Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Όλος τούτος ο λαός» του Κρίτωνα Αθανασούλη

“Όλος τούτος ο λαός
που περιμένει στο λιμάνι τα πλοία,
έπαιξε τη ζωή του στα ζάρια με τους ανέμους
και τώρα ξυπόλητος και γυμνός
νοσταλγεί μιαν επιστροφή
απ’ την αιχμαλωσία του…”

Ο ποιητής και δοκιμιογράφος Κρίτων Αθανασούλης, γεννήθηκε στην Τρίπολη το 1916 και έφυγε από τη ζωή στις 24 του Οκτώβρη 1979. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά.

Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να πάρει πτυχίο.

Εργάστηκε ως υπάλληλος στο συμβολαιογραφείο του ποιητή Ρήγα Γκόλφη. Αργότερα και μέχρι τον θάνατό του, διετέλεσε διευθυντής του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Αθηνών.

Κατά την περίοδο 1956 – 1958 ήταν μέλος, μεταξύ των εκδοτών, του περιοδικού “Η Εφημερίδα των Ποιητών”.  Ήταν μέλος και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Το 1974, συμμετείχε στην κίνηση των 142 συγγραφέων για την αποκατάσταση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, με τους Γιάννη Ρίτσο, Κώστα Βάρναλη, Γ. Αθανασιάδη – Νόβα, Μενέλαο Λουντέμη, Στρατή Τσίρκα, Βασίλη Βασιλικό, Μάριο Πλωρίτη, Αντώνη Σαμαράκη, Παντελή Πρεβελάκη κ.ά.

Έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το β’ κρατικό βραβείο ποίησης το 1969, για την συλλογή “Το μικρό μου σύμπαν”. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές χώρες.

Έργα του – Ποίηση: Κάιν και Άβελ (1940), Το τραγούδι των πέντε ανέμων (1947), Λεπτομέρειες από λυπημένη ιστορία του ανθρώπου (1950),  Εσωτερική περιπέτεια (1953), Δύο άνθρωποι μέσα μου (1957), Περιπτώσεις καθημερινότητας (1959), Ο αγριόχοιρος (1963),  Το μικρό μου σύμπαν (1969),  Ένας ποιητής στο δρόμο και οι σάτιρες για την Λεωνόρα (1974), Το ανθρώπινο ζήτημα (1976),  Τα ποιήματα 1967 – 1979,  κ. ά.

Θεατρικό: Ο άλλος της ωραίας μοναξιάς (1969).

Έχει γράψει και μελέτες.

Όλος τούτος ο λαός

Όλος τούτος ο λαός
που περιμένει στο λιμάνι τα πλοία,
έπαιξε τη ζωή του στα ζάρια με τους ανέμους
και τώρα ξυπόλητος και γυμνός
νοσταλγεί μιαν επιστροφή
απ’ την αιχμαλωσία του.
Εδώ κάτω από τ’ άστρα ξαγρυπνάει
τόσες νύχτες
κι’ ονειρεύεται την επιστροφή.
Πλοία κατάφωτα και ταχύπλοα
διασχίζουν τα σπλάχνα σου
νύχτα και μέρα,
όμως όπως περνούσε μακρυά από τη λαχτάρα σου
τόσα όνειρα χάνονται,
γιατί ένα φως μέσα στη θάλασσα
που όλο σβήνει απομακρένεται,
ανάβει τη φωτιά της αγωνίας
σε κείνους που περιμένουν.
Δίχως τροφή, νερό και δύναμη
ποιος το ‘λεγε πως θ’ απομείνουμε,
ποιος το ‘λεγε πως θα περάσουμε
δίχως το καθημερινό μας γέλιο,
χωρίς μιαν εξοχή στο άγχος μας,
χωρίς τίποτα θάλασσα, θάλασσα.
Τώρα
κλείσε τους ανέμους τους τυραννικούς
μέσα στ’ αμπάρια των πλοίων
έτσι ανενόχλητα να σκίζουν τον κόρφο σου
κι εμείς στέλνουμε γλάρους τις ικεσίες μας
να τα οδηγήσουν στο βράχο μας
εκεί που με σφιχτά χέρια η ελπίδα μας
θα κρατήσει το παλαμάρι.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: