Κλάρα Τσέτκιν – Έρωτας για την ελευθερία

Παρά την ασθενική της κράση, η Κλάρα Τσέτκιν όχι μόνο αρκετά χρόνια, αλλά τα γέμισε με αγώνες και μάχες για τη χειραφέτηση της γυναίκας και της εργατικής τάξης, ανήκοντας στις πρωτοπόρες εκείνες μορφές του γυναικείου κινήματος που διέκριναν την αξεδιάλυτη σχέση μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης

“Κι έπειτα η Κλάρα Τσέτκιν, με την τεράστια δημιουργική της δύναμη και τον κάπως υστερικό ενθουσιασμό της, μα τη συμπαθώ πολύ”, έγραφε ο Φρίντριχ Ένγκελς στη Λάουρα Λαφάργκ, κόρη του Μαρξ, σχολιάζοντας την παρουσία της μεγάλης επαναστάτριας στο Διεθνές Εργατικό Συνέδριο της Ζυρίχης το 1893.  

Παρά την ασθενική της κράση, η Κλάρα Τσέτκιν όχι μόνο αρκετά χρόνια, αλλά τα γέμισε με αγώνες και μάχες για τη χειραφέτηση της γυναίκας και της εργατικής τάξης, ανήκοντας στις πρωτοπόρες εκείνες μορφές του γυναικείου κινήματος που διέκριναν την αξεδιάλυτη σχέση μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης. Εξάλλου, δεν είχε μόνο αντιμετωπίσει την αδιαφορία του αστικού φεμινιστικού κινήματος για τη ζωή και τις ανάγκες των εργατριών και την εχθρική στάση των ανδρών της άρχουσας τάξης, αλλά και την επιφυλακτική έως και ειρωνική στάση κάποιες φορές εντός του κόλπου της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, στην οποία δραστηριοποιήθηκε για δεκαετίες, πριν αποτελέσει μια από τις πρωταγωνίστριες του νεαρού κομμουνιστικού κινήματος στη Γερμανία. Μιλώντας κάποτε για την αντιμετώπιση των γυναικών εντός του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, δε δίσταζε να στηλιτεύσει την υποκρισία μεταξύ των συντρόφων της: “Θεωρητικά έχουν ίδια δικαιώματα, στην πράξη όμως η κοτσίδα του Φιλισταίου πέφτει ακόμα στον αυχένα των αντρών συντρόφων όπως στον πρώτο τυχόντα αστούλη”. 

Γεννήθηκε στις 5 Ιούλη 1857 στο Βίντεραου της Σαξονίας. Ο πατέρας της ήταν δάσκαλος του χωριού, ενώ ο παππούς της είχε ζήσει τη γαλλική επανάσταση του 1789 κι είχε συμμετάσχει στους ναπολεόντιους πολέμους. Η μικρή Κλάρα ήρθε από νωρίς σε επαφή με το αστικό γυναικείο κίνημα χάρη στη μητέρα της και το 1872 μετακόμισε στη Λειψία με την οικογένειά της. Εκεί σπούδασε δασκάλα με ειδίκευση στις ξένες γλώσσες. Εκεί γνώρισε τους ηγέτες του  SPD Άυγκουστ Μπέμπελ και Βίλχελμ Λίμπκενχτ και ήρθε σε επαφή με ρωσικούς φοιτητικούς κύκλους, προσκείμενους στις σοσιαλιστικές ιδέες. Με τον τρόπο αυτό γνωρίστηκε με το μετέπειτα σύντροφό της, τον Ότις Τσέτκιν, με τον οποίο απέκτησε δύο γιους. Μπήκε στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα κι έζησε τα δύσκολα χρόνια της παρανομίας, όταν τέθηκε εκτός νόμου από τον καγκελάριο Μπίσμαρκ την περίοδο 1878 – 1890. Έζησε εξόριστη στη Ζυρίχη και το Παρίσι, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος. 

Το 1889, χρονιά που χάνει τον άντρα της, του οποίου το επίθετο πήρε χωρίς να έχουν παντρευτεί (αργότερα έκανε ένα γάμο με τον κατά 18 χρόνια νεότερό της ζωγράφο, Γκέοργκ Φρίντριχ Τσούντελ), δίνει την περίφημη ομιλία της στο ιδρυτικό συνέδριο της Β’ Διεθνούς στο Παρίσι, ζητώντας την πλήρη εργασιακή και κοινωνική ισοτιμία της γυναίκας, όπως και τη συμμετοχή της στο ταξικό κίνημα.

Όπως τόνιζε η ίδια, δε μπορούσε καμιά γυναίκα να γίνει επαναστάτρια όταν “ο πλούτος των συναισθημάτων της” παρέμεναν φυλακισμένα “σε μια δαχτυλήθρα ή μια κατσαρόλα”. Χάρη σε δική της πρωτοβουλία από το 1900 και μετά το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα διοργάνωνε γυναικεία συνέδρια παράλληλα με τα κομματικά, ενώ το 1910 πρότεινε, στα πλαίσια του Δεύτερου Διεθνούς Γυναικείου Σοσιαλιστικού Συνεδρίου στην Κοπεγχάγη την καθιέρωση της Ημέρας της Γυναίκας, που γιορτάστηκε για πρώτη φορά το 1911 στις 19 Μάρτη κι αργότερα καθιερώθηκε διεθνώς στις 8 του ίδιου μήνα.  

“Μιλά σα γυναίκα, που εξαιρετικές συνθήκες της έδωσαν τις γνώσεις και ικανότητες ενός άνδρα, σα μια ιδιοφυής γυναίκα… Είναι απλά μια σε υψηλό βαθμό τελειοποιημένη εμφάνιση της νέας γυναίκας… της γυναίκα που είναι ίση με τον άνδρα”, έγραφε το 1912 ο ποιητής Λουί Αραγκόν, όταν την είδε στο Διεθνές Σοσιαλιστικό Συνέδριο της Βασιλείας στην Ελβετία. Φράση που φανερώνει το θαυμασμό του, αλλά και κάποια κατάλοιπα έμφυλων διακρίσεων.

Όταν ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, συντάσσεται από την πρώτη στιγμή με τη μειοψηφία εντός SPD που καταδικάζει τη συμμετοχής της Γερμανίας και την κυρίαρχη πολιτική σύμπλευσης με την αστική τάξη εντός του κόμματος. Για την αντιπολεμική της δράση συλλαμβάνεται και φυλακίζεται επανειλημμένα στη διάρκεια του πολέμου, ενώ οι δυο γιοι της, που υπηρετούσαν κι οι δυο στο μέτωπο ως γιατροί, υφίστανται ταλαιπωρίες από τους ανωτέρους τους εξαιτίας του ονόματός τους. Συμμετέχει στην ίδρυση του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος το 1917 και δυο χρόνια μετά γίνεται από τα πρώτα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, βουλευτής του οποίου υπήρξε από το 1920 ως το 1933. Από το 1921 ήταν μέλος του προεδρείου της Εκτελεστικής Επιτροπής της Γ’ Κομμουνιστικής Διεθνούς και επικεφαλής της Διεθνούς Γραμματείας Γυναικών της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Ανοίγοντας τις εργασίες του Ράιχσταγκ ως αρχαιότερο μέλος του το 1932, ευχήθηκε να μπορέσει να ανοίξει μια μέρα τις εργασίες του Σοβιέτ της Σοβιετικής Γερμανίας. Ανήσυχη από την άνοδο του φασισμού, καλούσε σε μέτωπο ενάντια του με παραμερισμό των πολιτικών, θρησκευτικών και άλλων διαφορών. Ο ερχομός των ναζί στην εξουσία την οδήγησε για μια ακόμα φορά στην ΕΣΣΔ, όπου εξάλλου περνούσε μεγάλα διαστήματα καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Βαριά άρρωστη, έφυγε στο Αρχαγγέλσκ σαν σήμερα το 1933, ενώ στην κηδεία της, ο Στάλιν προσωπικά μετέφερε την τεφροδόχο της, που θάφτηκε στο τείχος του Κρεμλίνου.

Δύσκολες Νύχτες

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: