“Που θα πάτε, που θα πάτε! Κομποδιάστε τα κλεμμένα, κρύψτε και τ’ ασημικά σας να τα χαίρεται η σκουριά Θάβγουμε κι εμείς παγάνα, θα σας εύρουμε ως τον ένα, και στην πόλη μέσα αν είστε και στ’ απόμερα χωριά…”
Στις 18 του Οκτώβρη 1979, η Σουηδική Ακαδημία αναγγέλλει την απονομή του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Οδυσσέα Ελύτη.
Ε, λαέ των Κούρδων Πόσες φορές σε πρόδωσαν οι σύμμαχοι…; Πότε θα γίνουν όλα αυτά μαθήματα…; Οι σύμμαχοί σου δεν είναι παρά τα βουνά
Το αίμα που ’χαν τα κλαδιά επότισε το χώμα. Ανθίσανε, καρπίσανε, κι αγκαλιαστά γελούνε.
“…Δε ζητάμε άλλα δικαιώματα γιατί ξεχάσαμε πια το χειρισμό τους. Δε ζητάμε πιο πολλή επιείκεια γιατί δεν ξέρουμε καλά τον εαυτό μας.”
Αυτό που προσδοκάς δε θα το ζήσεις, σου μήνυσε μια μοίρα κάποιο βράδυ κι αλλιώτικα στον κόσμο να βαδίσεις για να ‘χεις στη ζωή κι εσύ μεράδι.
“…κι είναι κοντά η μανούλα σου που δε θ’ αφήσει να ’ρθει η καταχνιά και τη γαλήνη των ματιών σου να ταράξει…”
Η Έλενα Ριζίκοβα (Ranele) μεταφράζει Ιωσήφ Μπρόντσκι
Μάθαμε να σ’ αγαπάμε απ’ του μύθου την εξέδρα της γενναίας ψυχής σου ο ήλιος του θανάτου στήνει ενέδρα.
“Τώρα δεν έχει πια ΕΣΑ, φωνές δεκανέων να σου ξηλώνουν τα όνειρα, κυρίες ταγματαρχών να σφουγγαρίζεις την κουζίνα τους…”