Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Καλλιπάτειρα» του Λορέντζου Μαβίλη

“Με τες άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια·
στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζη
με της αντρειάς τα αμάραντα προνόμια…”

Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1860 στην Ιθάκη, όπου ο πατέρας του Παύλος Μαμπίλης ή Μαβίλης, ισπανικής καταγωγής, υπηρετούσε ως δικαστής του Ιονίου Κράτους. Η μητέρα του, η Κερκυραία αριστοκράτισσα Ιωάννα Μαβίλη, καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια Δούσμανη, είχε περάσει μέρος της ζωής της κοντά στον αγροτικό πληθυσμό της Κέρκυρας και αγάπησε τη λαϊκή γλώσσα και τέχνη και την αγάπη αυτή μετέδωσε στον γιο της.

Ο Λορέντζος Μαβίλης είχε μια αδελφή δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του, την Εσθήρ, η οποία, ύστερα από έναν αποτυχημένο γάμο, αφοσιώθηκε στον αδελφό της και τον είχε υπό την προστασία και τη φροντίδα της σε όλη του τη ζωή.

Μεγάλη επίδραση στην προσωπικότητα του Μαβίλη άσκησε ο Ιάκωβος Πολυλάς, του οποίου υπήρξε φίλος και μαθητής.

Μετά το γυμνάσιο ο ποιητής έφυγε για την Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή.

Η οικογένεια Μαβίλη είχε ανθηρά οικονομικά – κυρίως κτηματική περιουσία – ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει την πολυετή και πολυδάπανη παραμονή του νεαρού Λορέντζου ως φοιτητή στη Γερμανία (δεκατέσσερα χρόνια). Εκεί μελέτησε τους αρχαίους κλασικούς και έμαθε Ιταλικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά και Σανσκριτικά.

Το 1893 ο ποιητής επέστρεψε στην Κέρκυρα, εντάχτηκε στην Κερκυραϊκή Σχολή και συνδέθηκε με τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη. Κατόπιν στρατεύτηκε και το 1896 έγινε μέλος της Εθνικής Εταιρείας . Το 1897 έφυγε για την Κρήτη προς ενίσχυση του εκεί επαναστατικού κινήματος και κατέληξε στην Ήπειρο επικεφαλής σώματος ανταρτών.

Στις εκλογές του 1910 ο Μαβίλης απέκτησε βουλευτικό αξίωμα με το κόμμα των Φιλελευθέρων και από αυτή τη θέση αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας.

Το 1912, κατά τον Πρώτο Βαλκανικό πόλεμο, σε ηλικία πενήντα τριών ετών πήρε μέρος στην εκστρατεία της Ηπείρου. Στις 28 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς γίνεται επικεφαλής του λόχου των εθελοντών Γαριβαλδινών και την επόμενη μέρα σκοτώνεται στη Μάχη του Όρους Δρίσκου κοντά στα Ιωάννινα. Τραυματισμένος θανάσιμα θα ξεψυχήσει στην αγκαλιά του συμπολεμιστή του, ποιητή Νίκου Καρβούνη.

Λέγεται ότι ο Μαβίλης διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την ποιήτρια Μυρτιώτισσα – κατά κόσμον Θεώνη Δρακοπούλου – και το ποίημά της «Τι άλλο καλέ μου» (1925) είναι αφιερωμένο στη μνήμη του.

Από το πρωτότυπο έργο του γνωστότερα είναι τα σονέτα του, τα οποία χαρακτηρίζονται από πληρότητα μορφής, ενώ έγραψε και πολλές μεταφράσεις.

Η στήλη φιλοξενεί το σονέτο που έγραψε για την Καλλιπάτειρα, κόρη του Ολυμπιονίκη Διαγόρα του Ρόδιου και μητέρα Ολυμπιονικών. Η Καλλιπάτειρα ήταν η πρώτη γυναίκα της αρχαιότητας που μπήκε μέσα σε αθλητικό χώρο και παρακολούθησε τους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες, προνόμιο τότε των ανδρών… Η καταγωγή της ήταν και ο λόγος που η πράξη της αυτή δεν είχε τις συνέπειες που θα είχε για άλλες γυναίκες (“Με τες άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια”)…

Σύμφωνα με τον Παυσανία, οι κανονισμοί επέβαλλαν στις γυναίκες που παραβίαζαν την απαγόρευση, θάνατο με κατακρήμνιση από το Τυπαίο όρος. Η Καλλιπάτειρα, για να θαυμάσει τον γιο της Πεισίρροδο που αγωνιζόταν στην πάλη, τόλμησε και μεταμφιέστηκε σε γυμναστή και κατόρθωσε έτσι να παρακολουθήσει τον αγώνα. Αποκαλύφθηκε αλλά δεν της επιβλήθηκε η θανατική ποινή από σεβασμό προς τον πατέρα της, τους αδελφούς της και τον γιο της, που ήταν όλοι Ολυμπιονίκες. Όμως με αφορμή την πράξη της θεσπίστηκε νόμος που επέβαλλε στους γυμναστές να μπαίνουν γυμνοί στον αγώνα, όπως οι αθλητές.

Αξίζει να σημειωθεί ότι από τότε πέρασαν πάνω από 2500 χιλιάδες χρόνια για να κατακτήσουν οι γυναίκες το δικαίωμα να μην αποτελούν εξαίρεση, να μη δανείζονται την όποια αξία τους από ένδοξους άντρες, να πορεύονται με τη δική τους αξία, να αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι.

Καλλιπάτειρα

Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες;
Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία
εδώθε». – «Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα,
τρία αδέρφια, γιο, πατέρα Ολυμπιονίκες·

να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,
και εγώ να καμαρώσω μέσ’ στα ωραία
κορμιά, που για το αγρίλι του Ηρακλέα
παλεύουν, θιαμαστές ψυχές αντρίκειες.

Με τες άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια·
στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζη
με της αντρειάς τα αμάραντα προνόμια.

Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζει
σε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου
ύμνος χρυσός του αθάνατου Πινδάρου.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: