Τρία ποιήματα και ένα διήγημα για το καλοκαίρι

Τρία ποιήματα όσοι κι οι μήνες του καλοκαιριού κι ένα διήγημα – όπως κι η μοναδική λαχτάρα να το ζήσεις. Με ένα σακίδιο, ένα βιβλίο και το θαλασσινό νερό (ή τον βουνίσιο αέρα).

Τρία ποιήματα και ένα διήγημα για το καλοκαίρι

Το καλοκαίρι αποτελούσε ανέκαθεν αγαπημένο θέμα των ποιητών, των μουσικών και των συγγραφέων. Μοιάζει να είναι η εποχή που ένας κύκλος κλείνει κι ένας άλλος ανοίγει. Από μικροί στο σχολείο ανυπομονούσαμε να έρθει ο Ιούνης. Τώρα, μεγαλύτεροι πια, το λαχταράμε για αυτή την μια ανάσα που μας προσφέρει, για τις νύχτες στη βεράντα, την αλμύρα και το ομορφότερο φεγγάρι του χρόνου.

Τρία ποιήματα και ένα διήγημα για το καλοκαίρι

Ο ουρανός – Μανόλης Αναγνωστάκης

Πρώτα να πιάσω τα χέρια σου
Να ψηλαφίσω το σφυγμό σου
Ύστερα να πάμε μαζί στο δάσος
Ν` αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα
Που στον κάθε κορμό έχουμε χαράξει
Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόματα
Να τα συλλαβίσουμε μαζί
Να τα μετρήσουμε ένα-ένα
Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή.
Το δικό μας δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός.
Δεν περνούν από δω οι ξυλοκόποι.

Σώμα του καλοκαιριού – Οδυσσέας Ελύτης

Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή
Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες
Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος
Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους
Της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά σιγά
Και πλάι απ’ το νερό που στάζει συλλαβίζοντας
Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο.
Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές
Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα
Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ’ αυτιά του
Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του
Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης
Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα
Σταλμένο απ’ τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε:

Ω σώμα του καλοκαιριού, γυμνό, καμένο
Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι
Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς
Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς
Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο
Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες
Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!

Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια
Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά
Που μελανιάζει στα βαθιά μ’ αγριεμένα κύματα
Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών
Όμως και πίσω απ’ όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοια
Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου
Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος
Όπως μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός.

Απαγορεύεται η έξοδος – Τάσος Λειβαδίτης

Νύχτα. Μονάχα τ’ άστρα. Και πέρα το βάθος του ολάνοιχτου ορίζοντα—
εκεί που πάνε οι άνθρωποι χωρίς τα ονόματά τους.

Το νόημα της ζωής – Charles Bukowski

Για αυτούς που πιστεύουν στον Θεό, οι περισσότερες από τις μεγάλες ερωτήσεις έχουν ήδη απαντηθεί. Για τους υπόλοιπους από εμάς όμως που δεν μπορούμε να δεχτούμε εύκολα τη συνταγή του Θεού, οι μεγάλες απαντήσεις δεν παραμένουν γραμμένες σε πέτρινες πλάκες. Προσαρμοζόμαστε σε νέες συνθήκες και ανακαλύψεις. Η αγάπη δεν χρειάζεται να είναι μια εντολή ή μια ρήση.

Είμαι ο δικός μου Θεός.

Βρισκόμαστε εδώ για να ξεμάθουμε τη διδασκαλία της εκκλησίας, της πολιτείας και του εκπαιδευτικού μας συστήματος.

Βρισκόμαστε εδώ για να πίνουμε μπύρα.

Βρισκόμαστε εδώ για να σκοτώνουμε τον πόλεμο.

Βρισκόμαστε εδώ για να γελάμε με τις πιθανότητες και για να ζούμε τη ζωή μας τόσο καλά, όπου ο θάνατος θα τρέμει στην ιδέα να μας πάρει.

Βρισκόμαστε εδώ, για να διαβάζουμε τις λέξεις όλων αυτών των σοφών ανδρών και γυναικών, που μας λένε ότι είμαστε εδώ για διαφορετικούς λόγους αλλά και για τον ίδιο ακριβώς λόγο…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: