Στο πολυσχιδές έργο του πρωταγωνιστεί ο ανταγωνισμός μεταξύ της “αφέλειας” και του δυναμισμού του νέου κόσμου απέναντι στη γηραιά ήπειρο με τις μακροχρόνιες πολιτιστικές παραδόσεις αλλά και τις παρακμιακές πτυχές της.
Δύσκολο να μιλήσει κανείς για έναν πολύπλευρο δημιουργό, για έναν εξερευνητή, φιλόσοφο και ποιητή των εσωτερικών τοπίων του ανθρώπου, και των συλλογικών οραμάτων για το «χτίσιμο» ενός άλλου κόσμου των ανθρώπων, όπως ο Γ. Χειμωνάς. Το έργο του έχει γίνει αντικείμενο μελέτης των ειδικών από την πρώτη, κιόλας, εμφάνισή του με τον βραβευμένο «Πεισίστρατο» (1960).
Από τα πιο γνωστά έργα του Τζων Στάινμπεκ και της παγκόσμιας λογοτεχνίας θεωρήθηκε ύμνος στον άνθρωπο, στην ανθρωπιά και στη δύναμη της οικογένειας. Χάρισε στον συγγραφέα το βραβείο Πούλιτζερ αλλά προκάλεσε και αντιδράσεις από υποστηρικτές φιλελευθέρων απόψεων οι οποίοι τον κατηγόρησαν ότι απεικονίζει υπερβολικά την άσχημη εικόνα του καπιταλισμού και της μετανάστευσης.
Με τα λόγια του γαμπρού του Μαρξ, Πωλ Λαφάργκ, στον Ουγκώ η γαλλική αστική τάξη βρίσκει “έναν από τους τελειότερους και ιδιοφυέστερους εκφραστές των ενστίκτων, των παθών ακι των σκέψεών της”.
Ανάσα δεν τραβιέται πια στη Χίο. Διάσημη σε έκανε ζωγράφος στα Παρίσια σε πίνακα που μύριζε μαστίχα και χρώμα λαβωμένο.
Κάποτε τα έργα του αντιμετωπίζονταν ως πορνογραφικά, σήμερα θεωρείται από πολλούς μελετητές “ο ποιητής των χαμένων ψυχών”. Αυτή η θεώρηση ωστόσο υποβαθμίζει την κοινωνικοπολιτική διάσταση του έργου του, που καθρεφτίζει τις βαθιές κοινωνικές ανησυχίες του συγγραφέα, παρά την πίστη του στο παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξη
Η Ζωή Βαλάση κατορθώνει να δώσει όχι μόνο πτυχές από τη ζωή στην Ανατολική Γερμανία, αλλά και να θίξει με ιδιαίτερη ευαισθησία ζητήματα της νεοελληνικής ιστορίας και των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων. Πολύ όμορφη ιστορία με χιούμορ και παιδική αθωότητα, χωρίς καθόλου διδακτισμό και κήρυγμα, μέσα από την οποία αναδεικνύεται η αξία της συντροφικότητας και της φιλίας.
Σήμερα, στην εποχή των φιγουρατζήδων, η σεμνότητα και η αγνότητα του Κοτζιούλα φαίνονται μιας άλλης εποχής. Τώρα κοιμάται λησμονημένος και ήσυχος κάτω από τα πεύκα της Πεντέλης…θάρθει μια μέρα που η νέα γενιά θα τον ανακαλύψει και θα τον αγαπήσει…
Η Λιλίκα Νάκου γράφει για τον Γ. Κοτζιούλα
Σε αντίθεση με τον αποστειρωμένο κόσμο του παραμυθιού που κυριαρχούσε ως τότε στην παιδική λογοτεχνία, οι ήρωες και οι περιπέτειες των βιβλίων του Καίστνερ προέρχονται από την καθημερινότητα.
Η μάνα μας ξάπλωσε τα κορίτσια και τους έτριψε τις πλάτες με λάδι, για να μην κρυολογήσουνε που βράχηκαν. Το λάδι κάνει καλό και για το κρύωμα. Και για τις πληγές. Όταν χτυπήσεις στο παιχνίδι, βάλε λάδι να δεις πώς θα γιάνει αμέσως. Κι εκείνοι θέλουν να μας κόψουν τα δέντρα. Ας κοπιάσουν!