Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Χειμώνας» του Μίλτου Σαχτούρη

“Τι ωραία που μαραθήκαν τα λουλούδια
τι τέλεια που μαραθήκαν
και αυτός ο τρελός να τρέχει στους δρόμους
με μια φοβισμένη καρδιά χελιδονιού…”

Ο Μίλτος Σαχτούρης  γεννήθηκε στις 29 του Ιούλη 1919 και έφυγε από τη ζωή στις 29 του Μάρτη 2005. Ανήκει στους μεγάλους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, «σε εκείνους από αυτή τη γενιά, που με πολλά τραύματα και διώξεις «ανταμείφθηκαν» για τα οράματα και τον ΕΑΜικό απελευθερωτικό αγώνα».

Ήταν δισέγγονος του Υδραίου ναυάρχου, καπετάνιου στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821, Γιώργη Σαχτούρη.

«Ο Μίλτος Σαχτούρης δεν είναι αυτού του κόσμου ή του άλλου. Είναι επισκέπτης. Μόνο η μάνα του γνωρίζει πως δεν επρόκειτο για γέννα αλλά για επίσκεψη.

Ο Σαχτούρης διάλεξε να είναι ακίνητος μέσα στο δωμάτιό του. Ακίνητος και στο αγαπημένο του καφενείο. Στους ανθρώπους στέρησε την απόλαυση να του κάνουν κακό, γιατί, όπως κάθε μεγάλος ποιητής, τα χειρότερα τα κάνει μόνος του για τον εαυτό του». (Γιώργος Κακουλίδης)

Το 1937 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά με την κήρυξη του πολέμου, το 1940, τις εγκατέλειψε και αφοσιώθηκε στην ποίηση.

Στα χρόνια της φασιστικής κατοχής, εντάχθηκε στο ΕΑΜ Λογοτεχνών. Το Μάη του 1944, έκανε την πρώτη επίσημη ποιητική του εμφάνιση από το περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα». Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Τα Νέα Γράμματα», «Τα Νέα Ελληνικά» και «Νέα Εστία».

Το 1945 εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Η λησμονημένη». Παράλληλα με την ποίηση μετέφρασε Μπρεχτ.

«Ο ποιητής δεν κάνει επίδειξη της φθοράς του, δεν συναλλάσσεται, δεν ενδιαφέρεται για τις εντυπώσεις. Αξιοπρεπής σ’ αυτό που είναι, εξοφλεί το χρέος του, πληρώνει το φόρο του στην παγκόσμια μοίρα – όπως πιστεύει». (Νικηφόρος Βρεττάκος)

Το 1956 ο Μίλτος Σαχτούρης τιμήθηκε με το Α’ Βραβείο «Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές» της ιταλικής ραδιοτηλεόρασης για τη συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τα «Εκτοπλάσματα».

Ο σπουδαίος ποιητής το 2003 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.

Χειμώνας

Τι ωραία που μαραθήκαν τα λουλούδια
τι τέλεια που μαραθήκαν
και αυτός ο τρελός να τρέχει στους δρόμους
με μια φοβισμένη καρδιά χελιδονιού

χειμώνιασε και φύγανε τα χελιδόνια
γέμισαν οι δρόμοι λάκκους με νερό
δυο μαύρα σύννεφα στον ουρανό
κοιτάζονται στα μάτια αγριεμένα
αύριο θα βγει στους δρόμους και η βροχή

απελπισμένη
μοιράζοντας τις ομπρέλες της
τα κάστανα θα τη ζηλέψουν
και θα γεμίσουν μικρές κίτρινες ζαρωματιές
θα βγουν κι οι άλλοι έμποροι

αυτός που πουλάει τ’ αρχαία κρεβάτια
αυτός που πουλάει τις ζεστές ζεστές προβιές
αυτός που πουλάει το καυτό σαλέπι
κι αυτός που πουλάει θήκες από κρύο χιόνι
για τις φτωχές καρδιές

(Από τη συλλογή «Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο»)

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: