Εβδομάδα των Παθών και της “συγγνώμης” για τον Πέτρο Γαϊτάνο – “Λάθος” χαρακτήρισε τη στάση του απέναντι στη Χρυσή Αυγή

Μπορούμε να αναγνωρίσουμε στο Γαϊτάνο ότι αποφάσισε να πει έστω κι αυτή την “ντεκαφεϊνέ” συγγνώμη για τη συμμετοχή του στην ωραιοποίηση της ναζιστικής συμμορίας, με τίποτε όμως δε γίνεται να παραβλέψουμε ότι στην πραγματικότητα δε δείχνει να έχει καταλάβει ούτε σήμερα ποιο ακριβώς ήταν το πραγματικό πρόβλημα. 

Ως άλλος Μάρτης δε λείπει ποτέ από τη Σαρακοστή, ειδικότερα δε από τη Μ. Βδομάδα, ο Πέτρος Γαϊτάνος, που τείνει να γίνει έθιμο πιο παραδοσιακό από τη μίνι σειρά για το Χριστό του Τζεφιρέλι στην τηλεόραση.

Ο εθνικός πασχαλινός μας ερμηνευτής λοιπόν, όπως ήταν αναμενόμενο, βρέθηκε καλεσμένος εκπομπής, όπου αποφάσισε να ζητήσει “άφεση αμαρτιών” από το κοινό του, για τις ντροπιαστικές δηλώσεις που είχε κάνει πριν αρκετά πια χρόνια, τον Οκτώβρη του 2012, όταν έλεγε πως “του αρέσει ο τσαμπουκάς της Χρυσής Αυγής”, ότι την προτιμά από τις “χαζοευγένειες των πολιτικών”, κι ότι θα ήθελε κι ο ίδιος “να σπάσει στα κεφάλια των αλλοδαπών” τα πλαστά CD που πουλάνε.

Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, κι αφού μεσολάβησε η καταδίκη της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης, ο αοιδός – ψαλμωδός αποφάσισε πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να απολογηθεί σε όσους “στενοχωρήθηκαν ή αισθάνθηκαν άβολα” τότε, υποστηρίζοντας πως “όλα αυτά τα χρόνια δεν έχω καμία σχέση με αυτούς”, αποδίδοντας εμμέσως πλην σαφώς στο ότι “τότε ήμασταν σε μια περίεργη κατάσταση κρίσης και βλέπαμε ότι αυτοί οι άνθρωποι βοηθούσαν κάποιους γέροντες, κάποιους ανθρώπους που είχαν προβλήματα στο κέντρο της Αθήνας”.

Συγκεκριμένα, ολόκληρη η “απολογία” Γαϊτάνου έχει ως εξής:

Θέλω να μου δώσεις τη δυνατότητα να ξεκαθαρίσω κάτι που εδώ και αρκετά χρόνια δεν έχει ξεκαθαριστεί όπως πρέπει. Κάποτε με ρώτησαν σε μία συνέντευξη ποια είναι η γνώμη μου για τη Χρυσή Αυγή. Έχω την ανάγκη τώρα να κάνω μία διόρθωση σε αυτό και να ξεκαθαριστεί εφάπαξ αυτή η παρεξήγηση. Τότε ήμασταν σε μία περίεργη κατάσταση κρίσης και βλέπαμε ότι αυτοί οι άνθρωποι βοηθούσαν κάποιους γέροντες, κάποιους ανθρώπους που είχαν προβλήματα, στο κέντρο της Αθήνας. Εγώ έκανα ένα λάθος όμως σε αυτό και γι’ αυτό θέλω να ζητήσω συγγνώμη. Και το κάνω αυτό διότι τώρα, ακούγοντας αυτά που είχα πει τότε, σκέφτομαι ότι δεν μου ταιριάζει ο Πέτρος αυτός. Δεν θα τα’ λεγα αυτά. Γιατί και δεν ανήκω σε μία τέτοια νοοτροπία και γιατί είπα έναν λογισμό που φαινόταν σαν να τους στηρίζω. Όμως όλα αυτά τα χρόνια δεν έχω καμία σχέση με αυτούς. Πρέπει όμως να ξεκαθαριστεί αυτή η ιστορία, να τελειώσει”.

Και πρόσθεσ: “Ποτέ δεν μου άρεσε η βία, η παραβατικότητα, η εγκληματικότητα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν ευθείς. Θέλω να ζητήσω συγγνώμη από αυτούς τους ανθρώπους που στεναχωρήθηκαν ή αισθάνθηκαν άβολα”.

Ποιος εμπόδισε αλήθεια τον τραγουδιστή επί τόσα χρόνια να “ξεκαθαρίσει” την κατάσταση και να πάρει αποστάσεις από τον “τσαμπουκά των φασιστών”; Μπορούμε να αναγνωρίσουμε στο Γαϊτάνο ότι σε αντίθεση με τους – όχι και τόσο ολιγάριθμους τότε – συναδέλφους του από τον ευρύτερο χώρο του θεάματος, αποφάσισε να πει έστω κι αυτή την “ντεκαφεϊνέ” συγγνώμη για τη συμμετοχή του στην ωραιοποίηση της ναζιστικής συμμορίας, με τίποτε όμως δε γίνεται να παραβλέψουμε ότι στην πραγματικότητα δε δείχνει να έχει καταλάβει ούτε σήμερα ποιο ακριβώς ήταν το πραγματικό πρόβλημα.

Σίγουρα πάντως δεν ήταν πρόβλημα η έλλειψη “ευθύτητας” της ΧΑ, που με εξαίρεση την άρνησή της να παραδεχτεί δημόσια μετά την είσοδό της στην κεντρική πολιτική σκηνή, τη λατρεία της στο Χίτλερ και τα σύμβολά του, η “ειλικρίνειά” της υπήρξε αδιαμφισβήτητη, από τα ρατσιστικά παραληρήματα – τα οποία τότε αναπαρήγαγε ο Γαϊτάνος – το χυδαίο αντικομμουνισμό, ως και το καμαρωτό ύφος που είχαν μέχρι και τη δολοφονία Φύσσα για τα “κατορθώματά τους” κατά αλλοδαπών και πολιτικών αντιπάλων.

Δεν είναι τυχαίο πως ο τραγουδιστή δεν τολμά να πει καν τη λέξη φασισμός σε σχέση με τη ΧΑ, κάνοντας λόγο γενικά για “βία παραβατικότητα και εγκληματικότητα”. Δικαιούμαστε λοιπόν να εικάσουμε, χωρίς να θέλουμε να κάνουμε δίκη προθέσεων, ότι ο βασικός λόγος για την όψιμη αποστασιοποίηση του Γαϊτάνου, είναι ακριβώς ότι ο εσμός του Μιχαλολιάκου και του Κασιδιάρη είναι όχι απλά εκτός μόδας και μιντιακής λαιφστάιλ προβολής, αλλά προς το παρόν – με τις γνωστές διαβόητες εξαιρέσεις – και εκτός κυκλοφορίας.

Ακόμα κι έτσι όμως, γίνεται φανερό πόση σημασία είχε η κινητοποίηση του λαϊκού και αντιφασιστικού κινήματος όλο αυτό το διάστημα, οδηγώντας στην κοινωνική απαξίωση της Χρυσής Αυγής και στη μερική τουλάχιστον δικαίωση που προσέφερε η πρωτόδικη δικαστική απόφαση. Δίχως αυτή, τα αλλοτινά “φανμπόις” της οργάνωσης είναι εντελώς απίθανο να αισθανόταν οποιαδήποτε ανάγκη να “καθαριστούν” από το στίγμα της στήριξης σε αυτή την εποχή της ανόδου της.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: