Πολύπλευρος και ακαταπόνητος…με μια θέληση αδάμαστη…Γράφει, ζωγραφίζει, σκαλίζει πέτρες και κόκκαλα, παίζει στις ορχήστρες της εξορίας, διδάσκει χορό και κάνει τις χορογραφίες για τις παραστάσεις που κάνουν οι κρατούμενοι στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, μοιράζεται με τους συντρόφους του τις καθημερινές αγγαρείες, δεν επιτρέπει στον εαυτό του μια στιγμή ανάπαυλας. Αγρυπνεί.
Και τι είναι αυτός ο Τσάρος τέλος πάντων; Μια νούλα! Κι’ η Τσαρίνα; Ξέρεις τι είναι; Μια π…! Κάνουνε πόλεμο, ο πλούσιος μαζεύει πλούτια, κι’ εμείς σκοτωνόμαστε…«Αυτή είναι η κοινωνία που τη φτιάξανε τέτοια απ’ τα παλιά χρόνια για το συμφέρο τους…Κι’ εσύ, κοζάκε, δούλευε, δούλευε σκλάβος όλη σου τη ζωή, και στο τέλος θα πάρεις τον…ξύλινο σταυρό του νεκροταφείου!»
Η θανάτωση ύστερ’ από καταδίκη είναι δυσανάλογα φριχτότερη απ’ το φόνο που διέπραξε ο ληστής. Εκείνον που τον σκοτώνουν οι ληστές, τον σφάζουν, τη νύχτα στο δάσος ή όπου αλλού, κι εκείνος το δίχως άλλο ελπίζει ακόμα πως θα σωθεί, το ελπίζει ως την πιο τελευταία στιγμή…δώ υπάρχει καταδίκη, κι ο τρομερός πόνος βρίσκεται ίσα – ίσα στο γεγονός πως το ξέρεις ότι είναι των αδυνάτων αδύνατο να την αποφύγεις…
– Γιάννη Ρίτσο, ποιητή μας, σ’ αγαπούσαμε πολύ. Η αγάπη μας παρακάλεσε πολύ να κερδίσεις τη μάχη, μα όπως κι εσύ το γράφεις, οι παρακλήσεις των αδυνάτων δεν εισακούγονται…κι εδώ, Γιάννη Ρίτσο, ο θάνατος κάνει πιο αισθητή την αδυσώπητη επέμβασή του: Γιατί όλα όσα λέγονται και γίνονται γύρω σου τα ’ξερες, τα πρόβλεπες, τα φανταζόσουν.
Ο Τάσος Λειβαδίτης και οι «Μαρτυρίες» του Γιάννη Ρίτσου
Αγάπησα την έρημο, τους ξερούς οπωρώνες, τα φτηνομάγαζα, τα δυνατά ποτά. Σύρθηκα στους δημόσιους δρόμους και με κλειστά τα μάτια παραδόθηκα στον ήλιο, στο Θεό της Φωτιάς. Ρεμπώ, 20 Οκτωβρίου 1854 – 10 Νοεμβρίου 1891
Ο Κ. Παρορίτης ήταν ο πρώτος Έλληνας λογοτέχνης που διώχτηκε από το επίσημο κράτος για τις ιδέες που διατύπωσε στα έργα του. Έχει ενταχθεί στις γραμμές του ΚΚΕ, ακόμα από την ίδρυσή του, και συνεργάζεται με δημοσιεύματά του με το Ριζοσπάστη. Έχει βιώσει ολόκληρη την ως τότε ιστορία του σοσιαλιστικού κινήματος στη χώρα μας και την απεικονίζει στο έργο του.
Τι κι αν μισή η καρδιά βαθιά μου υφαίνει το νήμα της ζωής στον αργαλειό των οραμάτων; Μύριες ζωές υφαίνουνται μαζί και την κρατάνε πλατύτερη απ’ τη γη – μια πυραμίδα θεμελιωμένη στον Άνθρωπο, με την κορφή στον ίλιγγο του αιθέρα σφηνωμένη.
Στις καταθέσεις του Τολστόι – άρθρα, γράμματα, ημερολογιακές σημειώσεις – είναι αποτυπωμένο το διάγραμμα του ανερχόμενου πυρετού όσο η Ρωσία πλησίαζε τις κρίσιμες χρονολογίες του ρωσοϊαπωνικού πολέμου και της επανάστασης του 1905. Ότι η απολυταρχία έπνεε τα λοίσθια, το λέει και το γράφει με απόλυτη βεβαιότητα.
Ο σοσιαλισμός ήταν ο πρώτος ιδεολογικός έρωτας και του Ντοστογιέφσκι. Μ’ αυτή την πρώτη αγάπη μπήκε στη λογοτεχνία, γι’ αυτήν πήγε στο κάτεργο. Αποκεί γύρισε σκεφτικός κι έπειτα από μερικά χρόνια (1864) τον κέρδιζε ο ιδεολογικός αγώνας κατά των σοσιαλιστών. Όλο το λογοτεχνικό έργο κι ο στοχασμός του ως το τέλος είναι αδύνατο να αποσπαστούν από το θέμα του σοσιαλισμού.