Το διήγημα της Πέμπτης: «Σκοτάδι και φως» του Νίκου Κατηφόρη

Έρημοι ήταν οι δρόμοι! Ωστόσο το δικό του μάτι, μπόρεσε να ξεχωρίσει δυο σκιές, που στεκόντουσαν κάτου στο σταυροδρόμι. Έτρεξε κοντά τους. Ο ένας φαινότανε να παραφυλάει. Και ο άλλος έγραφε στον τοίχο βιαστικά με πινέλο και κόκκινη μπογιά: ΕΛΛΗΝΕΣ, ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΕΑΜ — ΓΙΑ ΨΩΜΙ ΚΑΙ…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Σκοτάδι και φως» του Νίκου Κατηφόρη

Το διήγημα του Νίκου Κατηφόρη “Σκοτάδι και φως” δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ρίζος της Δευτέρας, στις 22 του Δεκέμβρη 1947, από όπου το μεταγράψαμε και σας το παρουσιάζουμε. Όμως πρώτα ας δούμε μερικά στοιχεία για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα, που βρήκαμε στο Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.:

“Ο Νίκος Κατηφόρης γεννήθηκε στον Άγιο Πέτρο της Λευκάδας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην πρωτεύουσα, όπου εργάστηκε ως δικηγόρος. Δημοσίευσε λογοτεχνικά κείμενα και κριτικά δοκίμια στα περιοδικά Νέοι Βωμοί (1924), Νέα Επιθεώρηση (1929), Πρωτοπόροι (1930-1931) και Νέοι Πρωτοπόροι (1932-1936), ενώ από το 1924 και για δέκα περίπου χρόνια συνεργάστηκε – με διάφορα ψευδώνυμα – με την εφημερίδα Ριζοσπάστης ως χρονικογράφος. Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου εμφανίστηκε στα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα και Επιθεώρηση Τέχνης και στην εφημερίδα Αυγή.

Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε με τη δημοσίευση του αντιπολεμικού διηγήματος Ειρήνη στο Νουμά (με το ψευδώνυμο Σταύρος Λέκκας). Το 1922 τη συλλογή (δύο) διηγημάτων Τραβώντας στην τρέλλα. Σταθμοί στο πεζογραφικό του έργο στάθηκαν η συλλογή διηγημάτων Όσο κρατάει το σκοτάδι και το μυθιστόρημα Η πιάτσα. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη θεατρική γραφή (από το 1931). Το πρώτο του έργο, Οι λύκοι και τα πρόβατα ανέβηκε σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, ενώ άλλα θεατρικά του παραστάθηκαν από τους θιάσους Μαρίκας Κοτοπούλη, Κατερίνας και από ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1950-1967) και γενικός γραμματέας της εταιρείας Θεατρικών Συγγραφέων (1946-1953). Πέθανε στην Αθήνα.

Ο Νίκος Κατηφόρης ανήκει στους έλληνες πεζογράφους του μεσοπολέμου που στρατεύτηκαν υπέρ της μαρξιστικής ιδεολογίας και εντάχθηκαν στα πλαίσια του μαρξιστικού ρεαλισμού. Με καταβολές στο έργο των Δημοσθένη Βουτυρά, Κωνσταντίνου Θεοτόκη και Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, αλλά και στους ρώσους και σκανδιναβούς μαρξιστές λογοτέχνες το έργο του κινήθηκε στο χώρο του ψυχογραφικού ρεαλισμού με έντονη την παράλληλη παρουσία των συμβολικών στοιχείων που παραπέμπουν άμεσα σε κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό. Στο πέρασμα του χρόνου ο συγγραφέας οδηγήθηκε από μια γενικότερη επαναστατική ενατένιση του κοινωνικού κατεστημένου στη συγκεκριμενοποίηση της ιδεολογικής του τοποθέτησης και στην εναπόθεση των ελπίδων του για ένα καλύτερο μέλλον στο κομμουνιστικό όραμα.

Στο τελευταίο έργο του Ο Καρχαρίας και τα 9 κύματα αξιοσημείωτη είναι η εσωτερική αναδίπλωση του συγγραφέα, ο περιορισμός της αισιόδοξης προοπτικής του, καθώς επίσης η είσοδος στη γραφή του στοιχείων μεταφυσικής που παραπέμπουν στην ατμόσφαιρα της τεχνοτροπίας του Φραντς Κάφκα. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από το λήμμα Αργυρίου Αλεξ., “Νίκος Κατηφόρης”, Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Ε΄, σ.8-25. Αθήνα, Σοκόλης, 1992.”

«Σκοτάδι και φως»
του Νίκου Κατηφόρη

Απόψε δεν ήτανε σαν άλλες χρονιές… Οι άγγελοι που κατέβηκαν από τον Ουρανό να υμνήσουνε «μετά ποιμένων» τη Γέννηση του Κυρίου, δεν βρήκανε στην Πάρνηθα ούτ’ ένα τσοπάνο να τους περιμένει. Κι αντί για τις ολόφωτες πολιτείες, που βλέπαν άλλοτε στην Αττική, το σκοτάδι αντίσκοφτε τώρα πυκνό στο μάτι, με μικρά μόνο θαμποφεγγίσματ’ από δω κι από κει… Μα ο νους τους δεν έβαλε κακό. Δεν ξέρανε πως οι Ιταλογερμανοί άρπαξαν όλα τα πρόβατ’ από τους τσοπάνηδες, που δεν είχανε τι να βοσκήσουν για να τους περιμένουν… Κι ούτε πήραν είδηση — οι μακάριοι — πως οι πολιτείες ήτανε βυθισμένες στο σκοτάδι για να φυλάγονται από τ’ αεροπλάνα τη νύχτα. Όσο για τον κατακλυσμό, αυτός είναι υπόθεση παλιά. Και στο μεταξύ γεννήθηκε ο Χριστός, που ίσωσε τους ανθρώπους από παρόμοιες συφορές! Πάνε από τότε χίλια τόσα χρόνια… πόσα! Μέτρα: Χίλια εννιακόσια σαράντα ένα χρόνια! Ο κόσμος στερέωσε στα πόδια του για τα καλά…

Μόνο έν’ αγγελούδι καλό, έν’ αγγελούδι περίεργο, το ζώσανε τα φίδια και θέλησε να μάθει τι έτρεχε. Ο βοριάς, που φυσούσε απ’ το βουνό, το πήρε πρόθυμα στην αγκαλιά του και το ξεπέζεψε πάνου στην Ακρόπολη… Τ’ άσπρα του φτερά φωτίσανε τον τόπο, μ’ απόμεινε άλαλο, καθώς αντίκρυσε δυο σημαίες ξένες.

—Δεν είναι δω ή Αθήνα; ρώτησε κι’ έσκυψε απ’ το βράχο… Να οι Αέρηδες! φώναξε χαρούμενα… Μα τότε;

Έπρεπε να κατέβει…

Και, δίνοντας ένα πήδημ’ αλαφρό, βρέθηκε στα στραβά στενοσόκακα τής Πλάκας.. Μα τ’ ήταν —Ύψιστε! — αυτό που πάτησε; Έκαμε πίσω ανατριχιάζοντας και τα ωραία του μαλλιά σηκωθήκαν από φρίκη… Πτώμα ήταν αυτό; Ένας άντρας κουρελής, αξούριστος, σκελετωμένος, κείτονταν νεκρός μπροστά του, με μάτια ορθάνοιχτα, γυαλένια…

—Και τον έχουν άταφο! σκέφτηκε…

Μα κάποιος του είχε σταυρώσει τα χέρια… Και στα δάχτυλά του τού είχε περάσει ένα χαρτόνι άσπρο, πούγραφε πάνου λόγια, λόγια τρομερά: «Ζήτω η νέα τάξη του φασισμού! Έλληνες! Να τα Χριστουγεννιάτικα δώρα των κατακτητών. Πριν πεθάνουμε όλοι, σηκωθείτε!».

Ο άγγελος τα κατάλαβε όλα… Κοίταξε γύρω του μ’ αγωνία. Τι κάναν τάχα οι ζωντανοί; Τα σπίτια ήταν βυθισμένα στο σκοτάδι και παντού κρατούσε σιωπή… Έρημοι ήταν οι δρόμοι! Ωστόσο το δικό του μάτι, μπόρεσε να ξεχωρίσει δυο σκιές, που στεκόντουσαν κάτου στο σταυροδρόμι. Έτρεξε κοντά τους. Ο ένας φαινότανε να παραφυλάει. Και ο άλλος έγραφε στον τοίχο βιαστικά με πινέλο και κόκκινη μπογιά: ΕΛΛΗΝΕΣ, ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΕΑΜ — ΓΙΑ ΨΩΜΙ ΚΑΙ…

—Και; σκέφτηκε ο άγγελος ανυπόμονα.

Έσκυψε πάνου από το νέο, σα νάθελε να διαβάσει τη σκέψη του στα μάτια του. Κι είδε μέσ’ απ’ αυτά τα μάτια να ξεχύνεται ένα φως παράξενο, που μαρτυρούσε μια θέληση για ζωή και για θάνατο! Μια σκληρή απόφαση ήταν χυμένη στ’ ωχρό κι’ αδυνατισμένο του πρόσωπο. Και το χέρι του προχωρούσε σταθερά στην τελευταία λέξη. Ο άγγελος εδιάβασε: ΛΕΥΤΕΡΙΑ.

Ένα μικρό σφύριγμα ακούστηκε. Αυτός τινάχτηκε, κρύβοντας κάτου απ’ το παλτό του το κουβαδάκι του με το πινέλο κι έτρεξε στο σύντροφό του.

—Τ’ είναι; ρώτησε πνιχτά.

—Κάποιοι έρχονται, απάντησ’ ο άλλος το ίδιο.

Σκύψανε κι’ οι δυο το κεφάλι από τη γωνιά προφυλαχτικά.

—Γερμανοί δεν είναι, είπ’ ο ένας, γιατί θα γαυγίζανε.

—Ούτε Ιταλοί γιατί θα κακαρίζανε…

—Θαρρώ πως κάποιος κλαίει…

—Ναι… Έλληνες είναι…

Πραγματικά! Τώρ’ ακουγόταν ένα πνιχτό γυναικείο κλάμα, σιγανό και τραβηχτό, σα μοιρολόι. Έρχονταν δυο σκιές. Είχανε ζυγώσει πια και μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει πως προχωρούσαν αργά η μια πίσ’ από την άλλη… Κουβαλούσαν κάτι με κόπο. Αυτός που πήγαινε μπροστά ήταν άντρας και τον ακολουθούσε μια γυναίκα.

—Κάποιο πεθαμένο πάνε! Ας τους.

Οι δυο νέοι στρίψαν τον απάνου δρόμο. Μα ο άγγελος έτρεξε κοντά στους άλλους. Ναι! Πεθαμένο κουβαλούσαν. Ήταν ένας δύστυχος γερούλης, ολόγυμνος, με το στόμ’ ανοιχτό… Έτσι γυμνός καθώς ήτανε, σκελετωμένος, με τα κόκκαλά του που τρυπούσαν το πετσί του, παρουσίαζε μια φριχτή εικόνα. Ο άντρας τον κρατούσε από το ένα χέρι στον ώμο του, και στον άλλο ήταν φορτωμένος μ’ αξίνα και φκιάρι. Το άλλο χέρι του γέρου κρεμότανε ξερό και σερνότανε στο δρόμο. Η γυναίκα τον βαστούσε από τα πόδια. Μέσα σέ κλάματα πνιχτά κι αναφιλητά, ξεχώριζαν τα λόγια της:

—Αχ, πατερούλη μου! Τί Χριστούγεννα ήρθανε για σε! Κακότυχε! Πού είσαι να ντυθείς την καλή σου φορεσιά… Πού είσαι, που γέμιζες την εκκλησιά με την κορμοστασιά σου…

— Σώπα, μωρέ γυναίκα, μη μας ακούσουν, την έκοψε ο άλλος με φωνή λαχανιασμένη! Άλλους τους πετάνε στο δρόμο. Εγώ θα τόνε θάψω κιόλα…

— Έτσι… χωρίς παπά; Αναστέναξε κείνη.

—Τι τον θέλεις τον τράγο; Για να χάσουμε το δελτίο; Αργότερα του σηκώνουμε τρισάγιο…

—Κι ολόγυμνο! Αχ! Δεν έχεις καρδιά…

—Δεν έχω καρδιά… εγώ το ξέρω! Μα τι να σου κάνω… Σήμερα γδύνουνε τους ζωντανούς. Εγώ έναν πεθαμένο έγδυσα… Δε… χρειάζεται τα ρούχα…

Ένα κλάμα έτρεμε στη φωνή του άντρα, που πάλευε να μην ξεσπάσει… Κι ο άγγελος δεν είχε πια τη δύναμη ν’ ακολουθήσει άλλο τη θλιβερή πομπή. Καθώς στάθηκε και τους κοιτούσε, άκου’ το βήμα τους, που έσβηνε στο δρόμο, ενώ η παγωνιά σιγά-σιγά ρουφούσε της γυναίκας τ’ αναφιλητά…

***

Μέσα στην παγερή σιωπή της νύχτας αυτό ήρθε σαν ξαφνικά ν’ άνοιξε ένας μικρός καταρράχτης και σκόρπισε στο δρόμο ανθρώπους, κρότους και φωνές… Ήτανε μια Ιταλική περίπολο. Κάτι είχαν ανακαλύψει οι «γκλοριόζοι» και τρέχανε σα λυσσασμένοι. Άναβαν ηλεχτρικά φανάρια, ψάχνοντας τους τοίχους και φώναζαν, θαρρείς με μπουκωμένο στόμα, βλαστήμιες και βρισιές… Κάποιος έριξε μια πιστολιά κι όλοι τότε αρχίσανε να χτυπάνε μέσα στο σκοτάδι και να τρέχουν… Χαθήκανε στο βάθος και τις φωνές τους τις ρούφηξε κι αυτές η νύχτα. Μα τη σιωπή που έπεσε, ξέσκισε τώρα μια φωνή παιδιάστικη, που ακούστηκε από το δίπλα σπίτι.

—Μαμά! Ξύπνα! Τον έπιασε! Τρώει!…

Η φωνή σουβλερή, σφυριχτή, ήταν παράξενα τραγική. Φώτ’ ανάψανε πίσω από τις γρίλιες κι ακούστηκαν στο πάτωμα βήματ’ από πόδια γυμνά… φωνές κομμένες, λαχανιασμένες, σα να γινότανε μεγάλο κακό. Ο άγγελος μ’ ένα πήδημα βρέθηκε στο σπίτι. Σ’ ένα χαμηλό δωμάτιο, ένας γεροντάκος με πιτζάμες ξεσκισμένες, ήταν ανακαθισμένος στο κρεββάτι του κι είχε μπροστά του ένα κομμάτι ψωμί, τυρί, σταφίδα κι’ ένα πορτοκάλι. Το στόμα του ήταν μπουκωμένο. Και γύρω του όλη η οικογένεια. Ένας άντρας μισόγυμνος, ψηλός και κοκκαλιάρης, μια γυναίκα περασμένη, μ’ ένα παλτό ριγμένο στις πλάτες. Ένα κορίτσι με μια ρόμπα μακριά και έν’ αγοράκι γονατισμένο στο άλλο κρεββάτι, που φαινότανε να διασκεδάζει μ’ όλ’ αύτά… Ο γέρος τούς κοίταζε φοβισμένα και το μάτι του έπαιζε από δω κι από κει κι ήταν μαζεμένος, έτοιμος να φυλαχτεί από κάποιο χτύπημα. Μα τα χτυπήματα τού ερχόντανε βροχή, με τα λόγια, πούλεγαν οι άλλοι, τα φαρμακερά…

—Παλιόγερε! έβριζε ο άντρας. Γι’ αυτό όλοι λιώνουμε και συ βαστιέσαι! Μάς τρως το φαΐ μας κι ύστερα το κονομάς από πάνου… Και τρως κρυφά…

—Αυτός να ζήσει κι’ εμείς να πεθάνουμε, κατάλαβες; τσίριζε το κορίτσι.

—Δεν κοιτάς αυτό το δύστυχο που έρεψε το προσωπάκι του, έκλαιγε η γυναίκα δείχνοντας το παιδί . Μόνο το τομάρι σου κοιτάς, πώχεις τόνα πόδι σου στο λάκκο…

Και τ’ αγοράκι έλεγε γελώντας:

—Τον άκουσα που ματσούλαγε σαν  ποντικός…

—Πάρε, κακόμοιρο, να φας εσύ μια μπουκιά!… άρπαξε η γυναίκα το ψωμί κι έκαμε να το δώσει του παιδιού. Μα ο άντρας τής το πήρε από τα χέρια.

—Εγώ δουλεύω! είπε προσταχτικά. Και μπούκωσε το στόμα του. Η γυναίκα απόμεινε άλαλη… Μα το κορίτσι γούρλωσε τα μάτια.

—Κι εγώ δουλεύω! Χύμηξε πάνω του κι έκαμε να του πάρει το κομμάτι, που κρατούσε από τα χέρια. Μ’ αυτός τής έδωσε μια γερή σπρωξιά και την  πέταξε στο κρεββάτι τού γέρου.

—Παλιοβρόμα! που θα πάρεις το ψωμί του πατέρα σου…

—Κι εγώ δεν είμαι πατέρας σου; Γιατί μου παίρνεις το ψωμί; ούρλιαζε ό γέρος.

—Καλά! Τότε γω παίρνω το τυρί, έκαμε το κορίτσι.

Και πριν ο γέρος προφτάσει να το φυλάξει, τόχωσε κιόλας στο στόμα της…

—Κακούργα! φώναξε ή μάνα… Δε θα δώσεις στ’ αδερφάκι σου;

—Εγώ δε γέννησα παιδιά! Εσύ που γέννησες βρες να του δώσεις…

—Πάρε τότε σύ τη σταφίδα, παιδάκι μου, έκανε κείνη κι άρπαξε το χαρτάκι, που δεν είχε πάνου από μια φούχτα…

—Μη… μη… μη… ούρλιαζε ο γέρος μ’ απελπισία.

Μα κείνη ήταν κιόλας μπροστά στο παιδί της, που άπλωνε τις φουχτίτσες του λαίμαργα… Το χέρι της ωστόσο έτρεμε… Μόλις ένα – δυο σπειράκια πέσαν από το χαρτί και ξάφνου βγάζει μια φωνή, σα λυγμό, σαν ουρλιαχτό κι αδειάζει όλο το χαρτί στο άδειο στόμα της.

—Μαμά! φώναξε το παιδί κι απόμεινε με τις φούχτες απλωμένες. Μα κείνη γύρισε στον τοίχο.

—Μαμά! ξανάπε και πήδησ’ από το κρεββάτι.

—Παλιόπαιδό! Γέλασε ο γέρος! Γιατί να φωνάξεις; Αν μούλεγες θα σούδινα και σένα… Τώρα κάτσε νηστικός και ψόφα…

Άρπαξε το πορτοκάλι του βιαστικά και χώθηκε μέσα στα ρούχα…

—Ακούς τι λέει; Θα ψοφήσω! φώναζε κείνο με σπαραγμό στή μάνα του. Δεν θέλω να ψοφήσω…Μπαμπά! Τασία… γύρισε στην αδερφή του.

Και καθώς δεν τούδινε κανείς απάντηση, σωριάστηκε στο πάτωμα μ’ αναφιλητά.

—Εγώ θα το πω του Τίτου, τούς φώναζε, εγώ θα το πω του Τίτου…

…………………………………………………………………………………………………………………………………….

Πιότερο κι’ από τις φοβερές σκηνές που είδε στο δρόμο, ο άγγελος είχε φρίξει μ’ αυτά, που έβλεπε τώρα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν πιά τίποτε το ανθρώπινο… Δεν τους έμενε παρά να βγάλουν ένα τομάρι τριχωτό, να τεντώσουν τα νύχια τους, ν’ ανοίξουν το στόμα τους και να πέσουν ο ένας πάνου στον άλλο, να φαγωθούν σαν άγρια θηρία. Έκανε μέσα του μια προσευχή:

—Αχ, Θε μου… σε τι σκοτάδι πέσανε λοιπόν; Ένα φως… δε βρίσκεται ένα φως γι’ αυτούς τους δύστυχους;

Ένα κλειδί ακούστηκε στην οξώπορτα κι ύστερα ένα κλείσιμο σιγανό.

—Ο Τίτος! Φώναξε το παιδί με λαχτάρα… Και πετάχτηκε. Όλοι κοιταχτήκανε με φόβο κι ήτανε σα να θέλανε να κρυφτούν από ντροπή.

Μα ήταν αργά. Εκείνος φάνηκε στην πόρτα. Κι ο  άγγελος τον είδε σαν παλιό του φίλο…

Ήταν ο νέος, ο ίδιος που έγραφε στον τοίχο. Αυτός τους κοίταξε παραξενεμένος. Μα πριν ανοίξει το στόμα του να πει τίποτα, ο μικρός τού τα πρόφτασε όλα.

— Καημένο παιδάκι τού ψιθύρισε…

Κι η φωνή του ήταν παράξενα σβηστή. Να! Πάρε.

Έβγαλε από την τσέπη του δυο χαρούπια και μια φούχτα σταφίδα…

Χλωμός, έτοιμος να σβύσει, σωριάστηκε στην καρέκλα. Η ανάσα του ήτανε κομμένη. Μια γκριμάτσα πονεμένη τού ζάρωνε το πρόσωπο και κοιτούσε τους άλλους με τόση θλίψη, σα να τους έκλαιγε νεκρούς! Εκείνοι είχανε χαμηλώσει> το κεφάλι… Κι ό πατέρας δεν κράτησε άλλο…

—Μην κοιτάς έτσι, που να πάρει ό διάολος! Πεινάμε! Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε! Είναι να τρελαθεί κανείς…

Και ξέσπασε στα κλάματα. Το πρόσωπο του νέου φωτίστηκε κι ένα χαμόγελο άνθισε στο χλωμό του πρόσωπο, σα νάρθε αυτό που περίμενε…

—Ήθελα, τους είπε… να σάς εμπιστευθώ κάτι! Μα πώς να μιλήσει κανείς σε σας, όπως γενήκατε… Μπορεί να με προδώσετε για ένα χαρούπι. Τρέξανε κι οι τρεις κοντά του μ’ ανακούφιση κι ο γέρος ανασηκώθηκε από το κρεββάτι του. Ας μιλούσε! Ας τούς έλεγε! Εκείνοι δε θάλεγαν λέξη για όλου του κόσμου τα καλά. Σύμφωνοι… Αυτός σηκώθηκε από την καρέκλα κι ενώ οι άλλοι τον κοιτούσαν στα μάτια μ’ αγωνία, τούς γύρισε σιγά-σιγά τις πλάτες. Όλοι υποχωρήσανε με φρίκη, βγάζοντας μια φωνή. Κι’ ό γέρος πετάχτηκε όρθιος. Το παλτό στή ράχη ήταν γεμάτο αίματα.

—Παιδί μου! Παιδάκι μου! ούρλιαζε ή γυναίκα.

—Δεν είναι τίποτε, μητέρα! Με βρήκε μια σφαίρα μα ξώδερμα… Το δύσκολο ήταν να τούς ξεφύγω, αλλά τούς ξέφυγα… Δε θα πείτε τίποτα!

—Θεός φυλάξοι…

Ο γέρος στάθηκε μπροστά του και του καθάριζε το έρημο το πορτοκάλι του, με χέρια τρεμάμενα. Τούβαλε μια φέτα στο στόμα. Κι οι άλλοι μπαίναν, βγαίναν, τρέχαν πάνου κάτου με ταραχή. Να γδύσουν το «παιδί», να τού πλύνουν την πληγή, να τού τη δέσουν — και σέ κανένα τσιμουδιά. Και στην καινούργια ταραχή τους, έμοιαζαν σιγά-σιγά σα νάβγαιναν από ένα σκοτάδι κι’ ένα καινούργιο φως σα να τους αγκάλιαζε.

Ο άγγελος άφησ’ ένα στεναγμό χαρούμενο και πέταξε στον ουρανό σφυρίζοντας…

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: