«Δεν θα μπορεί να συνεχίζεται αυτό το γαϊτανάκι…» – Μία προς μία οι αντιδραστικές απεργοκτόνες διατάξεις στο αντεργατικό νομοσχέδιο – τερατούργημα

Σε πραγματικό ναρκοπέδιο για τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα μετατρέπει τη διαδικασία προκήρυξης και πραγματοποίησης απεργίας η κυβέρνηση με το αντεργατικό νομοσχέδιο, επιχειρώντας να καταργήσει στην πράξη ένα δικαίωμα που κατακτήθηκε με αγώνες και αίμα στο διάβα δεκαετιών.

Σε πραγματικό ναρκοπέδιο για τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα μετατρέπει τη διαδικασία προκήρυξης και πραγματοποίησης απεργίας η κυβέρνηση με το αντεργατικό νομοσχέδιο, επιχειρώντας να καταργήσει στην πράξη ένα δικαίωμα που κατακτήθηκε με αγώνες και αίμα στο διάβα δεκαετιών.

Με ένα πλέγμα διατάξεων που η μία συμπληρώνει και ενισχύει την άλλη, το αντεργατικό έκτρωμα έρχεται να υψώσει νέα αλλεπάλληλα εμπόδια πάνω στο ήδη αντιδραστικό οικοδόμημα των προηγούμενων κυβερνήσεων, να αφαιρέσει όπλα από τους εργαζόμενους και να ενισχύσει τη δύναμη της εργοδοσίας ώστε να τσακίζει τα εργατικά δικαιώματα. Μάλιστα, αυτά προωθούνται τη στιγμή που τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας οι 9 στις 10 απεργίες βγαίνουν από τα δικαστήρια παράνομες ή καταχρηστικές!

Οι διατάξεις κατά του απεργιακού δικαιώματος έρχονται να συμπληρώσουν και να ανοίξουν τον δρόμο της εφαρμογής στις υπόλοιπες ανατροπές του αντεργατικού τερατουργήματος, στην κατάργηση του 8ωρου και την επιβολή απλήρωτου 10ωρου, στην κατάργηση της κυριακάτικης αργίας σε επιπλέον κλάδους και επαγγέλματα πέραν όσων ήδη ισχύει, στην πλήρη απελευθέρωση των απολύσεων και με μειωμένη αποζημίωση, στη δίωξη και ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης.

Οι αντιδραστικές διατάξεις

Συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο βάλλει εναντίον του απεργιακού δικαιώματος κατά την πραγματοποίηση της απεργίας, καθώς:

–Εισάγει την έννοια της «Ελάχιστης Εγγυημένης Υπηρεσίας σε κλάδους κοινής ωφέλειας κατά τη διάρκεια της απεργίας», σε μια προσπάθεια να νομιμοποιηθεί η απεργοσπασία. Η κυβέρνηση ουσιαστικά απαγορεύει το απεργιακό δικαίωμα στους κλάδους αυτούς, αφού προβλέπει ότι σε μέρα απεργίας το συνδικάτο πρέπει να διασφαλίζει «τουλάχιστον το ένα τρίτο της συνήθως παρεχόμενης υπηρεσίας κατά τη διάρκεια απεργίας σε επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας». Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι ουσιαστικά στερούνται το απεργιακό δικαίωμα, αφού για παράδειγμα στις συγκοινωνίες, για να κινηθεί έστω και ένας συρμός Μετρό ή για να απογειωθεί έστω και ένα αεροπλάνο, πρέπει όλοι οι εργαζόμενοι να είναι στα πόστα τους. Στόχος είναι να μετατραπεί η απεργία σε μια συμβολική πράξη, με την κυβέρνηση προφανώς να ονειρεύεται «απεργίες» όπως αυτές που γίνονται σε άλλες χώρες, με εργαζόμενους που δουλεύουν αλλά φορούν ένα περιβραχιόνιο…

Επιπρόσθετα στην παραπάνω διάταξη, το νομοσχέδιο υποχρεώνει το συνδικάτο που προκηρύσσει απεργία να έχει καθορίσει εκ των προτέρων το προσωπικό ασφαλείας ή, όπου απαιτείται, το προσωπικό της «ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας», και να το διαθέτει στην πράξη στον εργοδότη, διαφορετικά η προκήρυξη απεργίας απαγορεύεται.

Τρίτο κατά σειρά, το νομοσχέδιο απαγορεύει και την περιφρούρηση της απεργίας, την υπεράσπιση δηλαδή του αγώνα από τους ίδιους τους απεργούς, επικαλούμενο το «δικαίωμα στην εργασία» (απεργοσπασία στην καθομιλουμένη) τη μέρα της απεργίας.

Παράλληλα, δίνει τη δυνατότητα στην εργοδοσία, με τον ισχυρισμό ότι ασκήθηκε «σωματική ή ψυχολογική βία» κατά την περιφρούρηση της απεργίας, να προσφεύγει σε δικαστή και η απεργία να διακόπτεται με δικαστική απόφαση, ανοίγοντας τον δρόμο για τη νομιμοποίηση κάθε είδους προβοκατόρικης ενέργειας.

Εκτός όμως από την πραγματοποίηση απεργίας, το νομοσχέδιο προσθέτει εμπόδια και στη διαδικασία για τη λήψη απόφασης για απεργία.

Ειδικότερα, πάνω στην προηγούμενη απεργοκτόνα διάταξη του ΣΥΡΙΖΑ, που υποχρεώνει σε αυξημένη συμμετοχή (50%+1) στη Γενική Συνέλευση πρωτοβάθμιου σωματείου που αποφασίζει απεργία, προστίθενται τα εξής:

Προϋπόθεση για να μπορούν τα συνδικάτα να προκηρύσσουν απεργίες, όπως και να διαπραγματεύονται και να υπογράφουν ΣΣΕ, να αναπτύσσουν δηλαδή συνδικαλιστική δράση, είναι να αποδεχτούν το «φακέλωμά» τους στο Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων (ΓΕΜΗΣΟΕ), το οποίο θα βρίσκεται στα χέρια του υπουργείου Εργασίας, προς «πάσαν χρήσιν».

Απαγορεύεται η προκήρυξη απεργίας από τη συνέλευση ενός συνδικάτου, αν εκ των προτέρων δεν εξασφαλίζεται σε κάθε μέλος του η εξ αποστάσεως (ηλεκτρονικά, διαδικτυακά) συμμετοχή στη Γενική Συνέλευση, όπως και η εξ αποστάσεως συμμετοχή του στην ψηφοφορία. Μάλιστα η δυνατότητα αυτή και όλη η διαδικασία πρέπει να προβλέπεται και στο καταστατικό του σωματείου, ανοίγοντας τον δρόμο για να παρεμβαίνει ακόμα πιο άμεσα η εργοδοσία στη λειτουργία των σωματείων.

Μπαίνουν περισσότερες προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας (προειδοποίηση του εργοδότη ή της συνδικαλιστικής του οργάνωσης 24 τουλάχιστον ώρες πριν από την πραγματοποίησή της) ακόμα και στην περίπτωση που το σωματείο αποφασίζει στάσεις εργασίας. Με τον τρόπο αυτό επιχειρείται ο περιορισμός της δυνατότητας άμεσης αντίδρασης των εργαζομένων ενός χώρου, όταν η εργοδοσία πλήττει τα δικαιώματά τους (απολύσεις, μη καταβολή μισθών, απάντηση σε ένα εργατικό «ατύχημα» κ.λπ.).

Η διαδικασία για έγγραφη προειδοποίηση που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στον εργοδότη ή στους εργοδότες που αφορά, και περιλαμβάνει τη μέρα και ώρα έναρξης και λήξης της απεργίας, τη μορφή της, τα αιτήματα της απεργίας και τους λόγους που τα θεμελιώνουν και αφορά τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, επεκτείνεται στο σύνολο των επιχειρήσεων, δυσκολεύοντας περαιτέρω την προκήρυξή της. Επιπλέον, προκύπτει ζήτημα για το ποιος θα κρίνει εκ των προτέρων το βάσιμο ή όχι των λόγων προκήρυξης της απεργιακής κινητοποίησης.

Νέα επίθεση στο δικαίωμα της απεργίας και στα δευτεροβάθμια όργανα

Στα παραπάνω και πριν ακόμα το σχέδιο νόμου προωθηθεί στη Βουλή, ο υπουργός Εργασίας Κ. Χατζηδάκης ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση θα φέρει πρόσθετη διάταξη, με την οποία θα απαγορεύει σε δευτεροβάθμια συνδικαλιστικά όργανα (Ομοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα) να «καλύπτουν» μια απεργία που βγήκε παράνομη ή και καταχρηστική από το δικαστήριο, προκηρύσσοντας αυτά απεργία.

Μιλώντας σε τηλεοπτικό σταθμό το περασμένο Σάββατο και σχολιάζοντας την πρόσφατη απεργία στο Μετρό, είπε ότι «θα φέρουμε ρύθμιση με βάση την οποία δεν θα μπορεί να συνεχίζεται αυτό το γαϊτανάκι» (εννοώντας τις απεργιακές κινητοποιήσεις) και πρόσθεσε ότι δεν γίνεται τα δικαστήρια να κηρύσσουν την απεργία παράνομη και μετά να έρχεται το Εργατικό Κέντρο και να προκηρύσσει ξανά απεργία!

Ετσι, το πρώτο χτύπημα σε επίπεδο πρωτοβάθμιου σωματείου που έδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, με την αυξημένη απαρτία για απεργιακή απόφαση και την υπονόμευση του απεργιακού δικαιώματος, συμπληρώνεται από τη ΝΔ με το χτύπημα και στα δευτεροβάθμια όργανα, τις Ομοσπονδίες και τα Εργατικά Κέντρα.

Με τον τρόπο αυτό, μάλιστα, η κυβέρνηση ανακινεί και ζήτημα για τις αρμοδιότητες και τα περιθώρια που έχουν τα δευτεροβάθμια συνδικαλιστικά όργανα να δράσουν, αφού στην πράξη μια τέτοια διάταξη τους αφαιρεί το δικαίωμα να προκηρύσσουν απεργία σε κάποιον χώρο ευθύνης τους. Επιπλέον, ανοίγει επικίνδυνα μονοπάτια γενικότερα για τη δράση και τα δικαιώματα των δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, καθώς η απαγόρευση προκήρυξης απεργίας μπορεί να αποτελέσει την απαρχή για αμφισβήτηση κάθε μορφής συνδικαλιστικής τους δράσης (π.χ. Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας) και να τα καταστήσει διακοσμητικά όργανα, χωρίς πραγματικές αρμοδιότητες. Με τον τρόπο αυτό, μετά τη θεσμοθέτηση των «ενώσεων προσώπων» των εργοδοτικών αυτών φορέων μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, δίνεται άλλο ένα χτύπημα στη δομή, στην οργάνωση και στην έκφραση του εργατικού κινήματος.

Πρόκειται για μέτρο που έρχεται να υπηρετήσει τον γενικότερο σχεδιασμό της εργοδοσίας για αδυνάτισμα της εργατικής εκπροσώπησης και οργάνωσης σε όσο γίνεται πιο περιορισμένο πεδίο, όσο γίνεται πιο αδύνατη και πιο απομονωμένη (πιο κοντά στην επιχείρηση, όπως υποστηρίζουν και τα ευρωενωσιακά κείμενα), ενώ στην πραγματικότητα στοχεύουν στο ξεμονάχιασμα των εργαζομένων, στην υπονόμευση της κλαδικής διεκδίκησης και της αναμέτρησης σε κλαδικό επίπεδο με τη εργοδοσία. Ταυτόχρονα, υπονομεύεται και το στοιχείο της αλληλεγγύης που οι δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις μπορούν πιο αποτελεσματικά και πιο πλατιά να οργανώσουν, εκφράζοντας συνολικά τον αγώνα των εργαζομένων του κλάδου απέναντι σε κράτος και εργοδοσία.

«Τρίβουν τα χέρια τους» οι εργοδότες

Και μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι το αντεργατικό τερατούργημα και όλα τα μέτρα σε βάρος των εργαζομένων έσπευσαν να τα χαιρετίσουν οι εργοδοτικές ενώσεις (ΣΕΒ, ΣΕΤΕ), οι οποίες τα θεωρούν μια «καλή βάση» για να κλιμακώσουν την επίθεσή τους στα εργατικά δικαιώματα και στην οργάνωση των εργαζομένων, και κυρίως για να απαιτήσουν και νέα μέτρα.

Ετσι, ο ΣΕΒ σε πρόσφατη ανακοίνωσή του υπογραμμίζει πως «το εργασιακό νομοσχέδιο που έχει τεθεί προς δημόσια διαβούλευση περιέχει θετικά εκσυγχρονιστικά στοιχεία», δίνοντας απλόχερα στήριξη προς την κυβέρνηση και γνωρίζοντας πολύ καλά ότι αυτό αποτελεί ταυτόχρονα μια γερή βάση για να στηριχτεί η στρατηγική του, δηλαδή η «δημιουργία μιας οικονομίας σύγχρονης και ανταγωνιστικής, που προσελκύει διεθνείς και εγχώριες επενδύσεις»! Επιβεβαιώνοντας έτσι για άλλη μια φορά ότι η «ανταγωνιστικότητα», στο όνομα της οποίας «πίνει νερό» και η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, είναι ο δούρειος ίππος για τα εργατικά συμφέροντα και δικαιώματα.

Ριζοσπάστης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: