Το διήγημα της Πέμπτης: «Αχ αντάρτισσά μου, Νίκαια, Κοκκινιά μου…» της Ελένης Μακρυνιώτη – Τραγγανίδα

Τώρα θα μου πείτε, τι ψάχνεις ετούτα και μπερδεύεις τα παλιά με τα καινούρια. Εντάξει, βρε παιδιά, εγώ έτσι σαν απλή κουβεντούλα και να ξέρετε ότι όποιος δεν έχει παρελθόν δεν έχει και μέλλον…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Αχ αντάρτισσά μου, Νίκαια, Κοκκινιά μου…» της Ελένης Μακρυνιώτη - Τραγγανίδα

Η Ελένη Μακρυνιώτη – Τραγγανίδα γεννήθηκε στο χωριό Μαριολάτα Φωκίδας το 1933. Δεν πρόλαβε να τελειώσει το δημοτικό σχολείο, αλλά γαλουχήθηκε στις αξίες και τα ιδανικά του αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο από τον κομμουνιστή πατέρα της, τον Ηλία, ο οποίος κυνηγήθηκε για τις ιδέες του και εξορίστηκε από τη μεταξική δικτατορία, ενώ ήταν μεταξύ των γηραιότερων ανταρτών του ΕΛΑΣ. Αργότερα, το 1947, θα δολοφονούνταν άνανδρα και φρικτά, διά αποκεφαλισμού, από τις συμμορίες που αποτελούνταν από πρώην συνεργάτες των κατακτητών και λυμαίνονταν την ελληνική ύπαιθρο.

Δείτε επίσης στην Κατιούσα:
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: «Γιατί ήμασταν η στιγματισμένη “οικογένεια του Μακρυνιώτη”…»

Όπως η πλειοψηφία των παιδιών της γενιάς της, συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση ως Αετόπουλο κι έπειτα στην ΕΠΟΝ, ενώ, με την έναρξη του εμφύλιου πολέμου, κατατάχτηκε εθελοντικά στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, στο Αρχηγείο Παρνασσίδας με αρχηγό τον Διαμαντή και στο Τάγμα του Κρόνου, 2ος Λόχος με λοχαγό τον Φίτσιο. Το Τάγμα είχε χώρο δράσης τη Ρούμελη.

Τραυματίστηκε το 1948 στο Κοκοσάλεσι, πιάστηκε αιχμάλωτη και πέρασε στρατοδικείο. Λόγω του νεαρού της ηλικίας της δεν εκτελέστηκε και φυλακίσθηκε στις φυλακές Αβέρωφ. Τα γεγονότα αυτά αποτελούν το περιεχόμενο του πρώτου της βιβλίου «Μυρτιά του Βουνού», πάνω στο οποίο βασίστηκε το θεατρικό έργο «Ήλιος στην πέτρα» της Σοφίας Αδαμίδου, ο συγκλονιστικός μονόλογος, με την Ελένη Γερασιμίδου στο ρόλο της Μυρτιάς.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Αχ αντάρτισσά μου, Νίκαια, Κοκκινιά μου…» της Ελένης Μακρυνιώτη - Τραγγανίδα

Η Ελένη Μακρυνιώτη – Τραγγανίδα σε νεαρή ηλικία

Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΟΦΟΝ (Ορειβατικός Φυσιολατρικός Όμιλος Νίκαιας) και στον Ριζοσπάστη, και το αναδημοσιεύουμε με αφορμή την επέτειο μνήμης και τιμής των αγωνιστών που εκτελέστηκαν από τους χιτλεροφασίστες καταχτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους, στις 17 του Αυγούστου 1944, στο μπλόκο της Κοκκινιάς.

Κοκκινιά
της Ελένης Μακρυνιώτη – Τραγγανίδα

Ήρθα στην Κοκκινιά κάτω από πολύ τραγικές συνθήκες. Ήρθα την εποχή που η επαρχία ξέρναγε κατά εκατοντάδες τους ανθρώπους της σε άγνωστα μέρη.

Η Κοκκινιά έγινε το μετερίζι της απαντοχής για μένα και για κάθε κατατρεγμένο πρόσφυγα στον τόπο μας. Ο θάνατος ήταν εκεί σίγουρος. Και δεν ήταν ο βιολογικός θάνατος που τελειώνεις γρήγορα. Οχι, τούτος ο θάνατος ήταν αλλιώτικος. Αργά, μεθοδικά, σου ‘σκαβε την ψυχή, σκότωνε το μυαλό, τον ένιωθες να περπατάμε μαζί.

Για μερικούς βέβαια δεν άλλαξε τίποτα ούτε με την Κατοχή ούτε ύστερα με τον Εμφύλιο. Φίλοι με τους πρώτους, συνεργάτες με τους δεύτερους, δε δυσκόλεψαν τη ζωή τους. Αρπαχτικά όρνια, στην αναμπουμπούλα ρήμαξαν τους γύρω τους, δεν άφησαν τίποτα. Ξέρασαν χολή και φωτιά και γίνανε δυνάστες και φονιάδες σε κάθε πατριώτη και αγωνιστή. Για όλα αυτά η καινούρια τάξη τους δώσανε αξιώματα, τους κάνανε ψηλά ιστάμενους, μεγάλωσαν οι περιουσίες τους, πήρανε κότερα, αυτοκίνητα, μετοχές, μεγάλωσε η κοιλιά τους και καθίσανε πάνω στη βρωμιά τους και αυτό το ‘πανε ζωή. Όσο για τους ανυπόταχτους, μπόλιασαν τη ζωή τους με το θάνατο, δέσανε τα ιδανικά τους σε μαντήλι και ξεκίνησαν για το άγνωστο.

Έτσι και εγώ μέσα από στρατοδικεία, διωγμούς και κατατρεγμούς, έφτασα στην Κοκκινιά. Αχ και να ξέρατε, πόση σιγουριά ένιωσα, πατώντας το ποδάρι μου εκεί. Νόμιζα πως με ξέρανε. Περπατώντας στα σοκάκια, νόμιζες ότι όλο και κάποια πόρτα θα ανοίξει να σε καλωσορίσει. Και έτσι ήτανε, θα έβγαινε η κόνα Μαριγώ, τάχα μου αδιάφορη, να ρίξει μια ματιά, αριστερά δεξιά, να κόψει κίνηση και να σε μπάσει μέσα. Και μη φανταστείτε πως ήταν εύκολο! Οχι, αν σε πιάνανε, πήγαινες στρατοδικείο!

Τότε, πίσω απ’ την πόρτα είχανε ένα χαρτί των ατόμων που κατοικούσαν στο σπίτι. Και έτσι αν ήταν κανένας αδήλωτος, τον στέλνανε στρατοδικείο. Όμως οι άνθρωποι αυτοί είχαν ψυχή και ξέρανε από προσφυγιά. Και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βοηθήσουν.

Τι να σας πω. Πέρασαν πενήντα χρόνια και δεν μπορώ να ξεχάσω. Παντού μαρασμός, ούτε τόση δα ευκαιρία δε δίνανε να κρατηθείς στον τόπο σου. Και σιγά σιγά μέσα από τη μιζέρια η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ξέπεφτε μέχρι το τελευταίο στάδιο. Και έτσι κάνοντας όλο αυτόν τον βιασμό, ασελγώντας στη συνείδηση της ψυχής, φτάσανε εκεί που θέλανε και όπως θέλανε.

Και να σήμερα, πέσανε πάνω στη συντρόφισσά μου Κοκκινιά, τάζοντάς σου πράσινους ήλιους και πράσινα άλογα. Σου λέρωσαν τη συνείδηση, σου φορέσανε νάιλον κορδελάκια, πράσινα, ροζ, μπλε, και σε έβγαλαν στο παζάρι για πούλημα όσο όσο. Αχ αντάρτισσά μου, Νίκαια, Κοκκινιά μου. Έτσι κάνουν αυτοί, αγοράζουν συνειδήσεις. Αλλά μη στεναχωριέστε, ο λαός τούς τη φυλάει. Και πιστεύω πως ο κοσμάκης ξέρει και πολύ γρήγορα θα πάρει την πρέπουσα θέση.

Τώρα θα μου πείτε, τι ψάχνεις ετούτα και μπερδεύεις τα παλιά με τα καινούρια. Εντάξει, βρε παιδιά, εγώ έτσι σαν απλή κουβεντούλα και να ξέρετε ότι όποιος δεν έχει παρελθόν δεν έχει και μέλλον. Αυτά για το περιοδικό, αν αρέσει καλώς, αν δεν αρέσει δεν πειράζει.

Με εκτίμηση και αγάπη.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: