Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Μ. Γκ. 1888-1979» του Μιχάλη Γκανά

“Αν θυμάμαι το χέρι σου, λέει,
στη Σκόδρα, στο Μπάλατον, στο Μπελογιάννη
την τριμμένη σου χλαίνη αν θυμάμαι
το χέρι σου που ’τρεμε και κουδούνιζε το
κουτάλι στο πιάτο…”

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Μ. Γκ. 1888-1979» του Μιχάλη Γκανά

Από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές μας, ο Μιχάλης Γκανάς γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944.

Τον Σεπτέμβρη του 1948, εν μέσω εμφυλίου, βρέθηκε στην Αλβανία και στη συνέχεια στο χωριό «Μπελογιάννης» της Λαϊκής Δημοκρατίας Ουγγαρίας, όπου έζησε για χρόνια.

Επέστρεψε στη Ελλάδα το 1954. Από το 1962 ζει και εργάζεται στην Αθήνα, όπου ήρθε για να σπουδάσει νομικά, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του για λόγους βιοποριστικούς.

Βιβλιοπώλης για μια δεκαπενταετία, συνεργάστηκε αργότερα με την κρατική τηλεόραση ως επιμελητής λογοτεχνικών εκπομπών και σεναριογράφος. Από το 1989 έως τη συνταξιοδότησή του υπήρξε κειμενογράφος σε διαφημιστική εταιρεία.

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες, ενώ στίχοι του έχουν μελοποιηθεί από γνωστούς Έλληνες και ξένους συνθέτες: Μ. Θεοδωράκης, Θ. Μικρούτσικος, Ν. Μαμαγκάκης, Ν. Ξυδάκης, Δ. Παπαδημητρίου, Ν. Κυπουργός, G. Bregovic, A. Dinkjian κ.ά.

Μετέφρασε τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη για το Θέατρο Τέχνης – Κάρολος Κουν (1991), τους «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου για το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πατρών (1994) και το «Άσμα ασμάτων» (Μελάνι, Αθήνα 2005).

Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του «Παραλογή». Τον Δεκέμβριο του 2011 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του. Το 2017 τιμήθηκε με Ειδική Μνεία του περιδικού «Αναγνώστης» για το βιβλίο του «Ομήρου Οδύσσεια» (Μεταίχμιο, 2016).

Ο Μιχάλης Γκανάς

Τα έργα του Μιχάλη Γκανά «Μαύρα Λιθάρια», «Ακάθιστος Δείπνος» και «Μητριά Πατρίδα» μεταφράστηκαν στα γερμανικά από τη Nelly Weber και κυκλοφόρησαν σε έναν τόμο με τίτλο Stiefmutter Heimat, από τις Εκδόσεις Romiossini, το 1985.

Το ποίημα που φιλοξενεί η στήλη εμπεριέχεται στη συλλογή «Μαύρα λιθάρια» (1980), τη δεύτερη του ποιητή.

Έχοντας λίγο κίτρινο στα νύχια και στο βλέμμα
πάει το σκαρί σου κι ανοίγει
μαύρο το νερό από κάτω.
Άδειο το σπίτι .Έξω τα δέντρα
που φύτεψαν τα χέρια σου.
Αυτή τη νύχτα και την άλλη
με το μπαστούνι άχρηστο στην άκρη
και το κορμί σου που επιμένει ν’ αφοδεύει.

Δε θα τον δεις, απ’ τις γρεντές
κατέβαινε παλιά, τώρα
ταβάνωσαν το σπίτι και τι να δεις
με τα σβησμένα μάτια σου,
άσε που θα ’ρθει μ’ ένα μαξιλάρι
και σαν μωρό στην κούνια θα σε πνίξει.

Αν θυμάμαι το χέρι σου, λέει,
στη Σκόδρα, στο Μπάλατον, στο Μπελογιάννη
την τριμμένη σου χλαίνη αν θυμάμαι
το χέρι σου που ’τρεμε και κουδούνιζε το
κουτάλι στο πιάτο κι αν θυμάμαι τα πόδια σου,
λέει, με τ’ άκοπα νύχια, τους κάλους που
σου ’βγαζε ο αδερφός μου θυμάμαι και
τις φωτογραφίες απ’ την Αμερική με
τον Βασίλη, με τον Προκοπή, ντυμένοι στην
πένα, με χωρίστρα κι οι τρεις στο
Boston στο Worcester στο Framingham εκεί
που αθλούνται τώρα οι γιοί και τα εγγόνια σου.

Ούτε αλαφρύ το χώμα ούτε βαρύ.
Η μάνα θα ’ρθει να μάς βρει την
άλλη μέρα θα πάρει το λεωφορείο,
μαύρο αρνί στο μνήμα σου θα βόσκει
κλειστό το σπίτι για καιρό,
τα δυο σκυλιά θα τα ταΐζουν οι γειτόνοι.
Ξένο ψωμί θα τρώνε τα σκυλιά μας.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: