“Δεν ημπορώ να φαντασθώ την ώρα που τα παπούτσια του θε’ να κρεμάσει, θα φύγει από τα γήπεδα, θα σταδιοδρομήσει ως επιχειρηματίας ή χωροφύλαξ έστω και θα βρεθεί υπό μετάθεσιν στην Αταλάντη…”
“Τα καταστήματα ήταν ερμητικά κλεισμένα Και τα μπαλκόνια σταχτερά και μελαγχολικά Φτώχεια, ανεργία, στόματα πεινασμένα Και στην καρδιά μου σύννεφα πολλά…”
“Μετά το έγκλημα έχουν οι δολοφόνοι τα πιο αθώα μάτια…”
Πες μου, πες μου —ρωτάω έναν φίλο— Πώς ήτανε, πες μου, ο Καμίλο;
Στο βούρκο της ζωής, πες μου τι φταίει, τους ρόλους μας τους παίξαμε σωστά, μας κλέβουν τα φρικιά κι οι τελευταίοι, στερνοί εμείς, κι αυτοί πάντα μπροστά!
“Στο βάθος του δρόμου ζωντανά τα οράματά μας, σ΄ ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί…”
Δεν είναι δάκρυ αυτό στα μάτια μας αϊτέ
Στη συγκεκριμένη συλλογή ο ποιητής αποφεύγει τη μεταφυσική προέκταση του θανάτου, εστιάζοντας στα καθημερινά γεγονότα, που συγκροτούν μια συγκεκριμένη ζωή, η οποία πορεύεται από την υγεία στην αρρώστια και τερματίζει στο απροχώρητο.
“Αχ!, ρε μπαγάσα, δεν περνάω καθόλου καλά εδώ χάμω, στην ψυχή μου δεν φτάνει πια κανένας…”
Καίγονται εξόχως για εξουσία και λεφτά Βλέπουν τα ευφυή όντα σαν μοσχάρια