Έχω στο Λονδίνο μια δουλειά… -Ένα αθλητικό έπος με σκιές

Ο τελικός του Ουέμπλεϊ είναι μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη διάκριση ελληνικής ομάδας, παρά τις υποψίες που σκεπάζουν την πρόκριση του Παναθηναϊκού στον ημιτελικό, επί του Ερυθρού Αστέρα.

Η συμμετοχή του Παναθηναϊκού στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, το 1971 στο Ουέμπλεϊ, είναι μέχρι και σήμερα η μεγαλύτερη επιτυχία ελληνικού συλλόγου στην Ευρώπη, αλλά και μία από τις πλέον συζητημένες που την καθιστούν ενδεχομένως ένα έπος με σκιές.

Εκείνος ο Παναθηναϊκός ξεκίνησε να χτίζεται με προπονητή τον Μπόμπεκ, και ο ερχομός του Φέρεντς Πούσκας, του προσέδωσε την απαραίτητη ψυχολογία και αυτοπεποίθηση για να κοιτάξει ψηλότερα. Η παλιά δόξα του Ουγγρικού ποδοσφαίρου καθιέρωσε κάποιες φράσεις, που σήμερα ακούγονται ίσως αφόρητα κλισέ, αλλά τότε βοηθούσαν τους παίκτες του να κοιτάξουν στα μάτια τους αντιπάλους τους και να μην τους φοβηθούν, γιατί… “έντεκα εμείς, έντεκα κι αυτοί”, κοκ…

Η τρελή πορεία των πρασίνων ξεκίνησε με δύο εύκολες νίκες επί της άσημης Ζενές Ες από το Λουξεμβούργο και συνεχίστηκε με την πρόκριση επί της Σλόβαν Μπρατισλάβας, με τη δύναμη της έδρας. Η στιγμή που κατάλαβαν όμως πως μπορούν να κάνουν κάτι μεγάλο ήταν στους προημιτελικούς με την πρωταθλήτρια Αγγλίας Έβερτον, που την απέκλεισαν με δύο ισοπαλίες, χάρη στο εκτός έδρας γκολ του Αντώνη Αντωνιάδη, που ήταν το… “εννιάρι το καλό”. Το ένατο γκολ του παίκτη στη διοργάνωση, που φορούσε τη φανέλα με το νούμερο εννιά, εννιά λεπτά πριν το τέλος του αγώνα, ενώ το ρολόι έδειχνε εννιά η ώρα ακριβώς και το ημερολόγιο 9 Μαρτίου.

Ο “Ψηλός”, που έγινε αργότερα και πρόεδρος του ΠΣΑΠ, πέτυχε δέκα γκολ εκείνη τη χρονιά και βγήκε πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης. Αλλά η κίνηση-ματ και το κλειδί για τη νίκη ήταν το προσωπικό μαρκάρισμα του Άνθιμου Καψή στο αστέρι των “εφοπλιστών”, τον Τζο Ρόιλ, που τον έσβησε από το γήπεδο. Μετά από 33 χρόνια, ο γιος του, Μιχάλης, θα έκανε παρόμοιες επικές εμφανίσεις με την Εθνική, στο χρυσό EURO της Πορτογαλίας.

Στα ημιτελικά, ο Παναθηναϊκός είχε να ξεπεράσει το εμπόδιο του Ερυθρού Αστέρα. Χιλιάδες Έλληνες ταξίδεψαν στο Βελιγράδι, για να δουν τη χειρότερη εμφάνιση της ομάδας, που υπέστη βαριά ήττα με 4-1 και έμοιαζε σχεδόν καταδικασμένη. Αλλά το γκολ του Καμάρα αποδείχτηκε πολύτιμο. Στη ρεβάνς της Λεωφόρου, οι Γιουγκοσλάβοι έμοιαζαν σίγουροι για την πρόκρισή τους και ο τύπος τους είχε προδικάσει το ζευγάρι του τελικού: Άγιαξ-Ερυθρός Αστέρας. Αυτό έδωσε επιπλέον κίνητρο στους πράσινους, που πέτυχαν την ανατροπή με 3-0 και προκρίθηκαν στον τελικό του Λονδίνου, όπου είχαν μια δουλειά -όπως έλεγε το σύνθημα της εποχής, με τη μελωδία του Obladi-Oblada των Beatles.

Σήμερα στους οπαδούς των άλλων ομάδων έχει εδραιωθεί το αφήγημα του “Χουντέμπλεϊ”, με τη δικτατορία να παίζει καθοριστικό ρόλο στην πρόκριση, δωροδοκώντας πιθανότατα τους Γιουγκοσλάβους, για να έχουν μειωμένη απόδοση στη ρεβάνς. Εκείνη την εποχή όμως οι περισσότεροι φίλαθλοι τάσσονταν ολόψυχα στο πλευρό του ΠΑΟ και ήθελαν να νικήσει, χωρίς να αφήνουν -φανερά τουλάχιστον- τέτοιες υπόνοιες για το… “μυστικό της επιτυχίας”.

Είναι εντελώς βέβαιο πως η χούντα προσπάθησε να εκμεταλλευτεί επικοινωνιακά την πορεία του Παναθηναϊκού, όπως είχε κάνει και με το Κύπελλο Κυπελλούχων της μπασκετικής ΑΕΚ δύο χρόνια πριν, αλλά αυτό δεν αποδεικνύει κάτι, ούτε μειώνει στο παραμικρό το επίτευγμα της ομάδας. Πρέπει εξάλλου να είμαστε κάπως επιφυλακτικοί στη συγκεκριμένη εκδοχή και από την ανάποδη πλευρά, που παρουσίαζε τις ομάδες από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες (όσο μπορεί να θεωρηθεί τέτοια κι η Γιουγκοσλαβία), έτοιμες να ξεπουλήσουν κάποιον αγώνα για λίγο συνάλλαγμα ή κάποιο άλλο φτηνό αντάλλαγμα. Ένα αφήγημα που αντιφάσκει συχνά και με τον εαυτό του, παρουσιάζοντας τις ίδιες ομάδες, σε άλλες περιπτώσεις -ανάλογα τι βολεύει κάθε φορά- να κάνουν τα πάντα, για να εξασφαλίσουν τη νίκη με κάθε μέσο, θεμιτό ή αθέμιτο…

Στον τελικό, η λογική του Πούσκας “έντεκα εμείς, έντεκα κι αυτοί” δεν είχε πρακτική εφαρμογή, αφού η απέναντι ενδεκάδα ήταν σαφώς καλύτερη και θα κυριαρχούσε τα επόμενα χρόνια στην Ευρώπη, παίζοντας το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο που δίδαξε η Ολλανδία εκείνη τη δεκαετία, με ηγέτη το μεγάλο Γιόχαν Κρόιφ. Ο Παναθηναϊκός γνώρισε την ήττα με 2-0, με ένα γκολ του Βαν Ντάικ και το αυτογκόλ του Καψή στο ττέλος του αγώνα, αλλά έγραψε ιστορία. Λίγους μήνες μετά είχε μάλιστα την ευκαιρία να διεκδικήσει και το διηπειρωτικό Κύπελλο (στη θέση του Άγιαξ που δε συμμετείχε για ιδεολογικούς λόγους στους τελικούς, αν και δεν είχε πρόβλημα να αντιμετωπίσει την ελληνική ομάδα, την περίοδο της χούντας).

Η σύνθεση που παρέταξε το τριφύλλι στο Ουέμπλει, μπροστά σε δεκάδες χιλιάδες οπαδούς του, ήταν αμιγώς ελληνική κι αποτελούνταν από τους: Οικονομόπουλο, Τομαρά, Σούρπη, Καμάρα, Βλάχο, Ελευθεράκη, Καψή, Δομάζο, Φυλακούρη, Γραμμό, Αντωνιάδη.

Την ίδια χρονιά, οι πράσινοι έμειναν τρίτοι στο ελληνικό πρωτάθλημα και δεν επέστρεψαν στο Κύπελλο Πρωταθλητριών. Ο σπόρος όμως είχε πέσει κι αυτό φάνηκε και τις επόμενες δεκαετίες, αφού ο Παναθηναϊκός είχε πια μεγάλο όνομα στην Ευρώπη και ήταν η μόνη ελληνική ομάδα που έφτασε πολύ κοντά στην επανάληψη εκείνου του άθλου, με δύο συμμετοχές στους ημιτελικούς του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και του Τσάμπιονς Λιγκ, το 84-85′ και το 95-96′, όπου σκόνταψε στο εμπόδιο της μεγάλης Λίβερπουλ και μιας άλλης μεγάλης φουρνιάς του Άγιαξ. Έβαλε όμως το όνομά του στο κλειστό κλαμπ των μεγάλων της Ευρώπης, πολύ πριν ακολουθήσει η παρακμή των επόμενων χρόνων και η σημερινή κατάσταση της ομάδας…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: