Να φύγουν, αυτή να φύγει—αυτή ‘ταν η αιτία. Να φύγει αυτή—πληγώνεται η Κατερίνα του που τη βλέπει. Να ξαναβρεθούν οι δυο τους, με το μαγαζάκι τους, τον περίπατό τους της Κυριακής, να τη φορέσει κι η Κατερίνα την καινούργια ρόμπα που της αγόρασε… Και θα ξαναγίνουν όλα… Όλα, Κατερίνα, θα γίνουν. Όπως ήταν πρώτα. Και καλύτερα, θα το δεις… θα το δεις κι εσύ…
Θα το πουλήσει το περίπτερο. Κουράστηκε. Θ’ αλλάξει δουλειά. Θέλει να ‘χει καιρό, ένα στα τόσα καλοκαίρια, να γυρίζει στο νησί. Να πιάνει το πλοίο στο παλιό λιμάνι, στο Κάστρο, κι από εκεί, περνώντας από την Παναγιά, να φτάνει στο Σχοινούδι. Κι ας είναι το σπίτι ρημαγμένο απ’ τους ανατολίτες, τους αραβόφωνους και τους ποινικούς, που κουβάλησαν εκεί οι Τούρκοι. Αυτό θέλει ο Στέλιος. Ο άπατρις.
Χρειάζουνται λεφτά, λεφτά. Πού θα βρεθούνε; ο κόσμος δεν αγοράζει βιβλία. Όλοι με κοροϊδεύουνε, όλοι με παίρνουνε για τρελό με τη δουλειά αυτή που καταπιάστηκα. Μα σαν το βλέπανε τελειωμένο και μαθαίνανε το μεγάλο σκοπό μου, θα με λέγανε τότε τρελό; μουρμούριζε ένα δειλινό καθισμένος πάνω σε μια πέτρα με τα μάτια γυρισμένα προς τη θάλασσα, μακρυά…
Ο Άλμπερτ Μαλτς ασχολήθηκε με το θέατρο και τον κινηματογράφο. Έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα, με πιο γνωστό «Το υπόγειο ρεύμα». Για την ένταξή του στο ΚΚ ΗΠΑ θα διωχτεί με τον διαβόητο νόμο του Μακάρθι και θα φυλακιστεί.
Ως πότε, ως πότε θα περιμένουν οι κολασμένοι της γης; Όλοι κοιτάνε με λαχτάρα κατά την ανατολή.
«Απόπειρα συμμετοχής εις ανατρεπτικήν δράσιν»…Πήγαινε – έλα! Από στρατόπεδο σε φυλακή. Κι ούτε μια φορά η δικαιοσύνη δεν αμφισβήτησε τον επικίνδυνο χαρακτήρα του, γιατί κάθε φορά ο Παναγιώτης ζητούσε «επαφή»…Πώς να πείσεις τα στρατοδικεία ή τον Παναγιώτη για την τρέλα τους;
Ο κατάδικος ουδέν απολέσας της αταραξίας του, υπήγε να τοποθετηθή αυθορμήτως αντικρύ των τουφεκιστών εις την κανονισμένην απόστασιν δέκα βημάτων, απωθήσας τον προσελθόντα να περιδέση κατά το σύνηθες τους οφθαλμούς του δια μαντυλίου δεκανέα. Οι στρατιώται ηύθυναν ήδη κατά του στήθους του τα όπλα αναμένοντες το τελευταίον πρόσταγμα, ότε αντήχησαν εκ διαφόρων συγχρόνως ομίλων φωναί: «Δεν μας αποχαιρετάς, Σάνδρε;»
Ψαράδες, ναυτικοί, ξενιτεμένοι, άνθρωποι του μόχθου αλλά και ξωμάχοι διηγούνται τις μικροχαρές, τις λύπες, τους καημούς της νησιώτικης ζωής, στις «Νησιώτικες Ιστορίες» του Αργ. Εφταλιώτη, που από πολλούς θεωρούνται ως το αριστούργημά του. Έρωτες, οικογενειακές ατυχίες, χτυπήματα της μοίρας αλλά και περιστατικά της εθιμικής ζωής, ξαναζωντανεύουν νοσταλγικά μέσα από τις αναμνήσεις του συγγραφέα…
– Να πάρουμε τα ξινάρια και τις τσάπες και να παλαίψουμε βρε γιε. (Γκουχ, γκουχ – βήχας). Να διώξουμε το λύκο και το χωροφύλακα. Μπροστά τα κορμιά, τα στήθεια ομπρός ούλοι για το δίκιο μας. Να φύγει το κακό απ’ τη γη μας και το κουβέρνο να δει το ζάφτι μας. Δεν αντέχουμε άλλο. Νισάφι πλιο.
Έρημοι ήταν οι δρόμοι! Ωστόσο το δικό του μάτι, μπόρεσε να ξεχωρίσει δυο σκιές, που στεκόντουσαν κάτου στο σταυροδρόμι. Έτρεξε κοντά τους. Ο ένας φαινότανε να παραφυλάει. Και ο άλλος έγραφε στον τοίχο βιαστικά με πινέλο και κόκκινη μπογιά: ΕΛΛΗΝΕΣ, ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΕΑΜ — ΓΙΑ ΨΩΜΙ ΚΑΙ…