Οι Πριγκίπισσες των Πατησίων

Όταν σκοτεινιάσει, οι μικρές Πριγκίπισσες, θα ξαπλώσουν στο στρώμα τους και κουκουλωμένες με τις πριγκιπικές κουβέρτες τους, θα ονειρευτούν το ειρηνικό τους Βασίλειο, όπου ευτυχισμένα παιδιά παίζουν ανέμελα και χορτάτα ενώ οι χαμογελαστοί τους γονείς γυρίζουν πάντα στο σπίτι και πάντα χαμογελαστοί.

Παρασκευή πρωί, τελευταία των αποκριών και δεκάδες μικρές πριγκίπισσες, όλων των χρωμάτων, βγαίνουν γεμάτες καμάρι από τα υπόγεια κι ισόγεια ανάκτορά τους, μέσα σε μωβ, γαλαζια και κίτρινα φανταχτερά φορέματα και με τα στέμματά τους να λάμπουν ανάμεσα από την κόμη. Δίπλα, με το σακίδιο των πριγκιπισσών στον ώμο, ο μπαμπάς τους, λιγότερο λαμπρός, με κουρασμένο βλέμμα και αραιά μαλλιά, ίσως έκπτωτος βασιλιάς κάποιας χώρας που η ύπαρξη της πλέον έχει ξεχαστεί, τις συνοδεύει στο πριγκιπικό σχολείο, για να πάει κι αυτός μετά με τη σειρά του να εκπληρώσει τις βασιλικές του υποχρεώσεις σε κάποιο, όχι τόσο βασιλικό, κάτεργο.

Εκεί, στο σχολείο, θα συναντηθούν με γενναίους μαχητές και μασκοφόρους εκδικητές του εγκλήματος, έτοιμους ανά πάσα στιγμή να υπερασπιστούν την τιμή Τους. Όμως οι πριγκίπισσές μας τους βρίσκουν λίγο άξεστους επειδή είναι φωνακλάδες και καμιά φορά τους τραβάνε τις κοτσίδες. Έτσι στο προαύλιο θα σχηματιστούν μικρές παρέες αποτελούμενες από τις μεγαλειότητές τους, όπου καθισμένες προσεχτικά για να μην λερώσουν τα πολύτιμα ρούχα τους, θα ανοίξουν τα πριγκιπικά τους τάπερ για να φάνε το κολατσιό τους. Μπορεί κάποιες να το μοιραστούν κιόλας, καθώς οι προμήθειες μερικές φορές, δεν φτάνουν σε όλα τα ανάκτορα.

Ύστερα πάλι πίσω στο παλάτι, με το μωσαϊκό πάτωμα, τον μαρμάρινο νεροχύτη και τη βρύση στον τοίχο που στάζει, θα κάτσουν να μελετήσουν τα μαθήματά τους, ή να παίξουν με τα λιγοστά πριγκιπικά παιχνίδια τους. Κάποια στιγμή μπορεί να χτυπήσει επίμονα και το βασιλικό κουδούνι και η μητέρα Τους προσεχτικά να κοιτάξει από το «μάτι» της πόρτας αλλά να μην ανοίξει ποτέ, ζητώντας κι από Εκείνη με νοήματα να κάνει ησυχία. Ίσως πάλι να ακούσει το κλειδί στην πόρτα και να είναι ο Βασιλιάς πατέρας της που ποτέ δεν είναι τόσο κουρασμένος ώστε να μην την ανεβάσει στους ώμους του. Ακόμα και τότε που γύρισε σκοτεινιασμένος και για μέρες μετά δεν έφυγε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του ως εστεμμένος ή τότε που γύρισε με δεμένο το χέρι επειδή έπεσε από τη σκαλωσιά από όπου επιθεωρούσε, αλλά και τότε που ήρθε με αίματα, επειδή του επιτέθηκαν κάποιοι από αντίπαλο Βασίλειο, που δεν τους άρεσε το χρώμα ή η γλώσσα του.

Κι όταν σκοτεινιάσει, οι μικρές Πριγκίπισσες, θα ξαπλώσουν στο στρώμα τους και κουκουλωμένες με τις πριγκιπικές κουβέρτες τους, θα ονειρευτούν το ειρηνικό τους Βασίλειο, όπου ευτυχισμένα παιδιά παίζουν ανέμελα και χορτάτα ενώ οι χαμογελαστοί τους γονείς γυρίζουν πάντα στο σπίτι και πάντα χαμογελαστοί.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: