Πολλοί ξένοι, αλλά και Έλληνες μελετητές της παγκόσμιας λογοτεχνίας κατατάσσουν τον Ροΐδη στην ίδια κλίμακα με τις μεγαλύτερες μορφές όπως ο Ντοστογιέφσκι. Η υποκρισία της αστικής κοινωνίας και ο κληρικαλισμός βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας εξοντωτικής σάτιρας και κριτικής του. Για το περίφημο έργο του “Πάπισσα Ιωάννα” ο Ροΐδης «κέρδισε» τον αφορισμό του από την εκκλησία.
Χιόνι σεντόνι άχραντο, ριγμένο ανέμελα πάνω στα στήθη, τους γοφούς και τους μηρούς της γης που παριστάνει τη νεκρή ενώ κοιμάται, κοιμάται και κυοφορεί εκρήξεις αρωμάτων και χρωμάτων και χυμών – χιόνι αραχνοΰφαντο σεντόνι που μ’ ένα τίποτε, με μιαν αχτίδα ήλιου σκίζεται κι αποκαλύπτει το καινούργιο θαύμα.
“Θα βάλουμε ένα τέλος, δε θ’ αργήσει κι απ’ άκρη σ’ άκρη ο κόσμος θα σειστεί. Γύρισε το ντουφέκι σου στη δύση και διώξε τους ναζήδες απ’ τη γη…”
Από την παρουσίαση των βιβλίων του Γιώργου Μολέσκη, «Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι. Προεπαναστατικά ποιήματα» και «Κάθε Ιούλιο επιστρέφω», στο Σπίτι της Κύπρου
Ο Παπαδιαμάντης έχει χαρακτηριστεί “κοσμοκαλόγερος” για την αποστασιοποίησή του από τα “εγκόσμια”και τον μοναχικό τρόπο που έζησε. Η Σαπφώ Νοταρά κρατούσε πάντα για τον εαυτό της τον δεύτερο, τον τρίτο ρόλο, όπως συνέβαινε και στη σκηνή ή στην οθόνη. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας ενός άντρα με φόντο την γιορτινή ατμόσφαιρα κάποιων Χριστουγέννων, με τραγική κατάληξη…
Πέθανε στις 20 Οκτωβρίου του 1979 καταμεσής του πελάγου. Από τι δεν ξέραμε κι ο μπάρμπας που ίσως να ήξερε δεν το είπε, μην και τον στείλουν στην Ελλάδα που δεν ήθελε. Ως να φτάσουμε στη Χιλή, θέλαμε ακόμη έξι μέρες. Αδειάσαμε το ψυγείο με τα κρέατα και τον βάλαμε μέσα, να φτάσουμε να δούμε τι θα γίνει με το νεκρό.
“Να μην σταματήσεις όσο κι αν οι λάσπες σ’ εμποδίζουν, αν τον κόσμο θες ν’ αλλάξεις, μη ρωτάς αν θα σ ‘αφήσουν.”
Εχθρός λαός. Διαφθορά. Σήψη. Άρτος και θεάματα. Θα λέγατε ότι είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά της αστικής δημοκρατίας ή του φασισμού;
Ακριβώς έξω από το παράθυρο του δωματίου που κοιμάμαι είναι ένα δέντρο. Ίσως πάνω στο δέντρο αυτό, ίσως κάτω από το γείσο του παραθύρου μου ή της στέγης — δε μπορούσα να καταλάβω — άκουσα με το ξημέρωμα το κελάδημα ενός πουλιού. Μια φωνή παγωμένη, που ζητούσε έλεος.
«Τα μάτια ανοίχτε λαοί ταπεινωμένοι, παντού μια Σιέρα Μαέστρα περιμένει»