Νίκος Παπαδόπουλος: «Αν έχουμε λεφτά εμείς, η αστική τάξη τι έχει; Ένας καπιταλιστής, αυτά που βγάζω εγώ μέσα σ’ έναν χρόνο, τα βγάζει σε μισή μέρα»

«Η κοινωνία που ονειρεύομαι είναι η σοσιαλιστική…Όσο πιο γρήγορα αποφασίσει ο λαός μας να πιστέψει στη δύναμη του, να βγει στο προσκήνιο τόσο πιο σύντομα θα δούμε άσπρη μέρα τόσο πιο σύντομα θα ζήσουμε με βάση τις δυνατότητες της εποχής μας και όχι κάθε χρόνο και χειρότερα. Ελπίζω και πιστεύω να γίνει σύντομα να μην χαθεί άλλος χρόνος.»

Το τι έχει πετύχει ο Νίκος Παπαδόπουλος στο ελληνικό ποδόσφαιρο, για τους φίλους του αθλήματος, είναι λίγο – πολύ γνωστά. Ο έμπειρος τερματοφύλακας του Αστέρα Τρίπολης, ετοιμάζεται πλέον και για την εθνικές εκλογές ως υποψήφιος βουλευτής με το ΚΚΕ στην Ηλεία.

Μέσω του Gazzetta, ανοίγει την καρδιά του και εξιστορεί τα όσα έχει ζήσει. Από την Πάτρα και την απόρριψη – λόγω ηλικίας στο καράτε – μέχρι την ακαδημία που έπαιζε αριστερό μπακ και τον Γκόγκιτς που τον έφερε στην Ακαδημία του Ολυμπιακού.

Η παρουσία του στο Λιμάνι, το ψάρωμα που είχε να είναι ανάμεσα σε παίκτες που ο καθένας είχε από δύο Ferrari, ο Βαλβέρδε που τον έκανε να αισθάνεται σημαντικός και τα δύσκολα χρόνια στον Πανιώνιο. Τότε που με τα λεφτά που έπαιρνε δεν μπορούσε ούτε… νερό να τρώει κάθε μέρα. Το ενδιαφέρον του ΠΑΟΚ, ο Ατρόμητος, η παρεξήγηση με τον Σα Πίντο κι η Λαμία που ήρθε στο δρόμο του για να τον… κρατήσει στο ποδόσφαιρο.

Η περίοδος που εμφανίστηκε η Ράγιο Βαγιεκάνο και τελικά ο Αστέρας Τρίπολης στον οποίο θα ήθελε να κλείσει την καριέρα του.

Πώς είναι η κοινωνία που ονειρεύεται και ποιο είναι το μήνυμα που στέλνει ενόψει της μάχης της κάλπης!

Αποστολή / Τρίπολη: Παναγιώτης Δαλαταριώφ gazzetta.gr

Πώς θυμάσαι τα παιδικά σου χρόνια; Σκεφτόσουν ποτέ να παίξεις ποδόσφαιρο και δη να γίνεις τερματοφύλακας;

«Παίζω ποδόσφαιρο απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου. Για να καταλάβεις, έχω μνήμες από το διπλό του Παναθηναϊκού στο Άμστερνταμ. Θυμάμαι στην Πάτρα, που είχε βγει όλος ο κόσμος έξω, κορναρίσματα, χαμός. Σε ηλικία 6-7 ετών γράφτηκα στην Ακαδημία “Πανπατραϊκος” – υπάρχει και σήμερα. Ο πατέρας μου ήθελε να με πάει να κάνω ένα άθλημα. Κοντά στο σπίτι μας υπήρχε μια σχολή καράτε. Εκεί δεν μας δέχτηκαν γιατί ήμουν μικρός. Ετσι, οδηγήθηκα σ’ αυτήν την ακαδημία. Το γήπεδο αυτό ήταν το πρώτο που είχε ανοίξει στην Πάτρα και είχε συνθετικό χλοοτάπητα. Γράφτηκα μαζί με τα μεγαλύτερα ξαδέρφια μου. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία με το ποδόσφαιρο σε σύλλογο. Στην αρχή έπαιζα αριστερό μπακ…».

Ήσουν ψηλός και τότε;

«Ναι, ήμουν αλλά δεν μπορούσαμε να προσδιορίσουμε το που θα φτάσω. Γενικά απ’ όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ήμουν αυτός που κέρδιζε τ’ άλλα παιδιά στο σχολείο. Στο δημοτικό, ήμουν ο καλύτερος στις τάξεις. Είχα το ταλέντο».

Εβαζες γκολάκια;

«Ναι, ναι. Το είχα».

Αδέρφια έχεις;

«Εχω δύο αδερφές, είμαι ο μικρότερος εγώ. Με την τρίτη βγήκε το αγόρι».

Οι αδερφές σου ασχολούνται με τον αθλητισμό;

«Όχι, όχι… Η μία μου αδερφή έκανε μπαλέτο αλλά το παράτησε. Γενικά, ο μπαμπάς μου ήθελε να μας βάζει στον αθλητισμό».

Ασχολείται και εκείνος;

«Όχι».

Με τι δραστηριοποιείται;

«Είναι έμπορος. Εχει κατάστημα με παντόφλες και παπούτσια. Τώρα το έχει αναλάβει η μεσαία μου αδερφή. Όταν χώρισαν οι γονείς μου, ο μπαμπάς μου πήγε στον Πύργο απ’ όπου έχουμε καταγωγή, άνοιξε άλλο κατάστημα μ’ εσώρουχα το οποιο ανελαβε η μεγαλη μου αδερφη κι ο μπαμπάς μου αποσύρθηκε στο χωριό όπου διατηρεί ενα καφενείο».

Αν δεν έπαιζες ποδόσφαιρο θα έπρεπε να ανοίξει και τρίτο μαγαζί ο άνθρωπος. (γέλια)

«Δεν ξέρω πως θα έπρεπε να τα μοιράσουμε. Είμαστε τρία αδέρφια, δύο μαγαζιά».

Πάμε πάλι στο ποδόσφαιρο.

«Ναι, στα 12 μου είχα ήδη ψηλώσει αρκετά. Οι υπεύθυνοι εκεί της Ακαδημίας, μου πρότειναν να κάτσω τερματοφύλακας. Την προηγούμενη σεζόν, είχαμε κερδίσει ένα τουρνουά στην Πάτρα. Ετυχε να είμαι ο πιο μικρός, τραυματίστηκε ο τερματοφύλακας και έτσι έκατσα τέρμα εγώ. Τα πήγα πολύ καλά και λόγω του ύψους αλλά και κάποιων στοιχείων που υποθέτω ότι θα είδαν με γύρισαν στο τέρμα».

Γκολ έφαγες;

«Ναι. Τα ματς στα 5Χ5 ξέρεις με τι σκορ τελειώνουν: 9-8, 15-12… Από τότε, λοιπόν, σταθερά τερματοφύλακας και από τα 15 με πήρε από την Ακαδημία ο Σίνισα Γκόγκιτς και με πήγε στην Ακαδημία του Ολυμπιακού».

Μίλησε μου γι’ αυτό.

«Εκείνη τη χρονιά, είχαμε πάει στην Ακαδημία της ΑΕΚ, μετά στον Παναθηναϊκό και μετά στον Ολυμπιακό για να παίξουμε φιλικά. Δεν ξέρω για ποιον λόγο είχε γίνει αυτό. Μας προσκαλούσαν γιατί αυτή η ομάδα είχε 7-8 παίκτες που είχαν ακουστεί και υποθέτω ότι γι’ αυτό μας είχαν προσκαλέσει. Ενδιαφέρον τότε είχε προκύψει από τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό. Η μεγάλη διαφορά, τότε, ήταν πως ο Ολυμπιακός μάς παρείχε σπίτι, φαγητό και ένα χαρτζιλίκι της τάξης των 300-400 ευρώ το μήνα αν θυμάμαι καλά. Νομίζω 300 ευρώ ήταν. Μας τα παρείχε όλα ο Ολυμπιακός και έτσι ήταν πιο εύκολο για τους γονείς μου να δεχτούν ότι το παιδί τους πάει κάπου που τους έκανε να νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο Παναθηναϊκός έδινε κάποια χρήματα αλλά όχι διαμονή. Μιλάμε για εποχή 2005. Οι γονείς μου μού είπαν: “Επιλέγουμε τον Ολυμπιακό γιατί νιώθουμε μεγαλύτερη ασφάλεια να πας κάπου που θα υπάρχουν κι άλλα παιδιά και θα υπάρχουν άνθρωποι να σας ελέγχουν. Δεν θα είσαι μόνος σου σε ένα σπίτι 15 ετών παιδί”».

Δικαιωμένος για την επιλογή αυτή;

«Το αν νιώθεις δικαιωμένος το κρίνεις και βάσει του αποτελέσματος. Επειδή δεν έπαιξα στον Ολυμπιακό, λέω ότι όχι δεν είμαι δικαιωμένος. Αν, όμως εξελισσόντουσαν αλλιώς τα πράγματα, θα σας έλεγα “ναι”».

Το αποτέλεσμα όμως είναι ότι κάνεις καριέρα στο ποδόσφαιρο.

«Κάνω καριέρα, αλλά αν όμως σε μικρή ηλικία 18-20 ετών ήμουν σε μια ομάδα όπως ο Αστέρας – όπως είναι ο Αντώνης Τσιφτσής – θα μπορούσα να έχω φτάσει πολύ ψηλότερα. Εχασα χρόνια στον Ολυμπιακό».

Στον Ολυμπιακό υπήρχαν προπονητές που σε βοήθησαν;

«Ναι, πολύ. Πρώτος προπονητής μου ήταν ο Γκόγκιτς. Τι να πούμε για τον Σίνισα; Άνθρωπος “διαμάντι”, προσπαθούσε μόνο να σε βοηθήσει! Χρωστάω ένα μεγάλο “ευχαριστώ” στον Γκόγκιτς, γιατί απ’ αυτόν ξεκίνησε η καριέρα μου. Αυτός με είδε. Εχω πάρει πολλά στοιχεία από τον Καραπιάλη. Για να σας δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Μας είχε σε μια προπόνηση, στην προετοιμασία 7-7.30 το πρωί και μας έστηνε 10 μπάλες στη σειρά. Μας έλεγε στον καθένα πόσα θα πιάσουμε. Απίστευτο ταλέντο. Ήμασταν και εμείς σε μικρή ηλικία και ήταν πιο εύκολο γι’ αυτόν να βάλει γκολ, αλλά μας φαινόταν πολύ δύσκολο να πιάσουμε αυτά τα σουτ».

Ο άνθρωπος είναι μύθος. Πώς ένιωσες όταν έπιασες ένα σουτ του Καραπιάλη;

«Εντάξει απίστευτο ταλέντο. Αν δείτε και την καριέρα του, τα παιχνίδια που έχει κάνει… Όλους αυτούς τους βλέπαμε στην τηλεόραση μόνο. Δεν υπήρχαν τότε τα social media. Και τους θεοποιούσες. Με τα social media και την πιο άμεση σχέση που υπάρχει τους απομυθοποιείς. Μας φαινόταν, τότε, πιο δύσκολο να κάνουμε επαγγελματική καριέρα. Ε, χρόνο με το χρόνο είδα την εξέλιξη που είχα και ότι ξεχώριζα από τα υπόλοιπα παιδιά».

Πες μας για την παρουσία σου στην πρώτη ομάδα του Ολυμπιακού.

«Όταν ανέβηκα στην πρώτη ομάδα ήταν ο Λίνεν. Τότε είχε αναλάβει ο Μαρινάκης. Μετά τον αποκλεισμό από την Ανόρθωση, ήρθε ο Βαλβέρδε. Αργότερα πήγα στη Φορτούνα Ντίσελντορφ».

Βαλβέρδε;

«Ξεχώριζε από τους άλλους στο ότι ανέλυε μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια. Σταματούσε συχνά την προπόνηση για να διορθώσει ό,τι δεν του άρεσε. Εγώ ήμουν τριτοτέταρτος, παιζόταν η θέση μου με τον Μέγιερι. Δηλαδή, χρειαζόμασταν μόνο για την προπόνηση, μία στο δισεκατομμύριο θα παίζαμε. Παρόλα αυτά, μας έπαιρνε μέσα στο γραφείο του και μας έλεγε τι θέλει από εμάς. Εμάς που μας είχε μόνο για την προπόνηση και δεν μας είχε ανάγκη».

Σου έδινε και κίνητρο έτσι.

«Βέβαια. Δεν είναι μόνο αυτό, δεν θέλω να μιλήσω με ονόματα… Τρίτο, τέταρτο τερματοφύλακα ή παιδιά από την ακαδημία, οι περισσότεροι προπονητές “δεν τους βλέπουν”. Κι αυτός ο άνθρωπος μάς έκανε να νιώθουμε σημαντικοί, μας έδινε κίνητρο να προχωρήσουμε, να εξελιχθούμε και να διορθώσουμε τα λάθη μας».

Οι άλλοι δύο τερματοφύλακες της ομάδας τότε;

«Νικοπολίδης και Πάρντο».

Ο Νικοπολίδης σε βοήθησε;

«Εντάξει, εγώ τον πρόλαβα ουσιαστικά στην τελευταία του χρονιά. Μετά από 20 και πλέον χρόνια πορείας με γεμάτες σεζόν, που το σώμα του θα είχε φτάσει να καταπονηθεί πάρα πολύ, στα 39-40 του, τα έδινε όλα στις προπονήσεις. Μάλιστα, όταν τελείωναν οι προπονήσεις, έτρεχε στο διάδρομο για να διατηρεί το λίπος του σε χαμηλά επίπεδα. Μιλάμε για την τελευταία του χρονιά! Παραδειγματισμός».

Σας συμβούλευε και σε τεχνικά κομμάτια;

«Προπονητή τότε είχαμε τον Ράντο και δεν έκανε παρεμβάσεις. Εγώ τον ρωτούσα όμως… Είμαι και πιο αυθόρμητος, τον ρωτούσα, δεν ντρεπόμουν. Οπότε μου έδινε στοιχεία».

Κάτι άλλο από τον Ολυμπιακό που θυμάσαι;

«Εκανα φίλους, με πολλά παιδιά που έχουμε κρατήσει επαφή μέχρι και σήμερα. Θεωρώ ότι ήμασταν μία γενιά με παιδιά που αν είχαν λάβει περισσότερη προσοχή θα μπορούσαν να αποτελούν τον κορμό αυτής της ομάδας. Ο Ολυμπιακός αργότερα έδωσε μεγαλύτερη βάση στην Ακαδημία του. Ήταν δύο χρονιές που είχαμε πάρει το πρωτάθλημα με τεράστια διαφορά».

Ποια ήταν τα παιδιά της γενιάς σου;

«Εγώ, ο Φετφατζίδης, ο Σκούρτης, ο Νικλητσιώτης, ο Σταμογιάννος, ο Βαλεριάνος, ο Λαμπρόπουλος, ο Ματσούκας, ο Φορτούνης… Πολλά παιδιά έπαιξαν μπάλα, αλλά θα μπορούσαν να έχουν ακόμα μεγαλύτερη εξέλιξη. Θυμάμαι ότι για τον Σταμογιάννο και τον Βαλεριάνο, ο Ολυμπιακός είχε απορρίψει προτάσεις της Ίντερ. Για εμένα είχαν απορρίψει πρόταση της Γιουβέντους. Είχαμε πάει σε ένα τουρνουά στην Τεργέστη, κοντά στο Ούντινε. Είχαμε πάει πολύ καλά εκεί και υπήρχαν πολλοί σκάουτς. Η πρόταση της Γιούβε δεν θα ήταν για την πρώτη ομάδα, αλλά τώρα ο Ψεύτης δεν πήγε από τον Αστέρα στη Μίλαν; Τι εμπειρία ζει αυτό το παιδί! Αυτές οι ομάδες σε παίρνουν γιατί σε προορίζουν για την πρώτη ομάδα, το αν θα τα καταφέρεις είναι και στο χέρι σου».

Πώς ήταν για ένα παιδί 18-20 ετών να είναι στα αποδυτήρια του Ολυμπιακού;

«Ήταν πολύ ψαρωτικά από ποια άποψη; Εγώ ήμουν ένα παιδί από φτωχή οικογένεια. Το να είσαι ανάμεσα σε παίκτες που έχουν από δύο Ferrari ο καθένας, να έχουν παίξει στη Ρεάλ Μαδρίτης και να έχουν μια ιστορία από πίσω τους, είναι ψαρωτικό. Δεν είναι; Εμπαινα στα αποδυτήρια του Ολυμπιακού, καθόμουν σε μια γωνία και δεν μιλούσα. Είναι δύσκολα. Αυτό είναι και θέμα των συμπαικτών σου να σε κάνουν να νιώσουν άνετα».

Δεν ένιωσες άνετα;

«Όχι, ένιωθα αμήχανα. Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Ίσως αν έπαιρνα κάποιες ευκαιρίες και ένιωθα ότι αποτελώ μέλος της ομάδας…».

Α, δεν ένιωσες μέλος της ομάδας;

«Όχι, αφού μόνο προπονήσεις έκανα. Και σε φιλικά προετοιμασίας δεν με έβαζαν να παίξω».

Ενιωσες πιο οικία με κάποιον;

«Ο Ντάρμπισαϊρ ήταν πιτσιρικάς κι αυτός. Είναι 4-5 χρόνια μεγαλύτερός μου, μας βοηθούσε περισσότερο. Ο Ραούλ Μπράβο βοηθούσε όπως κι ο Νικοπολίδης όπως είπα και πιο πάνω. Ο Πάντελιτς εμένα με έβλεπε πιο συνεσταλμένο και μου μιλούσε περισσότερο. Αλλα ήταν δύσκολο. Ήταν πολλοί σταρ, μεγάλο κλαμπ, μεγάλη πίεση και τεράστιος ο ανταγωνισμός. Όλες οι μεγάλες ομάδες στην Ελλάδα και ειδικά ο Ολυμπιακός έχουν μεγάλη πίεση».

Με Μαρινάκη είχες καμία επαφή;

«Όχι, καμία».

Και φεύγεις, λοιπόν, το καλοκαίρι του 2012.

«Το καλοκαίρι του 2010 ανέβηκα στην πρώτη ομάδα και το καλοκαίρι του 2012 έφυγα. Μου είχε πει ο Βαλβέρδε πιο πριν ότι έπρεπε να βρω ομάδα. Μου είχε πει συγκεκριμένα: “Θα προτείνω να πας δανεικός και αν δεν πας καλά το συζητάμε για του χρόνου να φύγεις ελεύθερος”. Το συμβόλαιό μου τελείωνε το καλοκαίρι του 2013. Εψαχνα ομάδα για να φύγω. Τέσσερις μήνες πριν τελειώσει η σεζόν έκανα προπονήσεις με τη δεύτερη ομάδα. Διευθυντής ακαδημιών είχε αναλάβει ο Μπάμπης Ζελενίτσας και από τη νέα σεζόν θα αναλάμβανε ο Στορκ. Έχει έρθει για να δει πως είναι η κατάσταση για να οργανωθεί. Αυτός με είδε, του άρεσα, του εξήγησε ο Ζελενίτσας για την κατάστασή μου, του είπε ότι δεν κατάφερα να βρω χρόνο στην πρώτη ομάδα.

Μου έκανε κάποια τεστ για να δει σε τι κατάσταση είμαι και ψιλιάστηκα ότι θέλει να με βοηθήσει. Μου έκανε και κάποια τεστ για να δει και τι χαρακτήρας είμαι. Δηλαδή, μου έλεγε: “Θα τρέξεις 50 λεπτά συνεχόμενα”. Για τερματοφύλακα 50 λεπτά τρέξιμο δεν υπάρχει. Εγώ καταλάβαινα ότι με τεστάρει. Δεν έκλεβα ούτε δευτερόλεπτο. Ετσι, το εκτίμησε και στα μέσα Μαΐου μού είπε: “Σου έχω δύο προτάσεις: Η μία αφορά ομάδα που είναι στη Β΄ Γερμανίας και θα είσαι 2ος και η άλλη αφορά ομάδα που ανεβαίνει από τη Β’ στη Bundesliga, να είσαι τρίτος και θα παίζεις τα ματς της Β’ ομάδας στη Δ’ κατηγορία. Δηλαδή θα έκανα προπονήσεις με την πρώτη ομάδα και θα έπαιζα τα ματς με τη Β’ ομάδα, εφόσον δεν με χρειαζόταν η πρώτη ομάδα. Προτίμησα να πάω σε ομάδα της Bundesliga για να έχω παιχνίδια στα πόδια μου, γιατί στον Ολυμπιακό το μόνο ματς που είχα παίξει ήταν στο φιλικό κατά της φτώχειας. Ετσι πήγα στη Φορτούνα Ντίσελντορφ».

Πώς ήταν εκεί τα πράγματα;

«Στην αρχή δύσκολα. Δεν είχα παρέες, έπεσα όμως σε πολύ καλά παιδιά που προσπάθησαν να με βοηθήσουν. Το καταλάβαινα, αλλά ήταν περίεργα, μου έλειπε η Ελλάδα, ήταν κάτι πρωτόγνωρο για εμένα. Ευτυχώς που μετά ήρθε ο Μαλεζάς και πέρασε η σεζόν. Δέσαμε, περνούσαμε πολύ ωραία».

Ποδοσφαιρικά πώς ήταν;

«Επειδή είχα συνηθίσει στο επίπεδο του Ολυμπιακού, τεχνικά στη Φορτούνα ήταν δύο επίπεδα κάτω. Όχι ότι εγώ ήμουν ανώτερος, αλλά σε σχέση μ’ αυτό που είχα συνηθίσει από τους συμπαίκτες μου. Όμως είχαν ένα στοιχείο που δεν το βλέπεις συχνά: Εδιναν το 150% σε κάθε προπόνηση. Μπορεί να μην είχαν την ποιότητα που είχαν οι παίκτες του Ολυμπιακού, αλλά σε κάθε προπόνηση έφευγαν από το γήπεδο ΟΛΟΙ κουρασμένοι. Αυτό μου έχει μείνει και γενικά πέρασα πολύ ωραία».

Η ζωή πώς ήταν;

«Τοπ. Μετά τη Στουτγκάρδη, το Ντίσελντορφ έχει τους περισσότερους Ελληνες, οπότε κι αυτό βοήθησε. Εκανα αρκετούς φίλους και παρέες και γενικότερα μου άρεσε πάρα πολύ η ζωή στη Γερμανία. Σε άλλες πόλεις μπορεί να μην είναι τόσο ανοιχτοί οι άνθρωποι αλλά στο Ντίσελντορφ ήταν πάρα πολύ ωραία».

Θυμάσαι κάποιο απρόοπτο;

«Δεν θυμάμαι κάποιο απρόοπτο. Γενικότερα είχε πολύ ωραία ζωή και ήταν όλα σούπερ. Εκανα παρέες, είχα και τα παιδιά από την ομάδα».

Αγωνιστικά;

«Εγώ έπαιζα ματς με τη Β’ ομάδα, ήμουν στην αποστολή της πρώτης ομάδας επτά φορές. Η ομάδα υποβιβάστηκε. Δεν έτυχε να τραυματιστεί ο πρώτος. Α! Πριν με ρώτησες για απρόοπτο. Να σου πω ένα. Ο δευτερος τερματοφύλακας, που ήταν στην εθνική Αυστρίας, είχε πάει σε αποστολή με την εθνική του και γύρισε τραυματίας. Εμεινε εκτός τρεις εβδομάδες και σ’ αυτό το διάστημα ήμουν εγώ ο δεύτερος. Τότε, παίζαμε Κύπελλο – δεν θυμάμαι την ομάδα – και τραυματίζεται ο πρωτος. Του σκίστηκε η γλώσσα από κάτω. Την Κυριακή είχαμε ματς στην Allianz Arena με τη Μπάγερν Μονάχου και ήταν να παίξω εγώ. Ήταν αμφίβολος ο άλλος. Μία εβδομάδα δεν είχα κοιμηθεί. Μπάγερν με Σβάινσταϊγκερ, Ριμπερί, Ρόμπεν… Άντε γεια! Και πέντε να έτρωγα θα ήταν καλύτερο από το να μην παίξω καθόλου! Τελικά, έπαιξε ο πρώτος με μία προπόνηση! Πήρα και φανέλα Νόιερ, ήταν μεγάλη εμπειρία».

Είχες πρότυπα;

«Εγώ μεγάλωσα με το πρότυπο του Φαν Ντερ Σαρ, μου άρεσε φοβερά. Όμως, από τη στιγμή που εμφανίστηκε ο Νόιερ, έδωσε μια νέα διάσταση στη θέση του τερματοφύλακα. Στην ιστορία του ποδοσφαίρου τον έχω νούμερο ένα. Όταν του ζήτησα τη φανέλα του ήταν πολύ ευγενικός».

Πώς έφυγες από εκεί;

«Η ομάδα έπεσε τελικά στη Β’ εθνική. Εφυγε ο Νόμπερτ Μάιερ, ο προπονητής που ουσιαστικά με είχε πάρει στην ομάδα. Μεγάλη καριέρα στη Γερμανία. Ο σύλλογος μού είπε ότι θα πάρουν άλλον τερματοφύλακα για το δεύτερο και ότι θα ήταν καλό να φύγω. Και εγώ τότε ήθελα να φύγω και προέκυψε ο Πανιώνιος».

Υπήρχε άλλη ομάδα που σε ήθελε;

«Ναι. Τότε στον Λεβαδειακό ήταν προπονητής ο Λεμονής. Εγώ με τους γιους του Λεμονή έχω άριστη σχέση. Το 2007 που ήταν στον Ολυμπιακό, εγώ είχα πάει δανεικός στο Μαρκό και έπαιζα με τους γιους του και έτσι γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Ο Τάκης μού είχε πει τότε: “Σε θέλω, δεν θα είσαι δεύτερος, αλλά θα πάρεις την ευκαιρία σου εφόσον την αξίζεις. Στο χέρι σου είναι”. Του ζήτησα λίγο χρόνο και προέκυψε ο Πανιώνιος, ο οποίος είχε τότε τον Γιαννακόπουλο και τον Ανέστη που είχε τραυματιστεί και έψαχνε για κίπερ που θα διεκδικούσε θέση βασικού κατευθείαν. Η φάση ήταν: “Αξίζεις; Παίξε”. Ήξερα τα προβλήματα του Πανιωνίου αλλά επέλεξα την ομάδα αυτή γιατί ήταν στην Αθήνα. Είχα συγγενείς στην Αθήνα, ζούσα σ’ αυτήν την πόλη χρόνια, οπότε θα μου ήταν πιο εύκολο. Στον Πανιώνιο, τα πρώτα δύο χρόνια ήταν πολύ δύσκολα».

Ποια ήταν η διοίκηση τότε;

«Ουσιαστικά δεν υπήρχε διοίκηση. Ήταν οι ποδοσφαιριστές, ο προπονητής κι ο Μανίκας. Δεν υπήρχε διοίκηση. Φαντάσου ότι εγώ την πρώτη σεζόν πήρα συνολικά 3.000 ευρώ! Μιλάμε για Α’ Εθνική. Αν δεν είχα μαζέψει κάποια χρήματα από τη Γερμανία – και μη φανταστείς τίποτα τρελά λεφτά – ήταν χρήματα που δεν σου έλυναν το πρόβλημα, απλά μπορούσες απλά να συντηρηθείς για 1-2 χρόνια. Είχα πάρει συνολικά 25.000 ευρώ για να καταλάβετε. Ήταν λεφτά για να πληρώσω το ενοίκιο μου και να φάω κάτι άντε να πιω και έναν καφέ. Στον Πανιώνιο υπήρχε παιδί που έτρωγε μακαρόνια με μέλι. Του είχε δώσει η μάνα του μέλι από το χωριό και έτρωγε αυτό. Ο Πανιώνιος όμως είναι σύλλογος με τεράστια ιστορία. Και κόσμο έχει! Εχει κάτι διαφορετικό ο Πανιώνιος, η Νέα Σμύρνη ζει για τον Πανιώνιο. Πονάει τον Πανιώνιο. Μακάρι να ήμουν σε άλλα χρόνια. Μετά τις μεγάλες ομάδες, ο Πανιώνιος είναι σούπερ, αρκεί να υπήρχε υγεία. Όμως, δεν υπήρχε τίποτα όταν είχα πάει εγώ.

Φαντάσου, ότι μου είχε έρθει το χαρτί για να πάω φαντάρος και δεν υπήρχε κάποιος στη διοίκηση να μιλήσω για να πάρω μια αναβολή. Επαιρνα το αμάξι μου και πήγαινα στον Εβρο μόνος μου. Αστο!».

Υπήρχαν και παιδιά που έπρεπε να βοηθήσετε οικονομικά, φαντάζομαι…

«Μα δεν μπορούσαμε να τους βοηθήσουμε. Ημασταν παιδιά 22-23 ετών. Μόνο ο Κουλοχέρης κι ο Καμπάνταης είχαν παίξει ποδόσφαιρο και είχαν μια οικονομική άνεση. Όλοι οι άλλοι δεν είχαμε στον ήλιο μοίρα. Τελικά αυτή η ομάδα σώθηκε και μετά πήγαμε καλά. Απλά εμένα η μόνη μου ένσταση είναι ότι για παράδειγμα αν πάρει την ομάδα ένας δυνατός επιχειρηματίας λένε: “Εσωσε την ομάδα”. Ποιος την έσωσε; Εμείς τη σώσαμε που παίζαμε τζάμπα. Ποιος έσωσε τον Πανιώνιο;».

Ο κόσμος αυτό το κατάλαβε; Το αντιλήφθηκε;

«Πάρα πολύ λίγοι. Φαντάσου, η ομάδα ήταν να πέσει και ερχόντουσαν και μας έκραζαν στο στιλ: “Σοβαρευτείτε, παίξτε”. Ο Ανέστης είχε συμφωνήσει με την ΑΕΚ και τον έκραζαν επειδή είχε συμφωνήσει με την ΑΕΚ. Τι τον κράζεις ρε φίλε; Κράζεις ένα παιδί που πάει σε ένα τόσο υγιές σωματείο; Στον Πανιώνιο δεν παίρναμε φράγκο τότε. Σας λέω πήρα συνολικά 3.000 ευρώ σε μία χρονιά. Νερό να τρως κάθε μέρα πιο πολλά θα χαλάσεις».

Τη δεύτερη χρονιά ήταν καλύτερα;

«Ήταν η χρονιά που άρχισε η ενασχόληση του Ζαμάνη με τον Δάρα και τον Σκούρα. Ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα, όχι ότι υπήρχε τυπικότητα στις πληρωμές. Εννοείται ότι υπήρχαν καθυστερήσεις στις πληρωμές. Απλά αν κάποιο παιδί είχε άμεσο πρόβλημα και πήγαινε στη διοίκηση θα του έδιναν κάποια χρήματα. Θα του έβρισκαν λύση. Πριν δεν υπήρχε τίποτα. Δεν πα να πέθαινες; Δεν υπήρχε τίποτα. Τελικά, με τις χίλιες δυο δυσκολίες καταφέραμε και βγάλαμε την ομάδα Ευρώπη».

Ποια είναι τα ματς που ξεχωρίζεις και θυμάσαι ιδιαίτερα στον Πανιώνιο;

«Με τον Ολυμπιακό ένα 2-2. Στο ημίχρονο κερδίζαμε 2-0, είχα κάνει φοβερές αποκρούσεις και στο δεύτερο μέρος το κάνει ο Ολυμπιακός 2-2. Εμείς “καιγόμασταν”, χρειαζόμασταν τους βαθμούς. Από το 85′ μέχρι να τελειώσει το ματς, ο Ολυμπιακός έχει κάνει τρεις ευκαιρίες για γκολ. Είχα κάνει φοβερές αποκρούσεις. Τα γκολ τα έβαλαν ο Τσόρι κι ο Μήτρογλου. Εκεί είχα κάνει παιχνιδάρα».

Μετά;

«Κοίταξε να δεις… Την τρίτη χρονιά, με Ουζουνίδη προπονητή, ξεκινά η σεζόν ιδανικά και κάνω ένα λάθος στην Ξάνθη – έφαγα γκολ στην κλειστή γωνία – και μετά δεν με υπολόγιζε. Ο Διούδης έπαιξε και τα πήγε πολύ καλά και στο τέλος της σεζόν τελικά έφυγα. Περίπου 1,5 μήνα μετά το λάθος στην Ξάνθη άνοιγαν οι μεταγραφές, γιατί τα πρώτα 12-13 ματς τα είχα παίξει εγώ.

Ήταν τότε που ο Βελλίδης πήγε στον ΠΑΟΚ και ο ΠΑΣ Γιάννινα έψαχνε τερματοφύλακα. Το πρώτο όνομα που είχαν στο μυαλό τους ήμουν εγώ. Τέλος πάντων, με πήρε τηλέφωνο ο συγχωρεμένος ο Χριστοβασίλης. Εγώ του είπα: “Εννοείται πως θέλω να έρθω, αλλά επειδή έχω συμβόλαιο να τα βρείτε με τον Ζαμάνη”. Ο Ζαμάνης δεν ήθελε να με δώσει ως ελεύθερο και τους πρότεινε να με πάρουν δανεικό.

Εκείνη την περίοδο που έπαιζα, υπήρχε έντονο ενδιαφέρον από τον ΠΑΟΚ για εμένα και τον Χατζηισαΐα. Υπήρχαν συζητήσεις για να μας πάρει πακέτο. Από τη στιγμή που σταμάτησα να παίζω ο ΠΑΟΚ στράφηκε σ’ άλλη περίπτωση. Αυτή η κατάσταση μού χάλασε, δηλαδή και τη μεταγραφή κι ο ΠΑΟΚ πήρε τον Βελλίδη. Μέσα σ’ ένα εξάμηνο, από εκεί που ήμουν να πάω στον ΠΑΟΚ, βρέθηκα να είμαι χωρίς ομάδα και τελικά ο Ουζουνίδης μου είπε στο τέλος της σεζόν να βρω άλλη ομάδα».

Και μετά;

«Ο Ζαμάνης δεν ήθελε να με δώσει. Ωστόσο, επειδή εγώ ήθελα να παίζω του είπα ότι έπρεπε να πάω κάπου αλλού. Ο Ζαμάνης μού είπε: “Εντάξει, θα πάρω 2-3 τηλέφωνα και θα σου πω”.

Μάλλον πήρε τον Σπανό από τον Ατρόμητο και ο Σπανός του είπε ότι με ήθελαν. Ήμουν και φτηνός τότε. Οπότε πήγα στον Ατρόμητο. Εκτιμούσα τις συνθήκες στην ομάδα, ένα υγιές σωματείο. Οικονομικά προβλήματα δεν υπάρχουν, εγκαταστάσεις υπάρχουν. Είναι πολυ καλα. Μετά τις μεγάλες ομάδας, Αστέρας και Ατρόμητος είναι οι πιο υγιείς ομάδες. Όσοι δεν πάνε στις μεγάλες ομάδες, θέλουν να πάνε εκεί.

Στον Ατρόμητο, ήξερα ότι έχω μπροστά μου τον Γκορμπούνοφ, που είχε κάνει μια πολύ καλή σεζόν. Με Δέλλα προπονητή ξεκίνησα πάρα πολύ δυνατά, σε σημείο να είμαι εγώ για να ξεκινήσω τη σεζον. Εφτασα στο σημείο να εκθρονίζω τον καλύτερο παίκτης της ομάδας, με 40 ματς και που είχε παίξει και Ευρώπη.

Στο τελευταίο φιλικό προετοιμασίας, παίζουμε φιλικό στη Νέα Σμύρνη με τον Πανιώνιο. Γίνεται μια σέντρα που είναι ενδιάμεση στην άμυνα και στον τερματοφύλακα. Ο Δέλλας, καλοπροαίρετα εκτίμησε ότι έφταιγα εγώ και έτσι δεν έπαιξα. Ο Κορμπούνοφ πήγαινε πολύ καλά, η ομάδα όχι τόσο. Φεύγει ο Δέλλας, από τον οποίο έχω εξαιρετικές εντυπώσεις και ας μην επαιζα. Ως προπονητή και άνθρωπο τον θεωρώ πολύ καλό. Ο τρόπος που μιλούσε και φερόταν ήταν για να βοηθήσει τον παίκτη του. Δεν είχα θέμα που δεν με έβαλε, από τη στιγμή που δεν υπήρχε δόλος.

Με τον Σα Πίντο, ήταν να παίξω το Κύπελλο με τον Ολυμπιακό και τελικά έβαλε τον Γκορμπούνοφ. Πήγα στο γραφείο του για να του ζητήσω το λόγο. Εκείνος παρεξήγησε την πρόθεσή μου και άρχισε να φωνάζει. Εγώ ήθελα να μάθω γιατί δεν με έβαλε. Μπορεί να μην έκανα καλή προπόνηση. Εννοείται ότι ο προπονητής αποφασίζει.

Νομίζω πως από εκείνη τη στιγμή με τελείωσε στο μυαλό του. Ετσι, έκανα με τον Ατρόμητο πέντε συμμετοχές στο Κύπελλο και καμία στο πρωτάθλημα. Το καλοκαίρι μου είπαν ότι έπρεπε να αποχωρήσω.

Εκεί, ήταν ένα πολύ κομβικό σημείο στην καριέρα μου. Δεν έβρισκα ομάδα και είχα μεγάλη ανασφάλεια μέσα μου. Ελεγα ότι μάλλον θα πάω Β’ εθνική. Εν τέλει βρίσκεται η Λαμία που ψαχνόταν για τερματοφύλακα.

Εγώ είμαι 1,5 χρόνο χωρίς παιχνίδια. Μου είπε ο Τεννές: “Σε ξέρω, μου αρέσεις αλλά δεν ξέρω σε τι κατάσταση είσαι. Σε θέλω δύο εβδομάδες με τη Λαμία για να σε δοκιμάσω”. Δε γίνεται εύκολα αυτό, δεν το “καταπίνεις” εύκολα αυτό. Δεν ήμουν ένα παιδί 20 ετών, είχα ήδη 5-6 σεζόν στην πλάτη μου. Είχα μια καλή πορεία σαν Παπαδόπουλος στα 27 μου. Δεν είχα άλλη επιλογή όμως και έπρεπε να πάω. Εριξα τον εγωισμό μου και είπα: “Θέλει να με δοκιμάσει; Ας με δοκιμάσει, κανένα πρόβλημα”. Τέλος πάντων, πήγαμε στο Καρπενήσι, ήμουν τοπ και ο Τεννές μου είπε ότι με θέλει.

Πήγα να λύσω το συμβόλαιο με τον Ατρόμητο, τα είχαμε βρει στα οικονομικά και έτσι πήγα στην Λαμία. Αν δεν βρισκόταν η Λαμία, θεωρώ ότι αυτή τη στιγμή μπορεί να μην έπαιζα ποδόσφαιρο. Δεν ήθελα να μπλέξω με τη Β’ Εθνική».

Θα την έκοβες δηλαδή;

«Όχι, είχα άλλα δύο χρόνια συμβόλαιο στον Ατρόμητο. Θα καθόμουν στο συμβόλαιό μου, δεν θα είχα άλλη επιλογή. Να πάω στη Β’ Εθνική, να μου λένε θα πάρεις 30.000 ευρώ και εν τέλει να πάρω 8.000 ευρώ και να χρωστάω ενοίκια; Όχι. Θα καθόμουν δύο χρόνια στον Ατρόμητο και μετά μπορεί να έκανα κάτι άλλο, δεν ξέρω».

Η διοίκηση του Ατρόμητου δεν είχε κάτι μαζί σου; Με τον Σπανό…

«Όχι, εντάξει, με τον Σπανό δεν είχα πρόβλημα αλλά δεν είχα και πολλες επαφες μαζι του. Ο Αγγελόπουλος μου είχε πει ότι δεν με θέλει ο κόουτς, όχι ο Σπανός. Κι έτσι πήγα στη Λαμία. Πάντως, προς τιμήν και των δύο μετά από κάποια χρόνια μού είπαν ότι έκαναν λάθος μαζί μου».

Πες μας για τον Τεννέ.

«Ο Τεννές είναι ένας άνθρωπος που γνωρίζει το ποδόσφαιρο όσο λίγοι. Εχει τεράστια εμπειρία, είναι 35 χρόνια προπονητής – δεν ξέρω και εγώ πόσα χρόνια είναι στους πάγκους. Με ξίνισε λίγο ότι ήθελε να με δοκιμάσει, αλλα έριξα τα μούτρα μου και στο τέλος βγήκε σε καλό και σε εμένα και στη Λαμία.

Εκείνη τη σεζόν εγώ κι ο Μπλάζιτς, θεωρώ, ότι κρατήσαμε τη Λαμία στην Α’ Εθνική. Κι ο κόσμος της ομάδας αυτό το εκτιμά. Όσες φορές πηγαίνω στη Λαμία βλέπω εκτίμηση προς το πρόσωπό μου. Η Λαμία ήταν πολύ κομβικός σταθμός στην καριέρα μου.

Γιατί, πριν πάω στη Λαμία, ήμουν για Β’ Εθνική και μετά το τέλος της σεζόν ήμουν πολύ κοντά στη Ράγιο Βαγιεκάνο και εν τέλει πήγα στον Αστέρα Τρίπολης ο οποίος τότε έπαιζε προκριματικά με τη Χιμπέρνιαν για το Europa League».

Μισό λεπτό. Η Ράγιο Βαγιεκάνο πώς προέκυψε; Μίλησέ μας γι’ αυτό.

«Στη Λαμία τότε είχαμε τον Πίτι. Ο Πίτι στη Ράγιο Βαγιεκάνο είναι μεγάλο όνομα. Εκείνος είχε εντυπωσιαστεί από εμένα και μου είχε πει ότι θα μιλούσε για να πάω εκεί».

Πέρα από το ποδοσφαιρικό κομμάτι και ιδεολογικα, φαντάζομαι ότι θα ήταν όνειρο ζωής να παίξεις εκεί.

«Δεν το συζητάμε… Του είπα: “Να πάμε, εννοείται θέλω να πάω”. Τελικά, δεν έτυχε να πάω».

Γιατί τελικά δεν έκατσε αυτή η μεταγραφή;

«Δεν ξέρω, μάλλον θα στράφηκαν σε άλλη επιλογή».

Θέλω να σου κάνω μια τελευταία ερώτηση για τη Λαμία και δεν είναι για κουτσομπολιό. Αναφέρομαι στο περιστατικό με κάποιον οπαδό του Παναθηναϊκού. Εχουμε την εντύπωση στην Ελλάδα ότι επειδή είμαστε στην εξέδρα μπορούμε να λέμε και να κάνουμε ό,τι θέλουμε προς τους αθλητές. Σ’ εκείνο το ματς, λοιπόν, ήταν ελάχιστοι στην εξέδρα εκείνη τη στιγμή και άκουγες τα πάντα. Πόσο δύσκολο είναι για έναν ποδοσφαιριστή να μπορεί να ανέχεται και να υφίσταται όλη αυτή τη ψυχολογική πίεση. Πόσο δύσκολο είναι να το διαχειριστείς;

«Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Γενικότερα, εμείς οι παίκτες, στις βρισιές έχουμε πάθει ανοσία. Κατ’ αρχάς ο κόσμος πρέπει να καταλάβει ότι είναι λάθος να βρίζουν έναν παίκτη. Είναι σαν να πηγαίνω σ’ ένα μαγαζί να ψωνίσω και να βρίζω τον εργαζόμενο μία ώρα στα μούτρα του. Και να απαιτώ και από πάνω, επειδή είναι επαγγελματίας, να μην μου απαντήσει. Αυτό είναι ανοησία. Απο ‘κει και πέρα ποτέ δεν έχω βρίσει τον Παναθηναϊκο και νομίζω ότι έχει κουράσει αυτή η ιστορία. Ξεκαθαρίζω -για τελευταία φορά ελπίζω- ότι με τον κόσμο του Παναθηναϊκού δεν είχα και δεν έχω ποτέ τίποτα».

Εν τω μεταξύ όσα χρόνια σε θυμάμαι μέσα στα γήπεδα, δεν έχεις προκαλέσει.

«Ναι… Εντάξει, μετά το γκολ που έβαλα στο 90φεύγα να το καταλάβω, αλλά πιο πριν δεν υπήρχε κάτι».

Άλλο αυτό. Τι παιχνίδι σού έπαιξε η μοίρα… Πώς το αντιμετώπισες αυτό; Γελούσες;

«Δεν γελούσα. Ήταν περίεργο το χρονικό σημείο που συνέβη αυτό. Το τι έγινε για μία εβδομάδα – δέκα μέρες μετά απ΄ αυτό δεν περιγράφεται. Να έρχονται μηνύματα στα social media, τηλέφωνα από φίλους και δημοσιογράφους… Μια τρέλα, μιλάμε για τρέλα. Ήταν εντελώς συγκυριακό. Μου ήρθε η μπάλα και έβαλα το γκολ. Ετυχε να είναι ο Παναθηναϊκός. Ο Ολυμπιακός, ο ΠΑΟΚ να ήταν το ίδιο θα έκανα. Ετυχε να είναι ο Παναθηναϊκός… Τι να πεις! Είναι από τα περίεργα που σου συμβαίνουν».

Οι συμπαίκτες σου σού έκαναν πλάκα;

«Ε, με έλεγαν “γκολτζή” και τα γνωστά».

Και μετά τη Λαμία ήρθε ο Αστέρας Τρίπολης.

«Μέχρι στιγμής, για εμένα ο Αστέρας Τρίπολης, είναι η πιο σημαντική ομάδα της καριέρας μου από την άποψη πως ό,τι έχω δώσει στην ομάδα το έχω πάρει κιόλας. Είτε οικονομικά, είτε από την άποψη του σεβασμού. Σ’ όλα τα επίπεδα ό,τι έχω δώσει το έχω πάρει κιόλας. Στις άλλες ομάδες, συνήθως έδινα περισσότερα. Απ’ αυτήν την άποψη θεωρώ ότι είναι η πιο σημαντική ομάδα της καριέρας μου.

Βλέπω και από τους ανθρώπους της ομάδας και από τον κόσμο και από τους συμπαίκτες μου σεβασμό προς το πρόσωπό μου. Αναγνωρίζεται η προσπάθεια που έχω κάνει για την ομάδα και αυτό όσο να είναι το εκτιμά ένας άνθρωπος που λαμβάνει σεβασμό».

Πήγες στον Αστέρα σ’ ένα σημείο που η ομάδα με τον Σάββα Παντελίδη ήταν στην Ευρώπη. Ήσουν δική του επιλογή;

«Αυτό δεν το γνωρίζω. Συμβόλαιο με τη Λαμία είχα για έναν χρόνο, οπότε από 1η Ιανουαρίου μπορούσα να μιλήσω με όποιον ήθελα. Εκείνη τη χρονιά είχαμε νικήσει με τη Λαμία τον Αστέρα 1-3 μέσα στην Τρίπολη και στο ενός έδρας 1-0 με δική μου ασίστ. Και στα δύο ματς τα είχα πάει πολύ καλά. Τα είχα πάει γενικά σούπερ τότε. Και το Μάρτιο με πήρε τηλέφωνο ο Γαλανακόπουλος (σ.σ τεχνικός διευθυντής της ομάδας). Μου είπε ότι αρέσω στην ομάδα και ότι ήθελαν να μιλήσουν μαζί μου. Του εξήγησα ότι υπήρχε το ενδιαφέρον από τη Ράγιο Βαγιεκάνο και ζήτησα 15 μέρες προθεσμία.

Μου είπε κατευθείαν “ναι” κι εγώ αυτό το σεβάστηκα και το εκτίμησα. Δεν με πίεσε, δεν είχε τη νοοτροπία: “Ελα τώρα για να μη σε χάσουμε”. Σεβάστηκαν ότι περίμενα κάτι άλλο. Μετά ήταν πολύ εύκολο για εμένα να τα βρω με τον Αστέρα, από τη στιγμή που δεν προχώρησε με τη Ράγιο Βαγιεκάνο.

Κοιτάξτε να δείτε, ο Αστέρας είναι η μόνη ομάδα της Πελοποννήσου που παίζει στη Stoiximan Super League. Εγώ είμαι Πελοποννήσιος, είμαι 1 ώρα και ένα τέταρτο από το χωριό καταγωγής μου στην Ηλεια και σε 1,5 ώρα είμαι στην Πάτρα, στην πόλη που έχω μεγαλώσει. Νιώθω πολύ οικία στην Τρίπολη, είναι όντως σαν να παίζω στο σπίτι μου».

Περίμενες ότι ερχόμενος στον Αστέρα θα είσαι από τους παίκτες που στηρίζεται η ομάδα; Ο Αστέρας, γενικά, δεν έκανε και πολλές αλλαγές όλα αυτά τα χρόνια όσον αφορά στο ρόστερ.

«Όχι, δεν το υπολόγιζα αλλά όταν έγινε η πρόταση από τον Αστέρα, τη θεώρησα ως μια μεγάλη ευκαιρία για εμένα. Πίστεψα ότι είναι η ευκαιρία μου να μείνω για χρόνια εδώ είτε να είναι το σκαλοπάτι μου για κάτι μεγαλύτερο. Την πρώτη χρονιά απορρίφθηκε πρόταση από τον Ολυμπιακό από τη διοίκηση και τα υπόλοιπα είναι ιστορία».

Θα ήθελες να επιστρέψεις τότε στον Ολυμπιακό;

«Εγώ δεν είχα λόγο στην πρόταση γιατί είχα συμβόλαιο και ήταν υπόθεση της ομάδας αν θα την δεχτεί. Αν η ομάδα δεχόταν την πρόταση, νομίζω θα πήγαινα. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε και μετά ήρθε το νέο μου συμβόλαιο. Και την ομάδα τη συνέφερε και εμένα να επεκτείνουμε τη συνεργασία μας».

Είσαι 32 ετών. Εχεις χρόνια μπροστά σου, αλλά βλέπεις την καριέρα σου να κλείνει εδώ;

«Εγώ είμαι απόλυτα ικανοποιημένος στον Αστέρα. Τώρα, ύστερα από 5 χρόνια στην ομάδα νιώθω σαν στο σπίτι μου, έχω φτιάξει τη ζωή μου στην Τρίπολη και το ιδανικό για εμένα θα ήταν στα 37-38 μου να κλείσω την καριέρα μου στον Αστέρα Τρίπολης».

Εχεις βάλει όριο;

«Όχι, αλλά σου λέω το μέσο όρο. Μπορεί να δω ότι αντέχω και ως τα 40. Ο Μπουφόν ακόμη παίζει… Κοίταξε να δεις, θα ήθελα να δοκιμάσω και κάτι άλλο στη ζωή μου, είμαι άνθρωπος που δοκιμάζει νέα πράγματα. Μετά το ποδόσφαιρο θα ήθελα να κάνω και μια άλλη ζωή».

Στον Αστέρα, η πιο ωραία συνεργασία που είχες με προπονητή ποια ήταν;

«Ο Αστέρας είναι μια ομάδα που σου παρέχει πραγματικά τα πάντα. Από τη στιγμή που σου λύνει το οικονομικό θέμα, τις συνθήκες εργασίας και σου παρέχει τα κατάλληλα “εργαλεία”, είναι φυσικό οι απαιτήσεις του κόσμου και της διοίκησης αλλά και από εμάς να είναι η είσοδος στην 6άδα κάθε χρόνο.

Η λογική λέει ότι δεν είναι εύκολο να το πετύχεις αυτό κάθε χρόνο. Όμως στα 5 χρόνια που είμαι εγώ η πρώτη μου χρονιά κι η φετινή ήταν οι χρονιές που ήμασταν μακριά από την 6άδα. Τις άλλες είτε μπήκαμε είτε ήμασταν κοντά και τη χάσαμε στις λεπτομέρειες.

Πέρυσι, τα Γιάννενα έκαναν μεγάλες νίκες. Πήραν ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, έκαναν διπλό στην Τούμπα και μπήκαν στην play-offs. Αυτό δεν μπορείς να το ελέγξεις, δεν είναι στο χέρι σου. Το διπλό του ΠΑΣ στον ΠΑΟΚ μάς άφησε εκτός 6άδας.

Από επίπεδο προπονητών, αυτός που άφησε το στίγμα του όσο είμαι εγώ εδώ, είναι ο Ράσταβατς. Εμεινε καιρό στην ομάδα, επί των ημερών του μπήκαμε στα play-offs και η ομάδα πήρε μεγάλες νίκες. Είχαμε μια πάρα πολύ καλή πορεία και βγήκαν και παιδιά. Επαιξαν οι Χριστόπουλος, Αντζουλάς, Τσιφτσής…».

Η γνώμη σου για τον Μάντζιο;

«Ενας προπονητής υψηλού επιπέδου, όπως είναι κι οι συνεργάτες που έχει μαζί του. Δυστυχώς το timing που ήρθε στον Αστέρα αποδείχτηκε ότι δεν ήταν σωστό».

Το καλοκαίρι που μας πέρασε ήρθε ένας προπονητής, ο Ηρακλής Μεταξάς, ο οποίος ήθελε να αλλάξει το στιλ της ομάδας. Είχε λευκή επιταγή στις μεταγραφές, άλλαξε το στιλ παιχνιδιού… Η ομάδα εγκλωβίστηκε σ’ αυτήν την αλλαγή;

«Θεωρώ ότι έγιναν πάρα πολλές αλλαγές σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Εντάξει, ευθύνη έχουν όλοι. Πρώτοι εμείς οι παίκτες, γιατί αδικήσαμε τον εαυτό μας. Ευθύνη έχει κι ο προπονητής γιατί η διοίκηση τον εμπιστεύτηκε απόλυτα και του έδωσε το ελεύθερο να χτίσει ό,τι θέλει. Και εννοείται ότι ευθύνη έχει κι η διοίκηση γιατί όπως στην επιτυχία έχουν μερίδιο ευθύνης όλοι έτσι συμβαίνει κι όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά».

Ο Αστέρας έχει σταθερό κορμό, εσείς οι παίκτες όταν τα λέτε μεταξύ σας για να αλλάξετε την κατάσταση και βλέπετε πως ούτε αυτό αποδίδει, τί κάνετε;

«Το ψυχολογικό παίζει μεγάλο ρόλο. Δηλαδή, δεν σου βγαίνουν κάποια ματς στην αρχή, σε παίρνει η μπάλα από κάτω και μετά δεν σου γυρίζει. Φέτος χάναμε ευκαιρίες που δεν τις χάναμε άλλες χρονιές. Μπορεί άλλες χρονιές να δημιουργούσαμε λιγότερες ευκαιρίες και να σκοράραμε περισσότερο και να νικούσαμε. Μπορεί να είναι συγκυριακό. Δηλαδή, το δοκάρι μέσα με το δοκάρι και έξω είναι ένα εκατοστό διαφορά. Και θεωρώ ότι φέτος έγιναν πάρα πολλά διαιτητικά λάθη κατά του Αστέρα, που έπαιξαν ρόλο. Εύκολα ή δύσκολα βρήκαμε τους βαθμούς που χρειαζόμασταν και γυρίσαμε την κατάσταση».

Τι είναι αυτό που πιστεύεις ότι πρέπει να αλλάξει αυτό το καλοκαίρι;

«Και τον Γκουαρδιόλα να φέρουμε, δεν θα μπορέσει να κάνει στον Αστέρα αυτά που κάνει στη Μάντσεστερ Σίτι. Πρέπει ο κάθε προπονητής να ξέρει τι εργαλεία έχει στα χέρια του και μ’ αυτά να χτίσει. Δεν πρέπει να λειτουργεί με το τι εργαλεία θα ήθελε να έχει. Καταλαβαίνετε τη διαφορά;».

Για το ποδόσφαιρο νομίζω τα είπαμε όλα. Είσαι ένα άτομο ευαίσθητα κοινωνικοποιημένο. Μέσα από το ποδόσφαιρο μπορεί η κοινωνία να γίνει καλύτερη; Μπορούμε να δούμε για παράδειγμα κόσμο των δύο ομάδων στα γήπεδα και πάλι;

«Πολύ εύκολα μπορεί να γίνει: Όσο θα υπάρχουν συμφέροντα στο ποδόσφαιρο θα γίνονται όλα αυτά που βλέπουμε. Όσο ο κάθε ιδιοκτήτης ομάδας θα θέλει να ασκεί πολιτική επιρροή μέσω των φιλάθλων και της δύναμης που του δίνουν αυτά θα γίνονται. Μπορεί να γίνει αυτό; Στην κοινωνία αυτήν δεν μπορεί! Στην κοινωνία που ονειρευόμαστε εμείς, μπορεί να γίνει».

Η κοινωνία που ονειρεύεσαι εσύ ποια είναι;

«Η σοσιαλιστική».

Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει αυτή η κοινωνία;

«Η κοινωνία αυτή στην οποία ζούμε που αποσκοπεί; Στο κέρδος. Τα κέρδη τους οι ζωές μας. Αυτό το σύνθημα που φώναζαν χιλιάδες πρόσφατα με αφορμή το δυστύχημα στα Τέμπη τα “λέει όλα. Στον σοσιαλισμό, στην κοινωνία που ονειρευόμαστε εμείς, το κίνητρο θα είναι η κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών και όχι το κέρδος. Θα προσπαθούμε να καλύψουμε και να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά των δύο κόσμων».

Σε λίγες μέρες έρχονται οι εκλογές. Τι έχεις να πεις στον κόσμο που διαβάζοντας τη συνέντευξή μας; Αφουγκράζεται τον κόσμο. Τι είναι αυτό που σου λένε;

«Αυτό που ζούμε, θα στο περιγραψω μ’ ενα παιχνιδι. Φαντάσου ότι παίζουμε Μονόπολι και είμαστε 4-6 άτομα. Όταν ξεκινά το παιχνίδι έχουμε όλοι λεφτά, ύστερα από μία ώρα τα έχει μαζέψει όλα ο ένας. Μπορεί να παιχτεί παιχνίδι; Δεν μπορεί. Σου λέω πώς έχει ο καπιταλισμός με μπακαλίστικα λόγια. Εχουν μαζευτεί τα χρήματα σε λίγα χέρια κι όταν γίνεται αυτό ο κόσμος υποφέρει και δυστυχώς αυτοί είναι οι κανόνες του καπιταλισμού».

Πιστεύεις ότι έχοντας απέναντί μας και την Τουρκία θα γίνει κάτι ανάλογο και σε εμάς όπως συμβαίνει τώρα ανάμεσα σε Ρωσία και Ουκρανία;

«Επειδή είμαστε εν μέσω ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η Τουρκία είναι σαν την πολύφερνη νύφη και παζαρεύουν οι νατοϊκοί μαζί της για να παραμείνει στο νατοϊκό στρατ’οπεδο. Το θέμα είναι ποιος θα πάρει τον πλούτο του Αιγαίου. Η εντολή των μεγάλων δυνάμεων είναι: “Βρείτε τα”. Δεν συμφέρει και το Νάτο μια σύγκρουση Ελλάδας-Τουρκίας και να χάσει έναν από τους δύο συμμάχους του».

Σε ενοχλεί το «εσείς οι ποδοσφαιριστές έχετε λεφτά, τι ανάγκη έχετε»;

«Τι εννοείς με το “έχετε λεφτά”; Αν έχουμε λεφτά εμείς, η αστική τάξη τι έχει; Θα σου μιλήσω για τα δικά μου επίπεδα: Εχω ένα εισόδημα που μου επιτρέπει μια άνετη ζωή, δεν μου λύνει το πρόβλημα της ζωής μου. Ενας καπιταλιστής, αυτά που βγάζω εγώ μέσα σ’ έναν χρόνο, εκείνος τα βγάζει σε μισή μέρα. Για να μιλάμε για μεγέθη. Αυτά που βγάζουμε εμείς οι ποδοσφαιριστές είναι ψίχουλα μπροστά τους. Από εκεί και πέρα δεν ζούμε μόνοι μας. Εχουμε πολλούς ανθρώπους γύρω μας με προβλήματα. Δεν σημαίνει ότι εγώ επειδή έχω προς το παρόν μια άνετη ζωή, έχουν κι οι γύρω μου μια άνετη ζωή».

Το ποδόσφαιρο τι σου έχει μάθει;

«Μου έχει μάθει ότι ο ανταγωνισμός είναι κακό πράγμα κι ότι ο συναγωνισμός είναι αυτός μέσω του οποίου προοδεύουν όλοι μαζί. Μου έχει μάθει ότι δεν παίρνεις αυτό που αξίζεις αλλά αυτό που διεκδικείς και γενικότερα ουσιαστικά είναι αυτό που μου έχει δώσει τη δυνατότητα να δω και κάποια πράγματα παρακάτω».

Ονειρεύεσαι την κοινωνία σε 15 χρόνια από σήμερα;

«Ε, βέβαια».

Πώς θα ήθελες να είναι;

«Πώς θα ήθελα ή πως ονειρεύομαι;».

Πες μας και για τα δύο.

«Οσο πιο γρήγορα αποφασίσει ο λαός μας να πιστέψει στη δύναμη του, να βγει στο προσκήνιο τόσο πιο σύντομα θα δούμε άσπρη μέρα τόσο πιο σύντομα θα ζήσουμε με βάση τις δυνατότητες της εποχής μας και όχι κάθε χρόνο και χειρότερα. Ελπίζω και πιστεύω να γίνει σύντομα να μην χαθεί άλλος χρόνος.

Πώς θα ήθελα να είναι; Θα ήθελα να υπάρχει μια κοινωνία, η οποία θα βάζει ως πρώτο στόχο τις ανθρώπινες ανάγκες. Αν δούμε όλη αυτή την άνοδο της τεχνολογίας τόσο χειρότερα ζούμε. Θα έπρεπε κανονικά να συμβαίνει το αντίθετο. Είναι μια αντίθεση του καπιταλισμού, που σημαίνει ότι φτιάχνουμε τεχνολογία για να πουλάμε και όχι για να κάνουμε τον κόσμο να ζει καλύτερα».

Τώρα ως υποψήφιος είσαι και ενεργός στην πολιτική ζωή…

«Ενεργός στην πολιτική ζωή θα είμαι πάντα».

Εννοώ ότι τώρα είσαι και υποψήφιος. Το ήθελες;

«Κατάλαβα τι λες. Στο ΚΚΕ δεν ζούμε με το τι θέλουμε, αλλά με τις αποφάσεις που παίρνουμε όλοι μαζί. Οπότε αυτό αποφάσισε το κόμμα αυτό έκανα κι εγω. Το “εγώ” μπαίνει κάτω από το “εμείς και αξιοποιείται γι΄ αυτο το συλλογικό σκοπό».

Το ΚΚΕ πώς το βλέπεις να πηγαίνει;

«Θα είναι ανεβασμένα τα ποσοστά αλλά οι εκλογές είναι ένας δείκτης συνειδητότητας του λαού και για μας μετράει κάθε στιγμή η συνείδηση του κόσμου. Δείχνει πόσο αποφασισμένος είναι να πάρει την κατάσταση στα χέρια του».

Πηγή: gazzetta.gr

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: