Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Μοιρολόι» της Ελένης Βακαλό

“Θέλω να πω για τη μεγάλη σιωπή
Που δεν έχει στον ουρανό της φεγγάρι
Δεν έχει άλογο για να κινήσει η συνοδειά
Κι’ έχει ξεχάσει το ποτάμι…”

Η συγγραφέας, ποιήτρια και ιστορικός της Τέχνης, Ελένη Βακαλό, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 26 του Οκτώβρη 1921 και έφυγε από τη ζωή στις 10 του Οκτώβρη 2001.

Η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1922.

Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ιστορία Τέχνης στο Παρίσι, στο Πανεπιστήμιο Σορβόνης.

Υπήρξε μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών και της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών.

Πήρε το πρώτο βραβείο Ποίησης το 1991 και το βραβείο Δοκιμίου Ακαδημίας Αθηνών το 1997.

Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

Έργα της – Ποιητικές συλλογές: Θέμα και Παραλλαγές 1945, Αναμνήσεις από μια εφιαλτική πολιτεία 1948, Στη μορφή των θεωρημάτων 1951, Το Δάσος 1954, Τοιχογραφία 1956, Ημερολόγιο της ηλικίας 1958, Περιγραφή του σώματος 1959, Η έννοια των τυφλών 1962, Ο τρόπος να κινδυνεύουμε 1966, Γενεαλογία 1971, Του Κόσμου 1978, Οι Παλάβρες της Κυρά Ροδαλίνας 1984, Το Άλλο του Πράγματος – συγκεντρωτική έκδοση 1954 – 1994,  Το θαύμα 1997, Επιλεγόμενα 1997.

Εκδόθηκαν και βιβλία της για την Θεωρία της Τέχνης.

Το ποίημα “Μοιρολόι” είναι από την ποιητική ανθολογία των εκδόσεων “Μαλλιάρη” 1975.

                      Μοιρολόι

Θέλω να πω για τη μεγάλη σιωπή
Που δεν έχει στον ουρανό της φεγγάρι
Δεν έχει άλογο για να κινήσει η συνοδειά
Κι’ έχει ξεχάσει το ποτάμι

Θέλω να πω για την πικρή μας την καρδιά
Που δεν ξεχνάει

Στο Δίστομο βάλαν φωτιά και στο Μωριά μαχαίρι
Θέλω να πω για το χαλασμό που μας πλακώνει

Τυλίξανε σε κόκκινη βελέντζα το νεκρό
Και μας τον φέρνουν
Μας φέρνουνε μια φούχτα γιασεμιά
Και τον καϋμό της νύχτας
Μας φέρνουν το τραγούδι τ’ αξημέρωτο
Και τα κλειστά παντζούρια
Κι’ ένα μαχαίρι ατσάλινο
Να το καρφώσουμε στα δέντρα
Να βάψει η γη κι ο ουρανός
Από το αίμα
Αυτή τη σιωπή την αγαπώ
Αυτήν την καρδιά μας την ξέρω

Θέλω να πω για την πικρή τη φυλακή
Που τραγουδάνε τα κορίτσια

Έχει στ’ αυτί γαρύφαλλο
Και κλειδωμένο στόμα
Έχει καράβια μ’ ανοιχτά πανιά
Σταματημένα
Πέτρωσ’ η θάλασσα
Και δεν τον είδαμε τον ήλιο
Με ανοιχτές λαβωματιές
Να συλλογιέται τον αδελφό του
Που’ χει κρατήσει
Πάνω στον κόρφο του σφιχτά
Μια σφαίρα κελαϊδιστή
Να τη ζεστάνει

Θέλω να πω για τη μεγάλη σιωπή
Που ‘χει ξεχάσει το ποτάμι

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: