Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Ο καιόμενος» του Τάκη Σινόπουλου

“Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.”

Ο ποιητής και χρονικογράφος Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε στις 17 του Μάρτη 1917 και έφυγε από τη ζωή στις 25 του Απρίλη 1981.

Μαθητής ακόμα, δημοσιεύει ένα ποίημα και ένα διήγημα σε εφημερίδα του Πύργου Ηλείας, περιοχή απ’ όπου καταγόταν, με το ψευδώνυμο Αργυρός Ρουμπάνης. Τα επόμενα χρόνια τον βρίσκουν στην Αθήνα όπου σπουδάζει ιατρική. Στην κατοχή φυλακίστηκε από τους Ιταλούς και πέρασε από στρατοδικείο. Μετά το τέλος του εμφυλίου εργάζεται ως γιατρός.

Ο Σινόπουλος στη διάρκεια της δημιουργικής του πορείας έδωσε μια σειρά ποιητικών συλλογών, δοκιμίων και βιβλιοκριτικών, που χαρακτήρισαν την πνευματική ζωή της χώρας τα μεταπολεμικά χρόνια.

«Η ποίηση στην οποία αποβλέπει ο Τάκης Σινόπουλος είναι μια ποίηση πιστή στην ιστορία της σιωπής, μια ποίηση που, μολονότι γραμμένη μέσα στη ζώνη της σιωπής, αφυπνίζει την επιθυμία να γράψεις και να ανταποκριθείς, έστω και εάν δεν ξέρεις πώς. Η ποίησή του υποτυπώνει τον αγώνα που βιώνει και ο ίδιος την εποχή του πολέμου και του εμφυλίου και συνιστά μία μορφή ενεργού συμμετοχής. Είναι ένας τρόπος να καταγράψει την αναγκαιότητα της μνήμης των αβέβαιων αλλά ευανάγνωστων καταβολών του εμφυλίου. Γυρεύοντας να αποδώσει το νόημά της χωρίς ήχους ή λέξεις, η ποίησή του επιμένει να μας λέει ότι κανείς δεν μπορεί να δείξει τίποτα χωρίς γλώσσα και ότι σωπαίνοντας εξακολουθείς να μιλάς» σημειώνει η Σοφία Αδαμίδου στον Ριζοσπάστη (Κυριακή 16 Δεκέμβρη 2001).

Το 1951 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Μεταίχμιο». Ο ποιητής επιλέγει να φωτίσει όσα ευαισθητοποιούν τις κεραίες του και κινητοποιούν τη συνείδησή του. Η στάση του αυτή αποτυπώνεται στο ποίημα «Ο καιόμενος».

Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.

Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.

Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;

Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.

Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.

Γινόταν ήλιος.

Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.

Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: