Στην πορεία μέσα στη νύχτα, στάθηκε όρθιος ο Φώτης Αγγουλές!

Ο σπουδαίος κομμουνιστής ποιητής και αγωνιστής, Φώτης Αγγουλές, στους δίσεκτους καιρούς που ζούμε, με την οικονομική κρίση να τσακίζει τον λαό μας, τους πολέμους να τον περιτριγυρίζουν, αποτελεί φωτεινό φάρο σκέψης και προβληματισμού αλλά και πρόσκλησης στον αγώνα

«Στο δρομολόγιο από Χίο προς Πειραιά του πλοίου “Κολοκοτρώνης” βρέθηκε νεκρός στο διάδρομο της τουριστικής θέσης, ταξιδεύοντας τη νύχτα 26 προς 27 Μαρτίου 1964, ο Φώτης Αγγουλές». Έτσι λιτά και απέριττα έγινε το πέρασμά του απ’ τα γήινα – ο άνθρωπος Αγγουλές – ολοκληρώνοντας τον κύκλο της δημιουργικής ζωής του, που ξεκίνησε στη γη – του Τσεσμέ – της χερσονήσου της Ερυθραίας, την άνοιξη του 1911 απέναντι απ’ τη Χίο.

Ενας κύκλος που τον σφράγισε η προλεταριακή καταγωγή του – γιος ψαρο-μανάβη – αλλά και η πρώτη προσφυγιά – με τον Α’ ιμπεριαλιστικό πόλεμο 1914-’18 – όταν έγινε ο πρώτος διωγμός των Ελλήνων. Τότε που οι σύμμαχοι της Τουρκίας, οι ιμπεριαλιστές Γερμανοί, εφαρμόσανε την εκτόπιση πληθυσμών – σηκώσανε ολόκληρα χωριά – στα βάθη της Μ. Ασίας, προκειμένου να τους εξοντώσουν.

Το 1914 ο Σιδερής Χονδρουδάκης ή Αγγουλές φόρτωσε σε μια βάρκα την οικογένειά του (τις τρεις κόρες του, την Αγγελική, την Κυριακούλα και την Ευαγγελία, καθώς και την κουμπάρα Δέσποινα και τη νενέ Μάλαμα) και ό,τι προλάβανε να αρπάξουν σε μπόγους και στην αγκαλιά της μάνας του, Γαρυφαλλιάς, τον Φώτη περνώντας στη Χίο.

Ακολούθησαν η Μικρασιατική Καταστροφή και ο δεύτερος διωγμός του 1922, όπου αυτός ο τόπος για πολλά – πολλά χρόνια ήξερε μόνο να κλαίει, να μοιρολογά και να θάβει τους νεκρούς του.

Και τον Φώτη να το αποτυπώνει με το τετράστιχο:

«Σ’ ΕΣΑΣ, μ’ ΕΣΑΣ στις ερημιές

και στ’ άθλια κακοτόπια,

πού, το ψωμί το πείνασα

και το φαρμάκι το ‘πια»1

Στο Κάστρο, την Πτωχειά προκυμαία, τον Μπαλουχανά, τους προσφυγικούς συνοικισμούς, ο Φώτης έχτιζε με τον ψαρά πατέρα του τη ζωή εξαρχής, ανάμεσα στους χιλιάδες ξεριζωμένους πρόσφυγες, που ήταν «χωμένοι κάθε πρωί στα ακρογιάλια της Χίου, τέσσερα ναυτικά μίλια και τους χώριζαν απ’ το πατρικό τους χώμα».

Εκεί «αντίκριζες μάτια γυναικόπαιδων, που έψαχναν λαίμαργα στις γραμμές των μικρασιατικών βουνών τα χαρακτηριστικά του παιδιού, του αδερφού, ή τα ρυτιδωμένα από τα χρόνια και τα βάσανα πατέρα…»2

Στους προσφυγικούς συνοικισμούς, δηλαδή τα παραπήγματα – «που δεν ήταν παρά λίγοι πλίνθοι, στους οποίους οι πρόσφυγες θα πρόσθεταν κάποιες σανίδες, για να επεκτείνουν τη ζωή τους» – φτιάχνεται η νέα κοινωνική πραγματικότητα του νησιού, που «χτίζεται» απ’ τη νεοσύστατη εργατική τάξη, όντας σε σύγκρουση με την κρατική αδιαφορία, τη βία και την εκμετάλλευση των βιομηχάνων των Ταμπάκικων και των Μακαρονοποιείων.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Αγγουλές γίνεται δημιουργικό στοιχείο της διαδικασίας κατάκτησης της προλεταριακής συνείδησης απ’ τους πρόσφυγες, αλλά και ο πνευματικός εκφραστής των δίκιων τους, αφού μέσα από αντιφάσεις και πισωγυρίσματα προχωρεί και παίρνει ενεργό μέρος στις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες, οι οποίες συντελούνται στην τοπική κοινωνία.

Σε κάθε οικονομική ή πολιτική εξέλιξη ο Αγγουλές γίνεται δημιουργός και μπροστάρης, με τις ρίμες και τα στιχάκια του. Ετσι, τότε που ο λαός βίωνε τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης 1929-’33, αυτός σάρκαζε την καπιταλιστική «πραγματικότητα» γράφοντας:

«Καρναβάλια»

Ελάτε βρε ρωμιοί σαν κάθε χρόνο

Να γίνουμε κι εφέτος καρναβάλια.

Με τις μουριές να κρύψουμε τον πόνο

της κρίσης και της πείνας μας τα χάλια.

Τι κι αν ζουρλούς μας έχ’ η κρίσι όλους

μπροστά στην ποταπή της παρωδία

του Μασκαρά ας παίξουμε τους ρόλους,

στην τραγικήν της ζήσης κωμωδία3

Οι δικτατορίες Κονδύλη, Πάγκαλου, η οικονομική κρίση 1929-’33, η δικτατορία Ι. Μεταξά, ο Β’ ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Το φευγιό του στη Μέση Ανατολή και η ένταξή του στον Ελληνικό Στρατό, αλλά και η δραστηριοποίησή του στην Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση (ΑΣΟ), ο εγκλεισμός στα σύρματα του Ντεκαμερέ και της Ασμάρα και η ένταξή του στο ΚΚΕ, μέσα στο καμίνι της στρατιωτικής, πολιτικής και ιδεολογικής σύγκρουσης με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό και την ελληνική κυβερνητική εξουσία στα «Σύρματα», γίνονται το κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, για να μπολιάζεται και να μπολιάζει τη συνείδησή του και τους γύρω.

Ο Φώτης Αγγουλές στην πολυκύμαντη διαδρομή του, είτε με την πένα του, είτε με τους αγώνες του, συνέβαλε και κείνος, με το δικό του λιθαράκι, στο να διαμορφωθεί η Ιστορία του ΚΚΕ.

Κορυφαία επιλογή του ήταν να ταχθεί με το προλεταριάτο του νησιού και να συμμετάσχει στον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, υλοποιώντας την απόφαση της Παγχιακής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ (29-9-1947) και να «κλειστεί» στη Φουντάνα, όπου εγκαταστάθηκε μαζί με τον κομμουνιστή – δημοσιογράφο και φιλόλογο Μιχάλη Βατάκη, με τη στήριξη της οικογένειας Αθηναίου, για τη λειτουργία του τυπογραφείου του ΔΣΕ.

Η σύλληψή τους στις 30 Μάρτη 1948 και η καταδίκη του (ανάμεσα σε άλλους) απ’ το Εκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών σε «πρόσκαιρα δεσμά 12 ετών» τον οδηγεί στον δικό του μαρτυρικό Γολγοθά των φυλακών και εξοριών, όπως: Βούρλα Δραπετσώνας, Μακρόνησος, Αβέρωφ, Κόρινθος, Ναύπλιο, Γιούρα, Σύρα, Ακροναυπλία, Κεφαλονιά, Αλικαρνασσός Ηρακλείου Κρήτης και Κέρκυρα.

Ομως ο Αγγουλές, με την πολύχρονη διαδρομή του στις φυλακές και τις εξορίες της Ελλάδας, με την ποίηση και τη δράση του, στοίχειωσε τις επιδιώξεις της αστικής τάξης.

Στη φυλακή αφουγκραζόταν κάθε ανθρώπινο πόνο – έχοντας εμπειρίες απ’ το Ντεκαμερέ και την Ασμάρα, τον καιρό του εγκλεισμού στο «σύρμα» απ’ τους Αγγλους ιμπεριαλιστές – έπιανε μια γωνιά ή κανένα πεζούλι και ακούμπαγε τις πληγές του κορμιού και της ψυχής του κάθε κρατούμενου και δένονταν, όπως δένεται η λάσπη στους αρμούς, με την πέτρα.

Στις φυλακές και τις εξορίες – ανάμεσα σε εκατοντάδες συγκρατούμενους – έζησε τα ασταμάτητα βασανιστήρια, απ’ τα πιο διαλεκτά θηρία του φασισμού, που τους άφηναν νηστικούς, χωρίς νερό, που τους σακάτεψαν με ατελείωτο κουβάλημα πέτρας, που τους γέμισαν αρρώστιες, που τους έθαψαν ζωντανούς στα ανήλια κρατητήρια. Ομως συντάχθηκε με τους συν-δεσμώτες του στον συλλογικό και πειθαρχημένο τρόπο διαβίωσης και πάνω απ’ όλα μπολιάστηκε με τα μεγάλα ιδανικά των αγωνιστών της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Τη σκληρή ζωή των φυλακισμένων απέδωσε με το ποίημά του:

ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ

Τα κυπαρίσσια της φυλακής μας στοιχειώνουν.

Φυλαχτήτε από τον ίσκιο τους,

Τ’ ακούμε τις νύχτες ν’ ανεμοδέρνονται και να κλαίνε:

Δέντρα δεν είμαστε πια. Στα κλαδιά μας σταυρώσανε την Αλήθεια.

Στον ίσκιο μας βασανίσανε την αγάπη

(…) Εδώ η ζωή κι η ποινή, είναι ένα.

Κάθε μερόνυχτο που ξοφλάς αφ’ την καταδίκη σου,

Το αφαιράς απ’ τη ζωή σου.

Ε, κυπαρίσσια, μην κλαίτε…4

Σε κάθε κελί, σε κάθε γωνιά της φυλακής απ’ όπου πέρναγε, άκουγε το κάλεσμα των συντρόφων να σταθεί να πουν έναν λόγο, να τους πει ένα ανέκδοτο αλλά πάνω απ’ όλα να τους απαγγείλει στίχους του, για να τους αλαφρώσει τον πόνο της ψυχής τους και να τους φέρει το πηδάλιο της ζωής ορθό πλώρα στην αντιμετώπιση της βίας της αστικής τάξης.

Αυτήν τη δημιουργική σχέση, τη σχέση ζωής, με τους συντρόφους του, γεμάτη ιδανικά και αξίες, την αποτύπωσε στο ποίημά του:

«Σ’ είδα μονάχα μια στιγμή, μα δε σε λησμονώ,

έχει η καρδιά μου την γλυκειάν εικόνα σου κρατήσει,

ήσουν πεφταστέρι (…) μιαν λάμψη πριν σβύσει.

………… …………..

Σ’ είδα μονάχα μια στιγμή (…)

και σ’ έκλεισα μεσ’ στης ψυχής μου τ’ άδυτα,

το δρόμο να μας δείχνεις.5

Ενα βράδυ σε μια φυλακή της Ελλάδας, απ’ τις πολλές που πέρασε, βρήκε τη δύναμη την ώρα που ο ξερός κρότος του κλειδιού έσπαγε τη σιωπή στην απομόνωση του κελιού των μελλοθανάτων, να ορθωθεί και να ενώσει τη φωνή του με τους συναγωνιστές του και να στείλει το δικό του μήνυμα:

ΩΡΑ ΚΑΛΗ ΣΥΝΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ

Ωρα καλή, συνταξιδιώτες, ώρα σας καλή,

που φεύγετε απ’ την άβυσσο και για τον ήλιο πάτε

την αλυσίδα μου κρατώ, μη σέρνεται και κροταλεί,

ν’ ακούω το τραγούδι σας, καθώς περνάτε.

Βάλτε ρυθμό στο βήμα σας και στο τραγούδι σας θυμό

ξυπόλητοι περάσαμε της δυστυχίας τον ποταμό

κι ήταν το ρέμα δυνατό και θυμωμένη η Λάμια,

κι είχε ριγμένα στο βυθό κοπανισμένα τζάμια.

Ωρα καλή, συνταξιδιώτες, ώρα σας καλή…

κεντώ στο μισοσκόταδο έναν ήλιο για κονκάρδα.

Την αλυσίδα μου κρατώ, μη σέρνεται και κροταλεί,

απόψε που σταυρώνεται, σαν το Χριστό η Ελλάδα.6

Φυλακές Κέρκυρας, Απρίλης 1955.

Στην πολιτική της βιολογικής και πολιτικής εξόντωσης, η κυβέρνηση εφάρμοζε επίσης την τακτική της αδράνειας και της απραξίας της φυλακής, όμως ο κάθε κρατούμενος καταπιανόταν με τα πιο μικρά, τα πιο απλά, που γίνονταν στα χέρια του σημαντικές δημιουργίες. Ο Φώτης – με συρματάκια και φλος – έφτιαξε ένα μπουκέτο από παπαρούνες, που στο αντίκρισμά του δημιουργεί τους στίχους που δείχνουν τη θέληση για ζωή, όμως ταυτόχρονα αποτυπώνουν τη σκληράδα της φυλακής και οι «Παπαρούνες» αποκαλύπτουν τις πολύμορφες πληγές της.

Ενα μπουκέτο παπαρούνες

φτιαγμένες από σύρματα και φλος

αναστατώνουν την ψυχή μου.

Ο λογισμός ξαστέρωσε ο θόλος

Κι έπεσε φως μεσ’ στο κελί μου.

Ενα μπουκέτο πυρκαγιές

ένα μπουκέτο χείλη

ένα μπουκέτο ροδαμνιές

σε τροπικό ένα δείλι.

Μα πούνε η αγάπη;

Πνίγηκε στο μίσος και στο ψέμα

και στο κελί μας φτάσανε

σπαρακτικές κραυγές

κι οι παπαρούνες έγιναν

ένα μπουκέτο από πληγές

και στάζουν αίμα…7

Ο Φώτης Αγγουλές, στους δίσεκτους καιρούς που ζούμε, με την οικονομική κρίση να τσακίζει τον λαό μας, τους πολέμους να τον περιτριγυρίζουν, αποτελεί φωτεινό φάρο σκέψης και προβληματισμού, αλλά και πρόσκλησης στον αγώνα, αφού τα λόγια του κομμουνιστή ποιητή:

«Αβουλος μη σταθείς,

στιγμή μπρος στης ζωής τη στράτα (…)

ποιόν περιμένετε να ‘ρθεί;

Ποιόν καρτερείτε να σας σώσει; (…)

Εσείς οι ίδιοι, με τα χέρια σας

Με το μυαλό σας, με την πράξη,

Αν δεν αλλάξετε τη μοίρα σας,

Ποτέ της, δε θ’ αλλάξει»,

μας καλούν σήμερα… «γιατί μόνο ο λαός μπορεί να σώσει τον λαό».

 

Παραπομπές:

1. Γιώργος Σιδέρης, ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ, ΜΕΛΕΤΗ, 5η έκδοση, ΜΟΧΛΟΣ 1992, σελ. 16

2. Εφημερίδα «Νέα Χίος»

3. Εφημερίδα «Ελευθερία», α. φ.918, 27-2-1932, σελ. 1

4. Γιώργος Σιδέρης, ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ, ΜΕΛΕΤΗ, 5η έκδοση, ΜΟΧΛΟΣ 1992, σελ. 159

5. Γιώργος Σιδέρης, «ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ», Αθήνα 1961, ΜΟΧΛΟΣ 1992, σελ. 48

6. Φώτης Αγγουλές, «Πορεία μέσα στη νύχτα» τυπώθηκε στα τυπογραφεία της εφημερίδας «ΧΙΑΚΟΣ ΛΑΟΣ» τον Ιούλη του 1958 σε 2.500 αντίτυπα, σελ. 66 και στο ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΑΠ’ ΤΑ ΚΑΤΕΡΓΑ, Ποιήματα, πεζά, επιστολές, υπομνήματα, σκίτσα, εκ. «ΛΑΪΚΟΥ ΑΓΩΝΑ», Βουδαπέστη, 1963, σελ. 101

7. Γιώργος Σιδέρης, «ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ», Αθήνα 1961, ΜΟΧΛΟΣ 1992, σελ. 161

 

Χίος, 19 Μάρτη 2023
Γιώργης Η. Αμπαζής
Δάσκαλος,
Μέλος του Γενικού Συμβουλίου της ΠΕΑΕΑ – ΔΣΕ

*Η φωτογραφία είναι του φωτογράφου Στέλιου Κασιμάτη

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: