Ισίδωρος Καρδερίνης: Ωδή στον Νίκο Μπελογιάννη

“Με το κόκκινο γαρύφαλλο στην αγνή σου καρδιά
Και το φωτερό χαμόγελο στα ρόδινά σου χείλη
Έγινες του Πικάσο περίοπτη διάσημη ζωγραφιά
Κι ο χρυσός ήλιος περήφανα είχε ανατείλει…”

Ω ήρωα του λαού Νίκο Μπελογιάννη
Στην Αμαλιάδα είδες της αυγής το πρώτο φως
Μες στου Δεκέμβρη το χειμερινό σεργιάνι
Και στον γαλανό ουρανό ένας κόκκινος ανθός.

Εσύ ήσουν της Νομικής ο αγχίνους φοιτητής
Που πάλευες ακλόνητα για την ιδεολογία
Ο ακαταπόνητος κι άκαμπτος λαϊκός αγωνιστής
Που βρισκόσουν πάντα στην πρωτοπορία.

Χωροφύλακες σ’ έπιασαν μια μουντή μέρα
Και σε φυλάκισαν σε Ίο, Αίγινα κι Ακροναυπλία
Θλιμμένα και γκρίζα τα λόγια του αγέρα
Μα στ’ ατσάλινά σου στήθη η ανδρεία.

Κι όταν χτύπησαν την Ελλάδα οι Ιταλοί
Με τις ορδές τους απ’ τη γειτονική Αλβανία
Ζήτησες αμέσως να πας στην πρώτη γραμμή
Αλλά σου τ’ αρνήθηκε η Δικτατορία.

Με την εισβολή των Γερμανών στη χώρα
Σε παρέδωσαν στων κατακτητών τα σκαιά χέρια
Της Ιστορίας το ρολόι στην πιο ζοφερή ώρα
Και στα στρατόπεδα τού Χάρου τα ασκέρια.

Μες στης Κατοχής την πηχτή σκοτεινιά
Δραπέτευσες απ’ το νοσοκομείο «Σωτηρία»
Κι ανέβηκες στα λευκά χιονοσκέπαστα βουνά
Μαχόμενος γενναία για την ελευθερία.

Μετά την απελευθέρωση τελείωσες μ’ ευφορία
Το πόνημά σου «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα»
Έντονο το ενδιαφέρον σου και για τη λογοτεχνία
Ένας διανοούμενος σαν φως στη λαμπάδα.

Έφυγες πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία
Κι επέστρεψες έναν Ιούνη στη δύσμοιρη πατρίδα
Τα βήματά σου προσεκτικά και με αδημονία
Και τα βλέμματά σου μες στη μελαγχολία.

Παντού φτώχεια, φόβος, διώξεις, απελπισία
Μελανά σύννεφα πέτρινα κι ούτε μια ηλιαχτίδα
Τα περιστέρια  στην Ακρόπολη μες στη δυστυχία
Και πανίσχυρη μετεμφυλιακή καταιγίδα.

Παρακρατικοί με πιστόλια κι αδίστακτη μορφή
Και πρώην συνεργάτες των Γερμανών Ναζί
Αλώνιζαν στον ρημαγμένο απ’ τον πόλεμο τόπο
Ύπουλα, βίαια και με φασιστική ορμή.

Στης Μακρονήσου την κόλαση την τρομερή
Στρατιώτες και πολίτες μ’ αριστερά φρονήματα
Μες στ’ αντίσκηνα πείνα, δίψα, διαβίωση φρικτή
Βασανιστήρια, αίμα και θανατηφόρα κτυπήματα.

Ήρθες μυστικά για να αναδιοργανώσεις
Του κόμματος τις κατεστραμμένες οργανώσεις
Που δρούσε κάμποσα χρόνια στην παρανομία
Για το καθεστώς ως εγκληματική συμμορία.

Συνεργάστηκες εδώ με συντρόφους σου στενά
Και γνώρισες τη συντρόφισσά σου Έλλη Παππά
Δημιούργησες μαζί της φλογερό ερωτικό δεσμό
Μες στου φθινοπώρου τον βροχερό κλαυθμό.

Εξίμισι μήνες μετά την έλευσή σου την κρυφή
Πήγες στα Εξάρχεια σε μια κατοικία ερημική
Μα εκεί σου είχε στήσει η Ασφάλεια παγίδα
Και στα πατώματα ημιθανής σερνόταν η ελπίδα.

Έσκυψες κι έβαλες ένα σημείωμα στην κρύπτη
Τέσσερις ασφαλίτες πετάχτηκαν μπροστά σου
Πρόλαβες και το κατάπιες με ταχύτητα μεγίστη
Κι αυτοί χύμηξαν στην κορμοστασιά σου.

«Ρε παλιοτόμαρο, θα σου σκίσω την κοιλιά»
Είπε ο πιο βραχύσωμος φαλακρός ασφαλίτης
Ενώ σου έριξε με λύσσα μια πολύ γερή μπουνιά
Και βαθιά θλιβόταν κάθε δημοκρατικός πολίτης.

Κατά τις βάναυσες ανακρίσεις στην Αστυνομία
Απροσμέτρητο το μεγαλείο το ηθικό σου
Ούτε στης απομόνωσης την αφόρητη τυραννία
Δεν έκαμψαν τον γρανιτένιο ψυχισμό σου.

Οραματιζόσουν έναν κόσμο χωρίς καταπίεση
Χωρίς εκμετάλλευση, χωρίς πόλεμο και πείνα
Κι έπαιρνες κουράγιο για να αντέξεις την πίεση
Κι έπαιρνες δύναμη και σε φώτιζε μια αχτίνα.

Σε μια αισχρή δίκη θεατρικά σκηνοθετημένη
Ξεδίπλωσες τη συγκλονιστική σου απολογία
Μα στρατοδίκες βαλτοί σαν σαρκοβόρα θηρία
Σε καταδίκασαν άτιμα για κατασκοπεία.

«Εμείς αγαπάμε την Ελλάδα με την καρδιά μας»
Είπες στους διώκτες σου σε ιδιαίτερα οξύ τόνο
«Και με το αίμα μας, θέλουμε νέους χρόνους
Στο μπόι των ανθρώπων και των ονείρων μας».

«Οι θυσίες μας μπορούν να συγκριθούν μόνο
Με τις θυσίες των πρώτων χριστιανών»
Συνέχισες τον ιστορικό καταρρακτώδη σου λόγο
«Κι εκείνοι ήλπιζαν στη Βασιλεία των ουρανών».

Στα μάτια της μάνας σου ένα πικρό δάκρυ
Που τη δίκη παρακολουθούσε αέναα σε μία άκρη
Σ’ αγκάλιασε και σου ’δωσε ένα στοργικό φιλί
Κι η καρδιά της πονεμένη φλόγα πορφυρή.

Προσωπικότητες απ’ όλο τον πλανήτη
Μα και διαδηλωτές απ’ του δίκιου την κοίτη
Ζήτησαν με μεγάλη επίταση να μην εκτελεστεί
Η επαίσχυντη θανατική σου ποινή.

Ο Ντε Γκωλ, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Σαρτρ κι άλλοι
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σπυρίδων Βλάχος
Που διατράνωνε πόσο βαθιά είχε συγκλονιστεί
Απ’ το ήθος σου που έμοιαζε σαν βράχος.

Με το κόκκινο γαρύφαλλο στην αγνή σου καρδιά
Και το φωτερό χαμόγελο στα ρόδινά σου χείλη
Έγινες του Πικάσο περίοπτη διάσημη ζωγραφιά
Κι ο χρυσός ήλιος περήφανα είχε ανατείλει.

Όμως των Αμερικανών η θέληση σαν τη θηλιά
Περιέσφιγγε τη χώρα για τη θανάτωσή σου
Η αίτηση χάριτος απορρίφθηκε απ’ τον Βασιλιά
Κι έτσι άνοιξε ο δρόμος για την εκτέλεσή σου.

Μες στων μελλοθανάτων το φρικιαστικό κελί
Οι στερνές σου μέρες στου σκοταδιού τη δίνη
Το σοφό σου πνεύμα στάλαζες στο χλωμό χαρτί
Και στο λαμπερό σου πρόσωπο η καλοσύνη.

Επικοινωνούσες ευφάνταστα με την Έλλη
Που την κρατούσαν σ΄ ένα κοντινό πανάθλιο κελί
Και δεν την εκτέλεσαν τελικά κι εκείνη
Γιατί είχε γεννήσει το μοναδικό σας παιδί.

Ήταν άγρια ξημερώματα όταν μπήκε στο κελί
Ένας σκυθρωπός δεσμοφύλακας απροσδόκητα
«Πάμε για καθαρό αέρα;» είπες αυθόρμητα
Κι η πυκνή αχλή σκέπαζε πλέρια τη φυλακή.

Έγραψες σε μια φωτογραφία προς τον γιο σου
«Και να πεθάνεις για να ζήσουν, αν χρειαστεί
Οι άνθρωποι που δεν είδες καν στο πρόσωπο
Αν και δεν υπάρχει κάτι πιο όμορφο απ’ τη ζωή».

Είδες ύστερα την Έλλη απ’ το παραθυράκι
Της έδωσες ένα γοργό φιλί και τη φωτογραφία
Της είπες να προσέχει το μικρό σας αγοράκι
Κι η συγκίνηση ράγιζε τα μάτια με μανία.

Σε φόρτωσαν με τρεις ακόμα σ’ ένα φορτηγό
Και σας μετέφεραν στης εκτελέσεως τον τόπο
Ούτε οι Ναζί δεν σκότωναν πριν τον πρωινό
Του ανατέλλοντος ηλίου μελωδικό ψαλμό.

Αμέσως μετά σ’ έστησαν στον τοίχο τον λερό
Εκείνου του Μάρτη τη μενεξεδένια Κυριακή
Και σπαρταρούσε γοερά απ’ τον πόνο τον βαθιό
Του λαού μας η θαρραλέα άτρωτη ψυχή.

Δίπλα σου οι τρεις ανένδοτοι σύντροφοί σου
Ο Καλούμενος, ο Μπάτσης κι ο Αργυριάδης
Προσηνής κι ατρόμητη η νεανική μορφή σου
Μπροστά στ’ απόσπασμα που διατάζει ο Άδης.

«Να είμαστε εμείς οι τελευταίοι» ήταν η ευχή
Που έδωσες στον ξερακιανό ασπρομάλλη παπά
Δεν δέχτηκες να σου βάλουν στα μάτια πανί
Κι η γη υμνούσε την άφθαστή σου λεβεντιά.

Με των φορτηγών τ’ αργυρά φώτα αναμμένα
Κατάμαυρα χαράματα, βροντεροί πυροβολισμοί
Των στρατιωτών τα τουφέκια καπνισμένα
Κι ασάλευτο το ηρωικό σου το κορμί.

Το αθώο σου αίμα αυλάκωσε το σκληρό χώμα
Μεμιάς βλάστησαν ολόανθα κόκκινα λουλούδια
Τα πύρινά σου λόγια αντηχούν δυνατά ακόμα
Κι έχουν γίνει αθάνατα αγωνιστικά τραγούδια.

Καρδερίνης Ισίδωρος
Ποιητής

*Tο αφιερώνω στον πατέρα μου Ιωάννη Καρδερίνη, ο οποίος υπήρξε στέλεχος της ΕΔΑ στη Χίο και υποψήφιος βουλευτής της στις εκλογές του 1963 και εξόριστος κατά την Απριλιανή Δικτατορία στη Γυάρο και τη Λέρο καθώς και στον θείο μου Νίκο Καρδερίνη, ο οποίος υπήρξε εξόριστος στρατιώτης στη Μακρόνησο.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: