Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τα σοσιαλιστικά μνημεία της Σόφιας (ΦΩΤΟ)

Με αφορμή την πρόσφατη αποκαθήλωση του Μνημείου του Κόκκινου Στρατού στην πόλη, οι Δύσκολες Νύχτες ανακαλούν ψηφίδες από την τοπογραφία μνημείων της σοσιαλιστικής περιόδου στη βουλγαρική πρωτεύουσα.

Υπάρχουν ραντεβού με την ιστορία που δεν ξέρεις ότι τα έχεις δώσει μαζί της, παρά μόνο αφού έχουν πια περάσει. Όχι ότι δεν ήταν πραγματικό ραντεβού αυτό που είχα δώσει με το μνημείο του Κόκκινου Στρατού στη Σόφια, αφού είχα κανονίσει την ώρα και το μέρος που θα το έβλεπα, μια ηλιόλουστη Κυριακή του Νοέμβρη μετά από μιάμιση μέρα σχεδόν ασταμάτητου ψιλόβροχου. Την “ιστορικότητα” αυτού του συναπαντήματος θα την αντιλαμβανόμουν ωστόσο ένα περίπου μήνα μετά, όταν στις 12.12.2023 η τοπική κυβέρνηση της Σόφιας αποφάσισε να ξεκινήσει την αποκαθήλωση του μνημείου, το οποίο ήδη ήταν καλυμμένο με σκαλωσιές και λαμαρίνες, όπου μπορούσε κανείς να δει αυτοκόλλητα της Group Wagner (!).

O Πριγκόζιν ζει και σπέρνει εφιάλτες…

Η ρωσοφιλία εξάλλου, που ανάγεται τουλάχιστον στο 19ο αι. kαι την καθοριστική συμβολή της Ρωσίας στη δημιουργία βουλγαρικού κράτους, εξακολουθεί να αφήνει έντονο αποτύπωμα στη βουλγαρική κοινωνία, ιδιαίτερα στην επαρχία. Η ίδια αυτή ρωσοφιλία, τροφοδότησε, μαζί φυσικά και με φωνές γνήσιας ανησυχίας για το ξαναγράψιμο – ή μάλλον εν προκειμένω τη διαγραφή – της ιστορίας του β’ παγκόσμιου πολέμου και της σοσιαλιστικής περιόδου, τις ιδεολογικοπολιτικά ετερόκλητες αντιδράσεις κατά της απομάκρυνσης του μνημείου. Αντιδράσεις που τρέναραν για τρεις δεκαετίες την υλοποίηση της απόφασης του δημοτικού συμβουλίου Σόφιας το 1993. Ακόμα όμως και αφότου οι νεοεκλεγείσες τοπικές αρχές διακήρυξαν μέσα στο 2023 την πρόθεσή τους να αποκαθηλώσουν το μνημείο, επικαλούμενες μάλιστα “λόγους στατικότητας”, οι διαμαρτυρίες κλιμακώθηκαν, με συνεχείς διαδηλώσεις και ακόμα και κατασκηνώσεις μπροστά στο μνημείο. Την ίδια τη μέρα που ξεκίνησαν οι εργασίες απομάκρυνσης, πραγματοποιήθηκαν δύο συγκεντρώσεις υπέρ και κατά της απομάκρυνσης, όπου μάλιστα βουλευτής του αντιπολιτευόμενου σοσιαλδημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, κατήγγειλε ότι ξυλοκοπήθηκε από τοπικό υπάλληλο που εργαζόταν στο έργο.

Το μνημείο του Κόκκινου Στρατού στη Σόφια, ένα περίπου μήνα πριν ξεκινήσει η αποσυναρμολόγησή του

Οι διαβεβαιώσεις των αρχών ότι το μνημείο θα αναστηλωθεί μετά από συντήρηση, δεν πείθουν κανέναν. Είναι χαρακτηριστικά όσα δήλωσε ο διευθυντής του Μουσείου Σοσιαλιστικής Τέχνης, Νικολάι Ουσταβαλίσκι, ότι το μνημείο του Κόκκινου Στρατού “θα έχει την ίδια τύχη με εκείνο για τα 1300 χρόνια της Βουλγαρίας”, το οποίο, λόγω της ανέγερσής του στη δεκαετία του ‘80 απομακρύνθηκε με τις ίδιες προφάσεις και υποσχέσεις επανόδου το 2017, κι έκτοτε η τύχη του αγνοείται. Το Μουσείο Σοσιαλιστικής Τέχνης εξάλλου είχε ήδη απορρίψει κάθε σκέψη μεταφοράς του μνημείου του Κόκκινου Στρατού εκεί, στην ασφυκτικά μικρή αυλή όπου ήδη εκτίθενται άλλα “εξόριστα” γλυπτά της σοσιαλιστικής περιόδου. Η τελευταία φήμη που κυκλοφόρησε είναι πως το μνημείο -ή τουλάχιστον τα τρία κεντρικά γλυπτά του που έχουν ήδη αφαιρεθεί- θα εκτεθούν στην κωμόπολη Λόζεν λίγο έξω από την πρωτεύουσα, όπου δε θα “ενοχλεί”, σε αντίθεση με την προηγούμενη θέση του σε κεντρική λεωφόρο και απέναντι από το Πανεπιστήμιο “Κλήμης Οχρίδας” της Σόφιας. Εκεί, υποτίθεται, πως θα επιτελεί αποκλειστικά “εκπαιδευτικούς” κι όχι “προπαγανδιστικούς” σκοπούς. Το μόνο σίγουρο είναι πως η πλειονότητα των Βουλγάρων, άσχετα από την άποψή τους για τον υπαρκτό σοσιαλισμό, συντάσσονται στην πλειονότητά τους κατά της καταστροφής του μνημείου, άποψη που σύμφωνα με έρευνα του Οκτώβρη ασπάζεται μόλις το 22% των ερωτηθέντων, ενώ ένα 30% προτιμά να παραμείνει εκεί που ήταν και ένα 27% να εκτεθεί σε μουσείο.

Ο βουλγαρικός λαός υποδέχεται τον σοβιετικό στρατό, λεπτομέρεια από το μνημείο του Κόκκινου Στρατού

Όλα αυτά φυσικά τα έμαθα εκ των υστέρων, καθώς εκείνη την μεσημεριανή ώρα που στεκόμουν μπροστά στο επιβλητικό μνημείο του 1954 (με αφορμή τα 10 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης), με ενδιέφερε μόνο από ιστορική και αισθητική σκοπιά. Είναι αλήθεια πως η αντηλιά και το ύψος του βάθρου με εμπόδιζε να διακρίνω λεπτομέρειες της κεντρικής σύνθεσης, ένας σοβιετικός στρατιώτης που υψώνει το τουφέκι του, κι ένα ζευγάρι Βουλγάρων με το μωρό τους. Πιο “προσιτές” ήταν οι μορφές στο μπροστινό μέρος του μνημείου, αποτελούμενο από δύο ολόγλυφες παραστάσεις, με στρατιώτες από τη μία και Βούλγαρους χωρικούς από την άλλη. Η συναισθηματική ένταση και οι εναλλαγές στις εκφράσεις ήταν πραγματικά αξιοπρόσεκτες και με έκαναν να σκεφτώ πόσο άδικο είναι το τσουβάλιασμα των έργων του “σοσιαλιστικού ρεαλισμού” και η συκοφάντηση ενός ολόκληρου ρεύματος ως συλλήβδην χοντροκομμένων προπαγανδιστικών μετριοτήτων. Οι παραστάσεις αυτές – που, μέχρι νεωτέρας, παραμένουν στη θέση τους – έχουν κατά καιρούς χρησιμεύσει ως καμβάς για διάφορα εικαστικά χάπενινγκ ή εκδηλώσεις διαμαρτυρίας διαφόρων αποχρώσεων. Ανάμεσά σε άλλα, οι σοβιετικοί στρατιώτες έχουν μπογιατιστεί κατά καιρούς στα χρώματα υπερηρώων της Μάρβελ και της DC, στα ροζ ως “απολογία για τη συμμετοχή της Βουλγαρίας στην εισβολή της Τσεχοσλοβακίας” (!) και πιο πρόσφατα φυσικά στα χρώματα της ουκρανικής σημαίας. Την προσοχή μου αποσπούσαν μόνο οι παρέες εφήβων που αξιοποιούσαν τον καλό καιρό για να επιδοθούν σε επιδείξεις skateboard, δραστηριότητα ιδιαίτερα δημοφιλή στην τοποθεσία αυτή τα τελευταία χρόνια.

Η διαδρομή μου ωστόσο δεν είχε τελειώσει, αφού λίγο παρακάτω θα περιπλανιόμουν για την επόμενη “πινέζα” στον προσωπικό μου χάρτη. Αυτή δεν ήταν άλλη από την τοποθεσία του “Λόφου της Αδελφοσύνης”, ενός ακόμα πιο επιβλητικού σε διαστάσεις μνημείου αφιερωμένου στους βούλγαρους αντάρτες του Β’ ΠΠ. Για να φτάσω εκεί, έπρεπε να διασχίσω τους “Κήπους του Βόριδος” το παλιότερο (1884) και μεγαλύτερο πάρκο της πόλης, το οποίο την περίοδο 1944-1989 ονομαζόταν Πάρκο Ελευθερίας. Οι σκέψεις για μετονομασία του πάρκου σε “Κήπους του τσάρου Βόριδος Γ’” απορρίφθηκαν, γιατί μάλλον παραήταν πολλή η Παλινόρθωση, ακόμα και σε μια χώρα που στις αρχές της δεκαετίας του 2000 είχε εκλέξει ως πρωθυπουργό τον τελευταίο – ανήλικο τότε -τσάρο της Βουλγαρίας, τον Συμέων Β’. Ο μπαμπάς του τουλάχιστον κατάφερε να εξασφαλίσει, λόγω κατάλληλου ιδεολογικού κλίματος, τιμητική πλακέτα στο πάρκο (και πολλές ακόμα – εξυμνητικές – αναφορές στο δημόσιο χώρο της σημερινή πόλης). Τον γιο μάλλον κανείς δε θέλει πια να τον θυμάται. Το πάρκο πάντως είναι πανέμορφο και δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, εξάλλου από πάρκα και πλατείες η Σόφια δεν πάσχει καθόλου – κληρονομιά τόσο των φιλόδοξων σχεδίων του όψιμου 19ου αιώνα για τον “εξευρωπαϊσμό” της πόλης, όσο και του αστικού σχεδιασμού της σοσιαλιστικής περιόδου, που ως γνωστόν έδινε μεγάλο βάρος στην ύπαρξη μεγάλων και προσβάσιμων δημόσιων χώρων. Σε κάθε περίπτωση, οι συγκρίσεις σε αυτό το κομμάτι με άλλες πρωτεύουσες της νότιας βαλκανικής που επαίρονται πως ανέκαθεν “ανήκαν στη Δύση”, είναι απολύτως καταθλιπτικές. Κι ενώ η ώρα περνούσε και το στομάχι γουργούριζε ολοένα και πιο επιτακτικά, το μνημείο πρόβαλε σιγά σιγά μέσα από τα πυκνά δέντρα σε ένα μεγάλο ξέφωτο. Πάνω σε ένα μεγάλο κλιμακοστάσιο υψώνεται ένας οβελίσκος 47 μέτρων, μπροστά στη βάση του εικονίζονται ως γλυπτά δύο παρτιζάνοι, ένας άντρας και μια γυναίκα, ενώ τα πλαϊνά ανάγλυφα αποτυπώνουν την ενθουσιώδη υποδοχή του Κόκκινου Στρατού κατά την είσοδό του στη Σόφια, στις 9 Σεπτέμβρη 1994. Η επιγραφή που κοσμεί το μνημείο ανήκε στον Βούλγαρο εθνικό επαναστάτη του 19ου αι. Χρήστο Μπότεφ.: “Όποιος πεθαίνει στον αγώνα για τη λευτεριά, δεν πεθαίνει ποτέ”. Εξάλλου ο “λόφος της αδελφοσύνης” ανεγέρθηκε το 1956, την 80η επέτειο από τον θάνατο του Μπότεφ. Προς το παρόν, η θέση του μνημείου δεν κινδυνεύει, αποδεικνύοντας ακόμα πιο φρούδες τις επικλήσεις στα “θέματα στατικότητας”. Δεν αποκλείεται βέβαια τέτοια να δημιουργηθούν όντως στο μέλλον, καθώς το μνημείο είναι εμφανώς ασυντήρητο.

Ο Λόφος της Αδελφοσύνης, μνημείο αφιερωμένο στους Βούλγαρους παρτιζάνους

Πέρα όμως από αυτά τα αναμφίβολα εντυπωσιακά, και όπως είπα κι αισθητικά αξιόλογα μνημεία, στην καρδιά μου κατάφερε να μπει ένα απροσδόκητο “αουτσάιντερ”. Κι όταν λέω απροσδόκητο, εννοώ πως δεν γνώριζα καν την ύπαρξή του κι έπεσα πάνω του τυχαία καθώς είχα καταφέρει να μπερδέψω τις γραμμές και την κατεύθυνση του μετρό. Βρέθηκα λοιπόν σε μια εντελώς μη τουριστική γειτονιά και περπατώντας στην άκρη του δρόμου, κυριολεκτικά σχεδόν σκόνταψα πάνω σε ένα μνημείο χαμηλού προφίλ, αλλά υψηλής συναισθηματικής φόρτισης. Επάνω σε ένα μάλλον χαμηλό βάθρο εικονίζονται δυο στρατιώτες, ενώ στο δεύτερο μέρος της σύνθεσης υπάρχει παράσταση στρατιωτών και λαού να αποτίουν φόρο τιμής σε κάτι που θυμίζει ηρώον, ενώ στο πίσω μέρος διακρίνονται τα ονόματα των πεσόντων κατά την απελευθέρωση της Σόφιας από τον Κόκκινο Στρατό. Σε κάποια σημεία διακρίνονται ίχνη βανδαλισμού, μάλλον προσπάθειες να ζωγραφιστούν με γκράφιτι “Χ” πάνω στα ονόματα των πεσόντων. Πάνω από την ανάγλυφη σύνθεση της μπροστινής πλευράς αναφέρει κάτι “σαν δόξα στους απελευθερωτές σοβιετικούς στρατιώτες”, αλλά όρκο δεν παίρνω γιατί η όποια μετάφραση βασίζεται στις ομοιότητες της βουλγαρικής με τη ρωσική γλώσσα, που κατέχω σε προνηπιακό επίπεδο. Εξάλλου στο ίντερνετ είναι ελάχιστες οι πληροφορίες που μπορεί να βρει κανείς – στα αγγλικά τουλάχιστον – με πιο ενδιαφέρουσα το γεγονός πως 19 από τους πεσόντες είναι θαμμένοι στο σημείο. Ίσως ο παππούς που άφηνε λίγες μαργαρίτες στο μνημείο την ώρα που ανέβαινα τα λιγοστά σκαλιά προς το βάθρο να ήξερε περισσότερα, αλλά ένας συνδυασμός συστολής και βεβαιότητας πως δε θα ξεπερνούσαμε το γλωσσικό εμπόδιο με συγκράτησε από το να τον ρωτήσω. Η σιωπηλή θλίψη και η ηρωική εσωτερικότητα του μνημείου χαράχτηκαν πολύ βαθιά στη μνήμη μου.

Toπικό μνημείο πεσόντων Κόκκινου Στρατού

Μια κατάδυση στην πρόσφατη ιστορία της Βουλγαρίας θα ήταν ελλιπής χωρίς το μουσείο Σοσιαλιστικής Τέχνης, που άνοιξε το 2011 μετά από θυελλώδεις αντιπαραθέσεις για το αν θα έπρεπε να μετονομαστεί σε “Μουσείο Τέχνης του Ολοκληρωτισμού”. Τελικά οι θιασώτες της θεωρίας των δύο άκρων ηττήθηκαν, ικανοποιούμενοι ίσως από το γεγονός πως το μουσείο βρίσκεται στην άλλη άκρη της πόλης, συστεγαζόμενο με το υπουργείο Πολιτισμού, κι ότι για να φτάσει κάποιος εκεί ο γρηγορότερος δρόμος είναι μέσα από ένα ιδιωτικό πάρκινγκ(!) ενός πολύ σύγχρονου συμπλέγματος γραφείων και καταστημάτων. Η σημειολογία των σύγχρονων γυάλινων κτιρίων που ξεπροβάλλουν γύρω από την αυλή του μουσείου, όπου εκτίθενται -δωρεάν -γλυπτά που είχαν απομακρυνθεί από τις αρχικές τους θέσεις μάλλον στόχο έχει να λειτουργήσει ως τιμωρία για τους βλοσυρούς μπρούντζινους Λένιν, Δημητρόφ, Κολάροφ και ως διαρκής υπενθύμιση της αιώνιας νίκης του καπιταλισμού στο χρόνο και στο χώρο. Την ίδια αλαζονική βεβαιότητα είχαν ωστόσο και οι εμπνευστές των πυραμίδων.

Το κόκκινο αστέρι που άλλοτε κοσμούσε την έδρα του ΚΚΒ στο κέντρο της Σόφιας

Παντού υπάρχει ένας μύθος…

“Λοιπόν, πώς τα περνάτε στον καπιταλισμό;” – Ίσως όχι ο επιβλητικότερος, αλλά σίγουρα ο πιο memeable – από τους πολλούς – Λένιν του μουσείου σοσιαλιστικής τέχνης

Το εσωτερικό του Μουσείου έχει ένα μικρό αντίτιμο (όπως τα περισσότερα μουσεία στη Βουλγαρία) και φιλοξενεί περιοδικές εκθέσεις. Την περίοδο που το επισκέφτηκα υπήρχε έκθεση γελοιογραφίας 1944-1989, μικρή αλλά παρόλα αυτά αρκετά πολυποίκιλη και ενδιαφέρουσα. Ανάλογα με τη δεκαετία κυριαρχούν άλλοτε αντιφασιστικά μοτίβα, άλλοτε καταγγελία των ΗΠΑ, ειδικά την περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ, αλλά και πολλά σατιρικά σκίτσα για την εσωτερική πραγματικότητα, ενάντια στη γραφειοκρατία, το νεποτισμό και τη διαφθορά, τις ελλείψεις αγαθών και άλλα ζητήματα που υποτίθεται πως ήταν αυστηρά ταμπού στη δημόσια συζήτηση. Δε λείπουν βέβαια και πιο απολίτικα, χιουμοριστικά σκίτσα της καθημερινότητας, ανάμεσά τους και γελοιογραφίες που τη σήμερον ημέρα μάλλον θα προκαλούσαν αμηχανία λόγω της αναπαραγωγής έμφυλων στερεοτύπων. Τέλος, υπάρχει και μια σειρά πολύ όμορφων, σουρεαλιστικών θα τολμούσα να πω, σκίτσων συγκεκριμένου καλλιτέχνη, που αποδεικνύουν τη ζωντάνια της συγκεκριμένης σκηνής στη Βουλγαρία, κόντρα σε θεωρήσεις για “σιγή νεκροταφείου” και “απόλυτα ελεγχόμενη ομοιομορφία”.

Το μαγαζάκι με τα σουβενίρ παραπέμπει μάλλον σε αποθηκούλα και, πέρα από κάτι κονκάρδες, λιγοστά βιβλία στα βουλγαρικά και έγχρωμες αφίσες του Στάλιν, δεν έχει κάτι να προσφέρει στον επισκέπτη. Είναι αλήθεια πως τα περισσότερα παραφερνάλια της περιόδου θα τα βρει κανείς στις υπαίθριες αγορές του κέντρου, ειδικά πέριξ του καθεδρικού του Αλεξάνδρου Νιέφσκι, ωστόσο γενικά παρατήρησα ότι στη Βουλγαρία η “ντισνεϋοποίηση” του σοσιαλιστικού παρελθόντος, δηλ. η εμπορευματοποίησή του με όρους θεματικής δραστηριότητας, είναι ακόμα στα σπάργανα, σε σύγκριση τουλάχιστον με το Βερολίνο που αποτελεί πρωταθλητή του σπορ. Με δεδομένη την σταδιακή τόνωση της διεθνούς τουριστικής κίνησης στην πρωτεύουσα, ίσως αυτό να αλλάξει τα επόμενα χρόνια. Ήδη έχουν κάνει την εμφάνισή τους τα πρώτα “κομμουνιστικά walking tours”, που περιλαμβάνουν στάσεις σε σοσιαλιστικά μνημεία ή τοποθεσίες αυτών, κυρίως του καταστραφέντος το 1999 μαυσωλείου του Δημητρόφ. Δεν έχω ιδία άποψη για τη βουλγαρική εκδοχή αυτών των περιηγήσεων, αν κρίνω ωστόσο από εκείνα του Βερολίνου, είναι μια καλή ευκαιρία για να ακούσει κανείς διασκεδαστικές ιστορίες για αγρίους μπολσεβίκους και ακόμα πιο αστείες ερωτήσεις κυρίως Αμερικανών τουριστών, οι οποίοι διψάνε για περισσότερο αίμα και τους φαίνονται πολύ ανώδυνες οι περιγραφές των tour leader. Επιπλέον, κάπου πήρε το μάτι μου μια νέα χιπστεριά ονόματι το “Κόκκινο Διαμέρισμα”, όπου οι συμμετέχοντες ξεναγούνται σε ένα “αυθεντικό διαμέρισμα της σοσιαλιστικής εποχής”, έναντι ενός τσουχτερού για τα βουλγαρικά δεδομένα αντιτίμου. Προφανώς βέβαια η απεύθυνση είναι σε δυτικά πορτοφόλια, τα οποία, αν κρίνω από το ότι η δραστηριότητα είχε Νοέμβρη μήνα λίστα αναμονής, είναι αρκετά πρόθυμα να γίνουν κατά τι ελαφρύτερα κοιτάζοντας πικάπ και έπιπλα φτιαγμένα από κρατικά εργοστάσια του ‘70. Και πάλι όμως η εν λόγω επιχείρηση είναι μάλλον λιγότερο επικερδής από την μπίζνα “καπιταλιστικό διαμέρισμα” στις ελληνικές μεγαλουπόλεις του 2024, όπου για κουφώματα, πόρτες και επίπλωση της εποχής του Ζίφκοφ χρεώνονται όχι κάτω από 450 ευρώ το μήνα.

Η βουλγαρική άρχουσα τάξη έχει όμως κι άλλους άσους στο μανίκι της. Όπου δεν έκρινε πρόσφορο να εξοβελίσει, να καταστρέψει ή απλά να αφήσει στη μοίρα τους τα ίχνη του ενοχλητικού παρελθόντος, απλά επέλεξε να επανανοηματοδοτήσει, ανώδυνα για εκείνη, εμβληματικά ορόσημα της πρότερης κατάστασης. Χαρακτηριστικότερο φυσικά παράδειγμα το Largo, όπως λέγεται συνήθως η αρχιτεκτονική τριλογία στο κέντρο της πόλης, στην πλατεία Ανεξαρτησίας. Κεντρικά υψώνεται το πλέον εμβληματικό κτίριο της τριλογίας, που χρονολογείται στη δεκαετία του ’50, που δεν είναι άλλο από την έδρα του ΚΚ Βουλγαρίας, που πλέον χρησιμεύει κατά διαστήματα ως έδρα της βουλγαρικής εθνοσυνέλευσης, ενώ το κόκκινο αστέρι στην κορυφή του αντικαταστάθηκε το 1989 από τη βουλγαρική σημαία. Αριστερά βρίσκεται το ιστορικό εμπορικό κέντρο TSUM, άλλοτε σημείο αναφοράς για ολόκληρη τη χώρα, που σήμερα είναι μάλλον μια σκιά του εαυτού του, με λίγα εστιατόρια και μπουτίκ στο ισόγειο και το υπόλοιπο να διατίθεται ως χώρος γραφείων, με μάλλον αμφίβολη ως τώρα επιτυχία. Τέλος, η τριλογία ολοκληρώνεται με το πολυτελές ξενοδοχείο Sofia Balkan Palace, που κλείνει σχεδόν 7 δεκαετίες ζωής. Χωρίς να είμαι ακριβώς οπαδός της νεοκλασικού τύπου αρχιτεκτονικής, στην οποία κυρίως υπάγεται η τριλογία, δύσκολα μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι αποτελεί το πιο εντυπωσιακό σημείο της βουλγαρικής πρωτεύουσας, ιδιαίτερα κατά τις βραδινές ώρες, όταν είναι στο σύνολό της φωτισμένη.

Largo by night. O γυάλινος θόλος, που είναι πιο σύγχρονη κατασκευή, καλύπτει ένα τμήμα της εκτενούς ανασκαφής της αρχαίας Σαρδικής, όπως ήταν το αρχικό όνομα της πόλης, η οποία έγινε στα πλαίσια της κατασκευής του ομώνυμου σταθμού μετρό. Ένα κομμάτι της ανασκαφής είναι ανοιχτό στο κοινό, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της είναι προσβάσιμο έναντι μικρού αντιτίμου.

Ακριβώς απέναντι από την πλατεία ανεξαρτησίας υψωνόταν άλλοτε ένα άγαλμα του Λένιν, το οποίο το 2000 αντικαταστάθηκε από ένα ιδεολογικά πιο “κατάλληλο” γυναικείο γλυπτό που συμβολίζει τη Σόφια και παραπέμπει κάπως στη στήλη της Νίκης του Βερολίνου.

Το άγαλμα προσωποποίηση της Σόφιας, ενώ σε πρώτο πλάνο διακρίνεται η οθωμανικής εποχής ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Πέτκα των Σελοποιών

Λίγα μέτρα πιο πέρα βρίσκεται ένα μνημείο, που δεν είναι καθόλου σοσιαλιστικό, έχει όμως μια απρόσμενη σύνδεση με την πολυτάραχη ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος της Βουλγαρίας. Πρόκειται για το μεσαιωνικό ναό της Αγίας Κυριακής, ο οποίος το 1933 υπήρξε θέατρο της βομβιστικής επίθεσης που οργανώθηκε από τον ένοπλο πυρήνα του παράνομου εκείνη την εποχή ΚΚ Βουλγαρίας, κατά τη διάρκεια της κηδείας του στρατηγού Γκεοργκίεφ, όπου έδιναν το παρόν εξέχοντα μέλη του πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου, που αποτέλεσαν και την πλειονότητα των 150 θυμάτων της έκρηξης. Υπάρχουν μέχρι και σήμερα σκοτεινά σημεία στη συγκεκριμένη υπόθεση, καθώς η συγκεκριμένη ενέργεια, που φαίνεται να μην είχε την έγκριση ούτε της ηγεσίας του κόμματος, ούτε της Κομιντέρν, ενώ οι υποτιθέμενες διασυνδέσεις των δραστών με τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες δεν έχουν αποδειχθεί ιστορικά ως σήμερα. Αργότερα ο ναός επισκευάστηκε στη μορφή που διατηρεί ως σήμερα και ανάγεται στον 19ο αιώνα, καθώς λίγα έχουν μείνει από το αρχικό κέλυφος του ναού τον 10ο αιώνα.

Ναός της Αγίας Κυριακής

Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα ξεκινά η λεωφόρος Βιτόσα, ο κεντρικός εμπορικός δρόμος της Σόφιας, που είναι ένα κράμα Ερμού και Ψυρρή, σε κάπως πιο φτωχική εκδοχή (αν και οι τιμές αρκετών εμπορικών καταστημάτων δε διέφεραν πολύ από αντίστοιχες ελληνικές) και καταλήγει στην άλλη άκρη του σε μια τεράστια πλατεία, από τις πολλές βέβαια της πόλης, όπου βρίσκεται και το τελευταίο οικοδόμημα σοσιαλιστικής εποχής που πέτυχα κατά τη σύντομη παραμονή μου στη βουλγαρική πρωτεύουσα. Το πραγματικά τεράστιο και μάλλον τουρτοειδές κτίριο ονομάζεται Εθνικό Μέγαρο Πολιτισμού και αποτελεί ως και σήμερα ένα από τα πιο μεγάλα σε έκταση συνεδριακά και πολιτιστικά κέντρα του κόσμου. Υπήρξε έργο ζωής για τη Λιουντμίλα Ζίβκοφα, κόρη του Τοντόρ Ζίβκοφ, που ένα θεματάκι νεποτισμού το είχε προφανώς, ή μάλλον κύκνειο άσμα, καθώς η ίδια θα έχανε τη μάχη με την επάρατο μόλις λίγους μήνες μετά τα εγκαίνια του μεγάρου την άνοιξη του 1981, σε ηλικία μόλις 39 ετών.

Το Εθνικό Μέγαρο Πολιτισμού της Σόφιας, στο βάθος διακρίνεται τμηματικά το όρος Βιτόσα

Η ίδρυση του μεγάρου εντασσόταν στα πλαίσια των εορτασμών για τα 1300 χρόνια από την ίδρυση του πρώτου μεσαιωνικού βασιλείου της Βουλγαρίας, εποχή κατά την οποία δημιουργήθηκε και το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη.

O λέων, εθνικό σύμβολο της Βουλγαρίας, ως τμήμα του παρακείμενου μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη. Στο βάθος, η βασιλική της Αγίας Σοφίας του 4ου αιώνα, που είναι ο παλαιότερος χριστιανικός ναός της πόλης

Λεπτομέρεια από το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, με την επιγραφή, το στεφάνι και την άσβεστη φλόγα στο βάθος

Μια μεγαλύτερη παραμονή και μια πιο επισταμένη έρευνα πιθανότατα θα αποκάλυπτε και άλλες πτυχές ενός πρόσφατου, αλλά και τόσο μακρινού παρελθόντος. Το μόνο σίγουρο είναι πως ούτε οι αποκαθηλώσεις, ούτε οι αλλαγές ονομάτων και νοηματοδότησης μπορούν να βάλουν τέρμα στην αέναη κίνηση της ιστορίας, που πάντα θα μας ξαφνιάζει, όχι πάντα σύμφωνα με τις προσδοκίες μας, αλλά πάντα μα πάντα στο μέτρο που επιλέγουμε να είμαστε συμμετέχοντες και όχι θεατές της.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: