1934 ως το 1939 υπήρξε καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια.
Την ίδια περίοδο αρχίζουν να επιδεινώνονται οι σχέσεις του με το Ινστιτούτο, ιδίως με τον Τέοντορ Αντόρνο, ο οποίος τον κατηγορούσε ότι του έλειπε “η οξυμένη από μίσος ματιά στο υπάρχον”, ενώ επέκρινε και τη αντίληψή του περί ισοτιμίας θεραπευτή και θεραπευόμενου στην ψυχανάλυση, θεωρώντας πως χωρίς ιεραρχία δεν υπήρχε ούτε επαναστατική πρωτοπορία. Τον συμβούλευε μάλιστα να διαβάσει Λένιν, προτροπή κάπως ειρωνική δεδομένων των ιδεολογικών διακυμάνσεων του Αντόρνο στο πέρασμα των ετών. Ο Χορκχάιμερ από την πλευρά του αρνήθηκε να εκδώσει το κοινό τους έργο “Μελέτες πάνω στην εξουσία και την οικογένεια”. H είσοδος του Αντόρνο ως πλήρους μέλους στο Ινστιτούτο το 1939 σήμανε την αποχώρηση του Φρομ , τον οποίο ο επίσης Εβραιογερμανός Αντόρνο είχε χαρακτηρίσει “Επαγγελματία Εβραίο” (Berufsjude) από αυτό. Ένα χρόνο αργότερα έλαβε την αμερικανική υπηκοότητα.

Το 1941 δημοσιεύτηκε ο “Φόβος μπροστά στην Ελευθερία”, που τον κατέστησε το γνωστότερο εκπρόσωπο της νεοψυχανάλυσης. Στο έργο αυτό εξετάζει τα αίτια για τα οποία κατά τη γνώμη του ο σύγχρονος άνθρωπος, έχοντας απελευθερωθεί από τα δεσμά της προατομικής κοινωνίας, που ταυτόχρονα τον περιόριζε αλλά και του παρείχε ασφάλεια, δεν είχε ακόμα κατακτήσει την ελευθερία, όχι απλά ως απελευθέρωση από κάτι, αλλά ως δυνατότητα να κάνει κάτι και να πετύχει κάτι. Εκεί ανέλυε τους μηχανισμούς με τους οποίους ο άνθρωπος “δραπέτευε” από την ελευθερία, είτε μέσω διαφυγής στον αυταρχισμό, είτε μέσω της καταστροφής, είτε τέλος μέσω του κονφορμισμού, κινούμενος μεταξύ άλλων από δυνάμεις του ασυνείδητου.

Το 1947 δημοσιεύτηκε το έργο του “Ψυχανάλυση και Ηθική”, όπου επεκτείνει τις σκέψεις του προηγούμενου βιβλίου του. Το 1949 μετακόμισε στο Μεξικό, όπου εργάστηκε ως ψυχαναλυτής και δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Πόλης του Μεξικού. Το 1952 πέθανε η δεύτερη συζυγός του, Χένυ Γκούρλαντ και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Άννις Φρίμαν.

Το διασημότερο ίσως βιβλίο του, “Η τέχνη της αγάπης”, εμφανίστηκε το 1956, αποσπώντας θετικές κριτικές από ειδικούς του χώρου, οι οποίοι σε γενικές γραμμές πάντως δεν αντιμετώπιζαν πολύ ενθουσιωδώς τις απόψεις του, αλλά και την θερμή ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού. Πυρήνα του βιβλίου αποτελεί η αντίληψη πως η αγάπη απαιτεί γνώση και ενεργό προσπάθεια και κόπο, χωρίς να είναι απλά ένα όμορφο συναίσθημα στο οποίο αφηνόμαστε. Οι περισσότεροι άνθρωποι κατά το συγγραφέα έχουν πρόβλημα να αγαπήσουν κι όχι να αγαπηθούν. Επίσης οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν τα προβλήματα στην αγάπη ως προβλήματα του αγαπημένου (ή μη) προσώπου, κι όχι του ίδιου του υποκειμένου και της ικανότητας του ή μη να αγαπά. Τα αίτια γι’ αυτή την αντίληψη εντοπίζονται από τον ίδιο στην εμπορευματοποίηση της αγάπης κατά τον 20ο αιώνα, όταν το αίσθημα αυτό κατευθύνθηκε μόνο σε εκείνα τα χαρακτηριστικά που μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ανταλλάξιμο είδος στα πλαίσια μιας σχέσης δούναι και λαβείν. Πέραν αυτού πολλοί άνθρωποι μπερδεύουν την αρχική φάση του έρωτα με τη σταθερή αγάπη, η οποία κατά τον Φρομ θα έρπεπε να έχει πρωταρχική θέση έναντι της επιτυχίας, του χρήματος και της εξουσίας.

Συμμετείχε από το 1957 ενεργά στο αμερικανικό φιλειρηνικό κίνημα κατά των πυρηνικών όπλων, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να σχηματιστεί φάκελος για εκείνον στο FBI μεγέθους 500 σελίδων. Ήταν αρνητικά διακείμενος απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό και την ΕΣΣΔ ειδικότερα, θεωρώντας πως το κοινωνικό της σύστημα παρουσίαζε πολλές ομοιότητες με τον καπιταλισμό και επαναλαμβάνοντας το όχι ιδιαίτερα πρωτότυπο επιχείρημα περί ενός “γραφειοκρατικού συστήματος διευθυντών”, το οποίο σε καμία περίπτωση δε θα ενέκρινε ο Μαρξ. Επίσης, στο πολύ γνωστό έργο του “Η ανατομία της ανθρώπινης καταστροφικότητας” (1973), χαρακτήριζε το Στάλιν “κλινική περίπτωση μη σεξουαλικού σαδιστή”. Διασημότερο ωστόσο υπήρξε το αμφιλεγόμενο κεφάλαιό του για τον Αδόλφο Χίτλερ, τον οποίο παρουσίαζε ως “κλινικά νεκρόφιλο”, με την έννοια μιας αιμομικτικής προσκόλλησης στο θάνατον και την καταστροφή.

Το 1974 άφησε το Μεξικό κι επέστρεψε στην Ευρώπη, στο Μουράλτο της Ελβετίας, ενώ το 1976 δημοσιεύτηκε το επίσης διάσημο έργο του “Να έχεις ή να είσαι”, όπου αφού αναλύει μέσω παραδειγμάτων παρμένων από την ετυμολογία, την κοινωνιογλωσσολογία, τη φιλοσοφία, τη θρησκεία και την καθημερινότητα τις διαφορές μεταξύ των δύο μερών του τίτλου, προχωρά σε προτάσεις λύσης αυτού που εκλαμβάνει ως κρίση της εποχής του, λόγω επιβολής του έχειν έναντι του είναι. Προτείνει διάφορα μέτρα σοσιαλδημοκρατικού ανθρωπισμού, όπως την υποταγή της παραγωγής στις ανθρώπινες κι όχι τις οικονομικές ανάγκες, τη συνεργασία ανθρώπου και φύσης, την αντικατάσταση του ανταγωνισμού μεταξύ των ατόμων από την αλληλεγγύη, την ενεργό συμμετοχή στα κοινωνικά δρώμενα και την αντικατάσταση του άμετρου καταναλωτισμού από τη λελογισμένη ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών.

Το τέταρτο στη σειρά έμφραγμα της ζωής του, στις 18 Μάρτη 1980 στάθηκε και το μοιραίο, λίγες μέρες πριν εκδοθούν τα δεκάτομα Άπαντα του. Τάφηκε στην Μπελιντσόνα της Ελβετίας, ενώ το 1981 η γενέτειρά του, η Φρανκφούρτη, του απένειμε μετά θάνατον την τιμητική πλακέτα Γκαίτε.

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: