Συνθήκη της Λωζάνης (24.7.1923) – 100 χρόνια ανοικτός και υπόκωφος ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός

Η ιμπεριαλιστική ειρήνη είναι συνέχιση του ιμπεριαλιστικού πολέμου με άλλα μέσα και σε άλλο πλαίσιο και όχι η απάντηση σε αυτόν. Επομένως, η όποια ιμπεριαλιστική «Συνθήκη Ειρήνης» αποτυπώνει την ισορροπία ισχύος, τις αντιθέσεις και τις ανάγκες των καπιταλιστικών κρατών κατά τη στιγμή την οποία υπογράφεται…

Η Συνθήκη της Λοζάνης είναι το βασικό διπλωματικό κείμενο το οποίο προσδιορίζει το καθεστώς μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας και σε έναν βαθμό το καθεστώς στο Αιγαίο και ευρύτερα στην Ανατολική Μεσόγειο. Εξ ου και η ίδια η Συνθήκη, η εφαρμογή της, η ερμηνεία της, η παράκαμψη ή κάποια αναθεώρησή της έχουν απασχολήσει από την υπογραφή της μέχρι σήμερα το ελληνικό και το τουρκικό αστικό κράτος, ισχυρά καπιταλιστικά κράτη και διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Οσα σχετίζονται με τη Συνθήκη φωτίζουν το κουβάρι των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, τη λειτουργία των αστικών κρατών με γνώμονα την κάθε φορά θέση τους στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και τις αναπόφευκτες αρνητικές συνέπειες ή ακόμη τραγωδίες για τους λαούς.

Τι προηγήθηκε της Συνθήκης

Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μαζί φυσικά με την ήττα της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας των Κεντρικών Δυνάμεων στον Α’ Παγκόσμιο Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο – και η επίσημη συνθηκολόγησή της με την ανακωχή του Μούδρου (30.10.1918) αύξησε το ενδιαφέρον όλων των πλευρών για την περιοχή, επανοριοθέτησε τις επιδιώξεις τους και εκκίνησε μια διαδικασία διαπραγματεύσεων, αλληλοϋποσκάψεων και εύθραυστων συμβιβασμών. Αλλωστε, όπως επισήμανε ο Ρ. Μπέικερ, συνεργάτης του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Ουίλσον, η Οθωμανική Αυτοκρατορία «υπήρξε η πιο πλούσια μεταπολεμική λεία»1.

Τα καπιταλιστικά κράτη, τα οποία νίκησαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιδίωκαν το καθένα τους τα μεγαλύτερα οφέλη. Η Μεγάλη Βρετανία επιδίωκε τον έλεγχο του δρόμου μέχρι τις κτήσεις της στη Μέση και Απω Ανατολή, καθώς και τα εμπορικά κέντρα του Εύξεινου Πόντου. Πρώτιστα επιδίωκε τον έλεγχο των στενών και την απόκτηση της πετρελαιοφόρας περιοχής της Μοσούλης. Παράλληλα, υπερίσχυε στην πολιτική της ηγεσία η εκτίμηση ότι την επιδίωξη αυτή υπηρετεί ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η ίδρυση ή ενίσχυση κρατών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, τα οποία θα βρίσκονταν σε συμμαχική – ανισότιμη ασφαλώς – σχέση μαζί της.

Η Γαλλία ως βασική πιστώτρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προέκρινε ένα κατά το δυνατόν πιο ισχυρό τουρκικό κράτος, το οποίο θα εξασφάλιζε και την αποπληρωμή των χρεών και ευνοϊκούς επενδυτικούς όρους στο γαλλικό κεφάλαιο. Συνεπακόλουθα, βρισκόταν σε ανταγωνισμό με τη Μεγάλη Βρετανία. Την ίδια ώρα, κατοχύρωνε την παρουσία της στη Συρία και διεύρυνε τη ζώνη κατοχής της έως τον Λίβανο και την Κιλικία, ερχόμενη σε επαφή με τα εδάφη τα οποία διεκδικούσε και η Ιταλία.

Η Ιταλία διεκδικούσε την απόδοση σε αυτήν της Αττάλειας, των Αδάνων και της Σμύρνης. Οι Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία προς ανακοπή των ιταλικών μονομερών προσπαθειών, που θα άλλαζαν τις γενικότερες ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο, εξέταζαν και την εκχώρηση της Σμύρνης στην Ελλάδα.

Η ελληνική αστική τάξη, υπό το σχήμα της «Μεγάλης Ιδέας», επιδίωκε σταθερά την εδαφική επέκταση του κράτους της – σε αυτήν τη φάση προς την Ανατολή – τη διεύρυνση της ζώνης των οικονομικών της δραστηριοτήτων και την αναβάθμιση της θέσης της στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Στο πλαίσιο του πιο ευνοϊκού για αυτήν μεταπολεμικού συσχετισμού, ο Ελληνας πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος πρόβαλε στις 3 – 4.2.1919 στο Συμβούλιο των ηγετών και υπουργών Εξωτερικών της Αντάντ, στο ονομαζόμενο «Συμβούλιο των 10», το σύνολο των διεκδικήσεων του ελληνικού αστικού κράτους: Βόρεια Ηπειρος, Θράκη, Δυτική Μικρά Ασία, Δωδεκάνησα, Κύπρος. Στις 15.5.1919 ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, ύστερα από έγκριση των συμμάχων και προηγούμενη προθυμοποίηση της Ελλάδας να διαθέσει στρατεύματα που αδυνατούσαν να διαθέσουν Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία για την επιτήρηση της περιοχής, ειδικότερα στην περιοχή της Ανατολικής Θράκης και που θα της εξασφάλιζε λόγο για τα Στενά των Δαρδανελίων και στα πλούσια παράλια της Μικράς Ασίας. Με αυτόν τον τρόπο το ελληνικό αστικό κράτος προέγραφε την περιοχή της Σμύρνης σε όσες θα κατοχυρώνονταν στην Ελλάδα με μια μεταπολεμική Συνθήκη.

Η τουρκική αστική τάξη – επίσημα ήδη από το 1916 – προσανατολιζόταν σε ένα τουρκικό καπιταλιστικό κράτος και μια αντίστοιχη καπιταλιστική οικονομία στη θέση της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό προϋπέθετε την προάσπιση όσο το δυνατόν περισσότερων εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων οπωσδήποτε της ζωτικής για την τουρκική οικονομία ζώνης της Σμύρνης, την εξάλειψη των άλλων μειονοτήτων οι οποίες ζούσαν στα εδάφη της Αυτοκρατορίας και την απόκτηση από την ίδια όλης της οικονομικής τους δραστηριότητας. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η τουρκική αστική τάξη αποδεχόταν ότι στο υπό σύσταση τουρκικό κράτος δεν θα περιλαμβάνονταν πολλά από τα πάλαι ποτέ εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επιδίωκε όμως σθεναρά τη μη αφαίρεση των περισσότερων από όσα εδάφη δεν έχασε στο «πεδίο της μάχης» στον πρόσφατο Παγκόσμιο Πόλεμο και αν ήταν κατορθωτό την περίληψη στο υπό σύσταση τουρκικό κράτος και εδαφών τα οποία έχασε στους πρόσφατους πολέμους (Βαλκανικούς και Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), αλλά διέθεταν ακόμη μουσουλμανική πλειοψηφία.

Ως πολιτική έκφραση της τουρκικής αστικής τάξης συγκροτήθηκε – σε μια πρώτη φάση στα βάθη της Ανατολής – το εθνικιστικό κεμαλικό κίνημα, το οποίο περιέλαβε στο πρόγραμμά του, το ονομαζόμενο «Εθνικό Συμβόλαιο» τις παραπάνω επιδιώξεις. Το εθνικιστικό κεμαλικό κίνημα, το οποίο συγκέντρωνε όλο και περισσότερο την εξουσία, ήρθε σε ρήξη με την κυβέρνηση του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη που στηριζόταν στις στρατιωτικές δυνάμεις της Αντάτ και σταδιακά έχανε το όποιο κύρος της στον τουρκικό πληθυσμό.

Σε αυτό το πλαίσιο, συνομολογήθηκε η Συνθήκη των Σεβρών (10.8.1920), η οποία προέβλεπε μεταξύ άλλων κυριαρχία της Μ. Βρετανίας σε Μεσοποταμία, Υπεριορδανία και Παλαιστίνη, κυριαρχία της Γαλλίας σε Συρία και Λίβανο, διεθνή έλεγχο σε Κωνσταντινούπολη και Στενά, άρα και έλεγχο κυρίως από τη Μεγάλη Βρετανία των εμπορικών οδών από και προς τον Εύξεινο Πόντο και σύσταση Ποντο-Αρμενικού δυνητικά και κουρδικού κράτους. Στην περίπτωση της Ελλάδας προέβλεπε παραχώρηση Ανατολικής Θράκης, Ιμβρου και Τενέδου και διευθέτηση με δημοψήφισμα του καθεστώτος της Σμύρνης ύστερα από πενταετή ελληνική διοίκηση. Τα οφέλη τα οποία αποκόμισε η ελληνική αστική τάξη συνθηματολογικά ονομάστηκαν «Ελλάδα των δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών» και προβλήθηκε φυσικά ως ενιαίος εθνικός στόχος η διασφάλισή τους.

Η εφαρμογή της Συνθήκης φαινόταν εξαρχής – και όπως αποδείχθηκε ήταν – ανέφικτη, δεδομένων της απουσίας ικανής στρατιωτικής δύναμης να την επιβάλλει και της σταδιακής αποστασιοποίησης της Γαλλίας και της Ιταλίας από τη Συνθήκη, που θεωρούσαν ότι «αδικήθηκαν» στη μεταπολεμική μοιρασιά.

Το ελληνικό αστικό κράτος, ευρισκόμενο άλλωστε σε συμμαχία με τη Μεγάλη Βρετανία, αξιοποίησε την «ευκαιρία» για τη διασφάλιση των παραχωρημένων εδαφών και ενδεχομένως την απόσπαση και άλλων. Ετσι διέθεσε στρατιωτικές δυνάμεις για την επιβολή της Συνθήκης. Με αυτόν τον τρόπο ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός στην περιοχή ανάχθηκε σε ελληνοτουρκικό πόλεμο. Ακολούθησαν η προέλαση του ελληνικού στρατού στα βάθη της Μικράς Ασίας, η στασιμότητα του μετώπου, η αντεπίθεση του Κεμάλ τον Αύγουστο 1922, οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού στη Σμύρνη και το κύμα προσφύγων προς την Ελλάδα.

Και στην περίπτωση της Μικρασιατικής Εκστρατείας επιβεβαιώθηκε η μαρξιστική θέση – συνοπτικά διατυπωμένη για τις ανάγκες του άρθρου – «για το κεφάλαιο όσο μεγαλύτερο είναι το προσδοκώμενο κέρδος τόσο μεγαλύτερο είναι το ρίσκο που διατίθεται να πάρει»2.

Οι πολύμηνες διαπραγματεύσεις, οι συμβιβασμοί αντιθέσεων και επιδιώξεων και τα σε βάρος των λαών αποτελέσματα

Οπως κάθε πόλεμος στην εποχή του ιμπεριαλισμού και ο Μικρασιατικός ακολουθήθηκε από μια ιμπεριαλιστική «Συνθήκη Ειρήνης». Η διαδικασία αυτή καθορίστηκε από τις ευρύτερες ενδοϊμπεριαλιστικές – και ως κομμάτι τους μόνο τις ελληνοτουρκικές – αντιθέσεις, αναπροσαρμοσμένες βέβαια στα δεδομένα τα οποία δημιούργησε η έκβαση του πολέμου.

Στις 11.10.1922 υπογράφηκε η ανακωχή των Μουδανιών. Ως προϋπόθεση για την υπογραφή της και τη συμμετοχή έπειτα της Τουρκίας στις διαπραγματεύσεις για μια Συνθήκη ειρήνης, τέθηκε από τον Κεμάλ και απαιτήθηκε εκ μέρους των δυνάμεων της Αντάντ από την Ελλάδα η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από τον ελληνικό στρατό με αντιστάθμισμα και τη μη είσοδο του κεμαλικού στρατού στην ίδια περιοχή. Νωρίτερα, δυνάμεις του Κεμάλ είχαν κινηθεί απειλητικά προς τα ελεγχόμενα από τους Βρετανούς Δαρδανέλια.

Στις 20.11.1922 ξεκίνησε τις εργασίες του το Συνέδριο της Λοζάνης. Συμμετείχαν οι Ελλάδα, Τουρκία (εκπροσωπούμενη μόνο από την κεμαλική κυβέρνηση της Αγκυρας), Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ιαπωνία. Προσκλήθηκαν ακόμη αντιπροσωπείες των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ.

Η Τουρκία ως νικήτρια πρόβαλε το σύνολο των απαιτήσεών της: Απόδοση στο υπό σύσταση τουρκικό κράτος, πέραν των όσων περιοχών είχε καταλάβει στρατιωτικά, της Ανατολικής Θράκης, αυτονόμηση των νησιών Ιμβρος, Τένεδος, Λέσβος, Χίος, Σαμοθράκη και Ικαρία, απόδοση της Μοσούλης και περιοχών της Συρίας, δημοψήφισμα για τη Δυτική Θράκη και ενδεχόμενο προσάρτησής της στο τουρκικό κράτος, επαναφορά των Στενών στην επικράτεια και τη δικαιοδοσία της Τουρκίας, μη αναγνώριση αρμενικού κράτους, υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας και πολεμική αποζημίωση από την Ελλάδα. Ακόμη, προς επίτευξη της μεταπολεμικής οικονομικής της ανασυγκρότησης ζητούσε κατάργηση των διομολογήσεων (ετεροβαρείς για την Οθωμανική Αυτοκρατορία συμφωνίες για οικονομική δραστηριότητα καπιταλιστικών κρατών στο έδαφός της) και τον επιμερισμό του παλαιότερου οθωμανικού χρέους σε όλα τα διάδοχα κράτη της Αυτοκρατορίας. Για τον ίδιο σκοπό, επιθυμούσε και την αναθέρμανση των σχέσεών της με Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και άλλα καπιταλιστικά κράτη και αυτό ήταν ασφαλώς μια παράμετρος για τη στάση της στο Συνέδριο. Ενδεικτικό είναι το απόσπασμα «[…] η Τουρκία δεν μπορούσε να σταθεί μόνη της και ο προσανατολισμός προς τη Βρετανία απέρρεε από την πεποίθηση ότι η Βρετανία υπήρξε το κράτος με τη μεγαλύτερη χρησιμότητα στην οικονομική ανάκαμψη της Τουρκίας»3.

Η ελληνική πλευρά επιδίωκε μια «Συνθήκη Ειρήνης» με τις κατά το δυνατόν λιγότερες εδαφικές και οικονομικές απώλειες. Ταυτόχρονα όμως, δεδομένων της οικονομικής και όχι μόνο αποδιάρθρωσής της και της εσωτερικής αναταραχής, θεωρούσε ότι μια «Συνθήκη Ειρήνης» ήταν απαραίτητη για τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και τη σταθεροποίηση του καπιταλιστικού συστήματος στο εσωτερικό της. Ενδεικτικά, ο επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας Ελευθέριος Βενιζέλος έγραψε μετά την υπογραφή της Συνθήκης: «Η συνθήκη αυτή …επιτρέπει εις την Ελλάδα, να επιστρέψη εις τα έργα της ειρήνης και να αφοσιωθή εις το έργον της εσωτερικής της περισυλλογής»4.

Βέβαια, το βάρος στις διαπραγματεύσεις δόθηκε στο καθεστώς των Στενών και της Μοσούλης και όχι ή μόνο προσχηματικά στις ελληνοτουρκικές διαφορές και στις μειονότητες. Η Μεγάλη Βρετανία έθετε σε προτεραιότητα την κυριαρχία της επί των παραπάνω περιοχών. Συνάμα, υπολόγιζε και τις διαθέσεις των μουσουλμανικών πληθυσμών υπέρ της ομόθρησκης Τουρκίας στις αποικίες της, κυρίως στις περιοχές που εκτείνεται το σημερινό κράτος του Πακιστάν. Η Γαλλία από τη μεριά της εργαζόταν για τον περιορισμό των βρετανικών επιδιώξεων και συνεπακόλουθα της βρετανικής ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο, και για τη διατήρηση των δικών της κτήσεων στη Μέση Ανατολή.

Ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών ήταν ξεκάθαρος: «Η Τουρκία θα συναινούσε σε όλους τους όρους μας, θα συνομολογούσε μια ικανοποιητική συνθήκη… αρκεί να της δίναμε το βιλαέτι της Μοσούλης»5. Συνέβη όμως το αντίθετο: Η Μοσούλη και η Βόρεια Συρία στο μεγαλύτερο μέρος της παρέμειναν στην κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας, αντίστοιχα, και ικανοποιήθηκαν από την άλλη οι περισσότερες απαιτήσεις της τουρκικής αστικής τάξης.

Η Ιταλία ως μη ικανοποιημένη από τη Συνθήκη των Σεβρών αναμενόμενα ήθελε την αναθεώρησή της και οπωσδήποτε ήθελε την επανάκτηση των Δωδεκανήσων. Οι ΗΠΑ επιδίωκαν τη διείσδυση και των δικών τους μονοπωλίων στην περιοχή, άρα και βελτιωμένες σχέσεις με την Τουρκία.

Κοινός στόχος όλων των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών ήταν και η λειτουργία του τουρκικού κράτους ως αποτελεσματικού αναχώματος στην ΕΣΣΔ και της υποστήριξής της σε εθνικοαπελευθερωτικά και αντιαποικιακά κινήματα στην Εγγύς και Μέση Ανατολή.

Στις 23.7.1923 υπογράφτηκε η Συνθήκη της Λοζάνης, ύστερα και από μια διακοπή των διαπραγματεύσεων τον Φεβρουάριο και απόσυρση της τουρκικής αντιπροσωπείας, υπό το βάρος του αδιεξόδου στα περισσότερα πεδία της διαπραγμάτευσης.

Βασικά σημεία της Συνθήκης σε σχέση με την Ελλάδα ήταν τα παρακάτω: Ορισμός του Εβρου ως χερσαίου συνόρου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Παραχώρηση στην Τουρκία της περιοχής της Σμύρνης, της Ανατολικής Θράκης και των νησιών Ιμβρος, Τένεδος και Λαγούσες με μέριμνα για τη συμμετοχή του ντόπιου μη μουσουλμανικού πληθυσμού στη διοίκηση των νησιών. Περίληψη των Στενών στο τουρκικό κράτος. Παράλληλα, η Συνθήκη προέβλεπε αποστρατικοποίηση μιας ευρύτερης ζώνης, η οποία περιελάμβανε Σαμοθράκη, Λήμνο, Ιμβρο και Τένεδο, και ελεύθερη διέλευση εμπορικών και πολεμικών πλοίων από αυτά με περιορισμούς στη χωρητικότητα των πολεμικών πλοίων και δυνατότητα απαγόρευσης της διέλευσης σε πλοία ενός κράτους σε περίπτωση εμπόλεμης κατάστασης της Τουρκίας με αυτό (αναθεωρήθηκε το καθεστώς τους επί το ευνοϊκότερο για την Τουρκία με τη Συνθήκη του Μοντρέ 1936). Ακόμη, η Συνθήκη της Λοζάνης προέβλεπε ελληνική κυριαρχία των νησιών Σαμοθράκη, Λήμνος, Λέσβος, Χίος, Σάμος και Ικαρία, αποστρατικοποίηση των τεσσάρων τελευταίων και απαγόρευση υπερπτήσεων πάνω από αυτά. Μη καταβολή πολεμικής αποζημίωσης από την Ελλάδα και σε αντάλλαγμα παραχώρηση του τριγώνου του Κάραγατς (παλαιά Ορεστιάδα) στην Τουρκία, όπου υπήρχε σιδηροδρομικός σταθμός, αναγκαίος για το δίκτυο μεταφορών στο καινούριο τουρκικό κράτος. Αναγνώριση της προσάρτησης της Κύπρου από τη Μεγάλη Βρετανία. Απόδοση των Δωδεκανήσων στην Ιταλία6.

Οι θρησκευτικές και εθνικές μειονότητες

Η Συνθήκη της Λοζάνης ενσωμάτωσε και τη σύμβαση περί (υποχρεωτικής) ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών της 30ής Ιανουαρίου 1923 με εξαίρεση τους Ελληνες Κωνσταντινούπολης, Ιμβρου και Τενέδου και τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης, ενάντια συχνά και στην επιθυμία των πληθυσμών. Ακολούθησαν για Ελληνες και Τούρκους πρόσφυγες: Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης και στέγασης, οι θάνατοι από ασθένειες και υποσιτισμό, η προβληματική αποκατάσταση, η εργασιακή εκμετάλλευση και ο ρατσισμός.

Και αν εξετάσει κανείς το αρχειακό υλικό από τις διαπραγματεύσεις στη Λοζάνη, όπως και στα παζάρια κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου7 και μετά από αυτόν θα δει την επίκληση των μειονοτήτων ως μέσο πίεσης πάντα για κάποιο εδαφικό ή οικονομικό όφελος υπέρ της αστικής τους τάξης και την αδιαφορία φυσικά για τις μειονότητες στη συνέχεια. Για παράδειγμα, Ελλάδα και Τουρκία είχαν στον σχεδιασμό τους την απομάκρυνση των αλλοεθνών πληθυσμών από το εσωτερικό τους και για την υλοποίησή της αποδέχτηκαν την απομάκρυνση και του δικού τους πληθυσμού από το άλλο κράτος. Η Μεγάλη Βρετανία πάλι επικαλούμενη την ασφάλεια των πληθυσμών στη Μοσούλη επενέβη στρατιωτικά και δημιούργησε τετελεσμένα ως προς την απόδοση της περιοχής στην ίδια. Ο Μενέλαος Λουντέμης αποδίδει λογοτεχνικά τα παραπάνω: «Υστερα έπεσαν τα μεγάλα χατζάρια Ανατολή και Δύση. Κόψανε, ράψανε. Φκιάρισαν τους ανθρώπους σαν πράγμα, το πέταξαν όπου θέλανε, στήσανε τον νόμο του ληστή»8.

Στην πραγματικότητα, τα καπιταλιστικά κράτη αντιμετώπισαν σε κάθε φάση το ζήτημα των μειονοτήτων ανάλογα με το κάθε φορά συμφέρον τους.

Το ΣΕΚΕ (Κ) απέναντι στη Συνθήκη της Λοζάνης

Το ΣΕΚΕ (Κ), σταθερά θεωρούσε ότι παρά την ύπαρξη μιας «Συνθήκης Ειρήνης», όσο υφίσταται καπιταλισμός η ταξική εκμετάλλευση παραμένει ανεξαρτήτως εθνικότητας και καταγωγής. Ταυτόχρονα, από την αρχή δραστηριοποιήθηκε υπέρ των θυμάτων της Μικρασιατικής Εκστρατείας στηρίζοντας τα αιτήματα των προσφύγων, των Ενώσεων Χήρων και Ορφανών, των Αναπήρων Πολέμου και των Συλλόγων Παλαιών Πολεμιστών. Η απόφαση του ΣΕΚΕ (Κ) για τη Συνθήκη της Λοζάνης εκτιμούσε ότι «όλα τα μεγάλα προβλήματα (οικονομικά, κοινωνικά, δημοσιονομικά), τα οποία μας εκληρονόμησε ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος παραμένουν άλυτα»9.

Η Συνθήκη της Λοζάνης καταδικάστηκε και από το δελτίο της Κομμουνιστικής Διεθνούς: «Ποτέ στο παρελθόν μια ειρήνη δεν κόπηκε και ράφτηκε τόσο άγαρμπα όσο αυτή η ειρήνη. […] Το συνέδριο στήθηκε με σκοπό να εδραιώσει τα δικαιώματα των Αγγλων, Γάλλων και Αμερικανών καπιταλιστών στην Ανατολή. […] Εντός των συνόρων αυτής της νέας τουρκικής επικράτειας, η τουρκική εθνικότητα είναι απόλυτα κυρίαρχη, αφού οι Αρμένιοι και οι Ελληνες, στο μεγαλύτερο μέρος τους, είτε εκδιώχθηκαν είτε εξοντώθηκαν. Αυτός ο πόλεμος εξολόθρευσης κατά των Ελλήνων και των Αρμενίων δεν προέκυψε μονάχα ως προϊόν εθνικιστικών κινήτρων, αλλά και από το γεγονός ότι οι γηγενείς αυτών των δύο εθνών αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των αστικών επαγγελμάτων. […] Η σοβιετική εξουσία έχει συνείδηση ότι αυτή η συμφωνία αντανακλά τη δοσμένη ισορροπία δυνάμεων. Τη στιγμή που αυτή η ισορροπία αλλάξει, θα προκύψουν νέες καταστάσεις»10.

Μερικά συμπεράσματα

Η ιμπεριαλιστική ειρήνη είναι συνέχιση του ιμπεριαλιστικού πολέμου με άλλα μέσα και σε άλλο πλαίσιο και όχι η απάντηση σε αυτόν. Επομένως, η όποια ιμπεριαλιστική «Συνθήκη Ειρήνης» αποτυπώνει την ισορροπία ισχύος, τις αντιθέσεις και τις ανάγκες των καπιταλιστικών κρατών κατά τη στιγμή την οποία υπογράφεται, και νομοτελειακά ουδέποτε μπορεί να είναι «δίκαιη» ή για πάντα «σταθερή». Ούτε ποτέ λειτουργεί υπέρ των εργατικών λαϊκών στρωμάτων της οποιασδήποτε χώρας, νικήτριας ή ηττημένης, και ουδέποτε παραβλέπει την ανισομετρία μεταξύ των περισσότερο και λιγότερο ισχυρών καπιταλιστικών κρατών. Το ίδιο και σήμερα στο Αιγαίο η αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων, οι κούρσες εξοπλισμών, τα σχέδια πολέμου όπως και η επιδίωξη «επώδυνων συμβιβασμών» και συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου είναι επιλογές αλληλοτροφοδοτούμενες και όχι αντιτιθέμενες, διαμορφούμενες με βάση τους υπολογισμούς των αστικών τάξεων στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Για αυτό και είναι εξ ορισμού αντιλαϊκές στο σύνολό τους.

Το ίδιο ισχύει και για τις αναθεωρήσεις της όποιας ιμπεριαλιστικής «Συνθήκης Ειρήνης». Αλλωστε, όσο διεξάγεται ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος πάντα προετοιμάζεται κάποια ιμπεριαλιστική «Συνθήκη Ειρήνης», και από την άλλη από την επομένη μιας «Συνθήκης Ειρήνης» πάντα προετοιμάζεται ένας πόλεμος, αφού κάθε αστικό κράτος επιδιώκει μια ευνοϊκή για αυτό αναθεώρησή της. Κάποιου είδους αναθεώρηση είναι και τα πρόσφατα ΝΑΤΟικά έγγραφα τα οποία χρησιμοποιούν τον όρο «τουρκικά στενά» ή προσδιορίζουν την Κύπρο με συντεταγμένες και όχι την επίσημη και αναγνωρισμένη ονομασία της.

Εν γένει το καπιταλιστικό σύστημα, ανεξάρτητα από τη φάση στην οποία βρίσκεται μια χώρα, βρίσκεται παγκοσμίως στην εποχή της παρακμής του. Ως εκ τούτου οι όποιες εγχώριες αστικές τάξεις είναι στην εποχή μας αντιδραστικές δυνάμεις και δεν μπορούν να επιλύσουν προβλήματα τα οποία επέλυαν παλαιότερα σε προοδευτική κατεύθυνση. Για παράδειγμα σε σχέση με τις ανά τον κόσμο εθνότητες και μειονότητες και τα δικαιώματά τους τα αστικά κράτη και διεθνείς ιμπεριαλιστικές ενώσεις είτε τις καταπιέζουν είτε τις χρησιμοποιούν ως πρόσχημα για τις επεμβάσεις, την επιδιωκόμενη αύξηση της επιρροής τους και την πρόκληση πολέμων. Σε κάθε περίπτωση, οι εργατικές – λαϊκές δυνάμεις και της πλειονότητας και της μειονότητας είναι τα θύματα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και συμφερόντων.

Το ταξικό στοιχείο είναι πάντα παρόν και κυρίαρχο. Οι λαοί όσο δεν στοιχίζονται με την αστική τους τάξη και το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, όσο αντιτάσσονται σε όλα τα αστικά σενάρια ό,τι και αν γράφουν (εθνικισμός – επιθετικότητα – κοσμοπολιτισμός – συνεκμετάλλευση), όσο αγωνίζονται μαζί ανεξάρτητα από εθνότητα, φυλή ή θρησκεία, τόσο ανοίγουν δρόμο για την ειρήνη, για τη δίκαιη επίλυση των όποιων ανισοτιμιών, για την κατάργηση της ταξικής εκμετάλλευσης, για τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό.

Σημειώσεις:

1. Νίκος Ψυρούκης, «Η Μικρασιατική Καταστροφή 1918-1923», εκδόσεις «Επικαιρότητα», Αθήνα 1982, σ. 44.

2. Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος 1, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» Αθήνα 2002, σ. 785.

3. Sevtap Demirci, «The Lausanne Conference: The evolution of Turkish and British diplomatic strategies, 1922-1923», Phd, LSE, 1997, σ. 58.

4. «Μετά την εξωτερικήν ειρήνη να τερματισθή ο εμφύλιος πόλεμος. Ο Βενιζέλος προς την επανάστασιν», «Ελεύθερον Βήμα», 26.7.1923.

5. Αναστάσης Γκίκας, «Οι λαοί στη μέγγενη των εθνικών αστικών επιδιώξεων και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών», στο «Ιμπεριαλιστική εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 2022, σ. 21-91.

6. Συνθήκη Λοζάνης όπως ανακτήθηκε από https://www.hellenicparliament.gr/onlinePublishing/DOD/011-057.pdf.

7. Στη διάρκεια του πολέμου, οι δυνάμεις της Αντάτ αξιοποιούν την υπαρκτή καταπίεση των μειονοτήτων στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τους έταζαν ανεξαρτησία αν ξεσηκώνονταν εναντίον του σουλτάνου. Ομως οι μεταπολεμικές εξεγέρσεις των αραβικών πληθυσμών κατεστάλησαν από τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, ενώ άλλες μειονότητες όπως οι Ελληνες και οι Αρμένιοι, οι Κούρδοι, οι Ασσύριοι αφέθηκαν στην τύχη τους.

8. Αντωνία Γ. Καφετζάκη, «Εικόνες του Μικρασιάτη πρόσφυγα στη μεσοπολεμική πεζογραφία», Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 1999. σελ. 156-166.

9. Το ΚΚΕ «Επίσημα Κείμενα», τόμος 1, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1974, σ. 308.

10. Inernational Press Correspondence, τόμος 3, αρ. 55 (33), 9.8.1923, σ. 585-586.

Βασίλης Μόσχος
Μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Ριζοσπάστης
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: