Βίκτορ Νεκράσοφ – Στα χαρακώματα του Στάλινγκραντ

Κ’ ύστερα τον μιμήθηκαν όλες οι μεραρχίες κι άρχισαν να φτιάχνουν τέτοια σκιάχτρα. Οι στρατιώτες διασκέδαζαν πολύ μ’ αυτό. Έκανε από κουρέλια το ομοίωμα του Χίτλερ, τόντυσε με μια γερμανικιά χλαίνη, τούβαλε μουστάκι και τσουλούφι από βαμένο στουπί και του κρέμασε μια επιγραφή: «Ρίχτε μου»…

Βίκτορ Νεκράσοφ - Στα χαρακώματα του Στάλινγκραντ

Το κεφάλαιο με αριθμό 41, από το μυθιστόρημα του Σοβιετικού συγγραφέα Βίκτορ Νεκράσοφ «Στα χαρακώματα του Στάλινγκραντ» (εκδ. Θεμέλιο, 1966, Μετάφραση: Άλκη Ζέη).

Ο Βίκτορ Νεκράσοφ (1911-1987) πολέμησε με τον Κόκκινο Στρατό στην Μάχη του Στάλινγκραντ, που έληξε στις 2 του Φλεβάρη 1943 με συντριβή των γερμανοφασιστών και παράδοση της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας τους. Στο μυθιστόρημα «Στα χαρακώματα του Στάλινγκραντ», που τιμήθηκε στην ΕΣΣΔ με κρατικό βραβείο λογοτεχνίας, αποτυπώνονται τα βιώματά του στη μάχη.

Στις εφτά του μηνός το βράδυ, έρχονται οι εφημερίδες, με το λόγο του Στάλιν. Από καιρό τον περιμένουμε. Από το ραδιόφωνο δεν μπορείς να καταλάβεις τίποτα, τραντάζονται οι αιθέρες. Ξεχωρίσαμε μονάχα τη φράση «και στην αυλή μας θα ξημερώσει η γιορτή».

Τη φράση αυτή τη συζητάνε, σ’ όλα τα χαρακώματα και τα αμπριά.

— Θα γίνει επίθεση — μας δηλώνει υπεύθυνα ο Λισσαγκόρ.

Για όλα μιλάει πολύ υπεύθυνα:

— Θα το δεις. Κάτι ήξερε που μάς έλεγε, την περασμένη φορά ο Λαζάρ. —Θυμάσαι; — Πως κάτι μεραρχίες περνούσανε τις νύχτες. Τις είδες; Όχι; Ούτε κ’ εγώ. Βγάλε, λοιπόν, συμπέρασμα.

Ο Στάλιν μίλησε στις έξη τού Νοέμβρη.

Στις εφτά, οι σύμμαχοι αποβιβάζονται στο Αλγέρι και στο Οράν. Στις δέκα μπαίνουν στην Τύνιδα και στην Καζαμπλάνκα.

Στις έντεκα Νοεμβρίου στις εφτά το πρωί, σταματούν οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στη βόρεια Αφρική. Υπογράφεται συμφωνία από τον Νταρλάν και τον Αϊζενχάουερ. Την ίδια μέρα και την ίδια ακριβώς ώρα, τα γερμανικά στρατεύματα διασχίζουν, με εντολή του Χίτλερ, την οροθετική γραμμή στο Σαλόν – συρ – Σων και προχωρούνε προς την Λυών. Ώρα δεκαπέντε ακριβώς, τα ιταλικά στρατεύματα μπαίνουν στη Νίκαια. Στις δώδεκα Νοεμβρίου, οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τη Μασσαλία και αποβιβάζονται στην Τυνησία.

Στις τριάντα Νοεμβρίου, οι Γερμανοί βομβαρδίζουν για τελευταία φορά το Στάλινγκραντ. Σαρανταδύο «ΓΙΟΥ – 87», ρίχνουν μπόμπες σε τρία κύματα στις θέσεις που βρίσκεται το βαρύ πυροβολικό μας, στην περιοχή «Κράσναγια Σβαμπόντα», στην αριστερή όχθη του Βόλγα. Μετά φεύγουν. Βασιλεύει μια ακατανόητη, ασυνήθιστη κ’ εντελώς παράξενη σιωπή.

Ύστερα από ογδονταδύο μέρες ασταμάτητου βρόντου και καπνού. Ύστερα από αδιάκοπο βομβαρδισμό, από τις εφτά το πρωί ως τις εφτά το βράδυ, συμβαίνει κάτι το ακατανόητο. Εξαφανίζεται το σύννεφο, πάνω από τον «Κόκκινο Οχτώβρη». Δεν χρειάζεται πια να σηκώνουμε όλη ώρα το κεφάλι για να ανακαλύψουμε στον ασυννέφιαστο ουρανό, τα σιχαμένα τριγωνικά σχήματα των αεροπλάνων. Μονάχα το αναγνωριστικό, ο «Σκελετός», εμφανίζεται με την πρωτινή ακρίβεια τα πρωινά και πριν από τη δύση και που και που περνούν σφυρίζοντας πάνω από τα κεφάλια μας τίποτε «Μέσσερσμιθ» και εξαφανίζονται σχεδόν αμέσως.

Είναι ολοφάνερο, πώς οι Γερμανοί απόκαμαν. Και στα χαρακώματα γίνονται ζωηρές συζητήσεις. Και πώς και γιατί κι αν μπορεί τα γεγονότα στην Αφρική να θεωρηθούν δεύτερο μέτωπο. Οι διαφωτιστές γίνονται ανάρπαστοι. Ο προπαγανδιστής του συντάγματός μας, Σένετσκα Λαζόβοϊ, ένα εύθυμο παληκάρι, σβέλτο και πάντα γεμάτο ενθουσιασμό, έχει ψοφήσει στα πόδια του. Σχεδόν δεν τον βλέπουμε στην όχθη, έρχεται ένα λεφτό στο επιτελείο ν’ ακούσει ραδιόφωνο και ξαναφεύγει. Και κει στην πρώτη γραμμή, δεν ακούς τίποτ’ άλλο από: «Σένετσκα, έλα κι από δω», «Σένετσκα έλα και σε μας». Όλοι έτσι τον φωνάζουν: «Σένετσκα». Κ’ οι στρατιώτες κ’ οι αξιωματικοί.

Ο κομισάριος τούκανε μάλιστα παρατήρηση:

— Τι κατάσταση είναι αυτή, Λαζοβόι. Είσαι ανθυπολοχαγός κι όλοι σε φωνάζουν «Σένετσκα». Δέν είναι σωστό.

Κ’ εκείνος χαμογελάει μονάχα, σαστισμένα.

— Τι να κάνω; Τόχουν συνηθίσει. Τους τόπα τόσες φορές. Το ξεχνάνε… Το ξεχνάω κ’ εγώ. Κ’ έτσι μούμεινε το «Σένετσκα».

Ο κομισάριος έκανε μια βαριεστημένη κίνηση με το χέρι.

Δουλεύει σα δαίμονας… Πώς να θυμώσεις μαζί του;

Πραγματικά, δουλεύει σα δαίμονας ο Σένετσκα. Έχει τόση πρωτοβουλία και τόση φαντασία, που αναρωτιέσαι πού τις βάζει, που είναι τόσο κοντούλης και αδυνατούλης. Ένα καιρό τριγύριζε όλη ώρα μ’ ένα χωνί που του είχαν φτιάξει οι σκαπανείς μου, ένα τηλεβόα από τενεκέ κ’ έκανε μαζί μ’ έναν διερμηνέα προπαγάνδα με τις μέρες στους Γερμανούς. Οι Γερμανοί λυσσούσαν, τους έριχναν, μα κείνοι τον τηλεβόα παραμάσχαλα και τραβούσαν γι’ αλλού. Ύστερα τον έπιασε μανία με τα τρυκ και τις γελοιογραφίες του Χίτλερ. Δεν τις κατάφερνε άσχημα. Τότε ακριβώς το σύνταγμά μας είχε παραλάβει βλήματα και όλμους για ρίψη προπαγανδιστικού υλικού. Σαν τέλειωσαν, ο Σένετσκα κάθησε και κάτι σοφίστηκε να κάνει με κονσερβοκούτια, κ’ έφτιαξε από λάστιχο ένα μηχάνημα για να τα εκτοξεύει. Μα δε βγήκε τίποτα και τα κονσερβοκούτια δεν φτάναν ως τους Γερμανούς. Και τότε βάλθηκε να φτιάξει ένα σκιάχτρο. Κ’ ύστερα τον μιμήθηκαν όλες οι μεραρχίες κι άρχισαν να φτιάχνουν τέτοια σκιάχτρα. Οι στρατιώτες διασκέδαζαν πολύ μ’ αυτό. Έκανε από κουρέλια το ομοίωμα του Χίτλερ, τόντυσε με μια γερμανικιά χλαίνη, τούβαλε μουστάκι και τσουλούφι από βαμένο στουπί και του κρέμασε μια επιγραφή: «Ρίχτε μου», και μια νύχτα μαζί με τους ανιχνευτές, το στήσανε στην ουδέτερη ζώνη, ανάμεσα σε μας και στους Γερμανούς. Εκείνοι λύσσαξαν κι όλη μέρα χτυπούσαν με τα πολυβόλα τον Φύρερ τους και τη νύχτα πήγαν και το κλέψανε το σκιάχτρο. Να το κλέψουνε — το κλέψανε, μα χάσανε τρεις άντρες για χάρη του. Οι στρατιώτες μας κρατούσαν τις κοιλιές τους από τα γέλια. «Γειά σου βρε Σένετσκα». Τον αγαπούσαν πολύ.

Δυστυχώς, μάς τον πήρανε πολύ γρήγορα. Επειδή ήτανε ο καλύτερος προπαγανδιστής της μεραρχίας, τον στείλανε να σπουδάσει στη Μόσχα. Πολύ καιρό περιμέναμε γράμμα του και, σαν έφτασε επιτέλους, ολόκληρη μέρα, στο σταθμό διοικήσεως του πρώτου λόχου — εκεί τον έβρισκες τον πιο πολύ καιρό — γράφανε την απάντηση. Το γράμμα δεν έπιασε πιότερο από δυό σελίδες κι αυτές όλο ερωτήσεις, «εδώ σε μάς είναι όλα όπως τάξερες, ρίχνουμε από καμιά τουφεκιά». Οι υπογραφές, όμως, μόλις που χώρεσαν σε τέσσερεις σελίδες. Θάτανε καμιά εκατοσταριά.

Για πολύ καιρό μιλούσανε γι’ αυτόν, με θέρμη οι στρατιώτες.

— Πότε, επιτέλους, θα τελειώσουν οι σπουδές του; — ρωτούσανε κ’ ελπίζανε πως θα γύριζε πίσω ο Σένετσκα στο σύνταγμά μας. Μα δε γύρισε. Τον στείλανε, θαρρώ, στο βόρειο μέτωπο.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: