Μύριζε κάρβουνο και αίμα – Καλοκαίρι 2021

Γιατί τα καλοκαίρια είναι μόνο γαλάζια και λευκά, είναι πορτοκαλιά, και δροσερά τις νύχτες, είν’ αργασμένα απ’ τη θαλασσινή αλμύρα, και οι μόνες φλογίτσες που καίνε είναι από τα κεριά του Δεκαπενταύγουστου.

Ονειρεύτηκα πως ήταν καλοκαίρι, κι εγώ, κλεισμένη σε μια σφραγισμένη κρεβατοκάμαρα, ανέπνεα συσκευασμένο αέρα και κοιτούσα το δρόμο.

Ο ήλιος χυνόταν σε φλόγινες σφαίρες πάνω στην άσφαλτο, οι άνθρωποι έσταζαν μολυσμένο ιδρώτα πίσω από τις μάσκες, λόγια και πράξεις ανήθικες κρύβονταν πίσω από μια μελανή ομίχλη που σκέπαζε τον ουρανό.

Κοίταξα τα χέρια μου. Ήταν λερωμένα με κάρβουνο και με το αίμα δολοφονημένων γυναικών.

“Τούτο το καλοκαίρι είναι μαύρο, μαύρο και κόκκινο”, μου ψιθύρισε μια φωνή.

“Τα καλοκαίρια δεν μπορεί να είναι μαύρα, ούτε και κόκκινα” είπα.

Εφιάλτης! Κοιμάμαι, εφιάλτης είναι.

Κάπου μακριά, ακούστηκαν ουρλιαχτά.

Τα καμένα δέντρα ούρλιαζαν, τα καμένα ζώα ούρλιαζαν, οι πεθαμένες γυναίκες ούρλιαζαν, ο πανικός έφραξε το λαρύγγι μου.

Εφιάλτης! Εφιάλτης είναι.

Δάγκωσα τα χέρια μου με δύναμη για να ξυπνήσω.

Άνοιξα τα μάτια μου και πήρα βαθιές ανάσες.

Σηκώθηκα, ήπια κρύο νερό, και με δαγκωμένα χέρια, τράβηξα τις κουρτίνες και βγήκα στο μπαλκόνι.

Ήταν πάλι καλοκαίρι, μα από εκείνα τα καλοκαίρια που σκορπίζουν πορτοκαλί φως κι οι άνθρωποι γελάνε, από εκείνα που λωρίδες γαλάζιου ουρανού κατεβαίνουν στη γη κι οι άνθρωποι γελάνε, τα κορίτσια πλάι στη θάλασσα μυρίζουν καρύδα, γελάνε, όλοι γελάνε, κι ο αέρας είναι κι αυτός γαλάζιος, οι λέξεις όμως είναι λευκές, περασμένες με ασβέστη, λάμπουν όταν τις χτυπάει ο μεσημεριανός ήλιος.

“Καλοκαίρι” σκέφτηκα, “τούτο το καλοκαίρι είναι πραγματικό”.

Γιατί τα καλοκαίρια είναι μόνο γαλάζια και λευκά, είναι πορτοκαλιά, και δροσερά τις νύχτες, είν’ αργασμένα απ’ τη θαλασσινή αλμύρα, και οι μόνες φλογίτσες που καίνε είναι από τα κεριά του Δεκαπενταύγουστου.

Μπήκα στο δωμάτιο ανακουφισμένη.

Και γέλασα.

Κι ακόμα γελάω. Γελάω δυνατά, υστερικά, γιατί από τότε, έχω καταντήσει σαν τον κινέζο σοφό, να αναρωτιέμαι διαρκώς αν ονειρεύομαι ότι ξύπνησα ή αν είμαι ξύπνια κι ονειρεύομαι ότι κοιμάμαι.

Τόσο αστεία είναι αυτή η αμφιβολία που απ’ τα γέλια, με παίρνουν συνέχεια τα κλάματα.

Τώρα που σας τα διηγούμαι, έχω πάρει το δρόμο προς τη θάλασσα.

Πάω να πλύνω την αλήθεια και το ψέμα. Τα λερωμένα χέρια μου, τα γέλια και τα δάκρυα.

Πάω να προσκυνήσω εκεί που γεννήθηκε η ζωή, να μεταλάβω με νερό θαλασσινό, και να ζητήσω συγχώρεση από τον Ποιητή.

Ας με συγχωρέσει που τόσον καιρό υποκρίνομαι πως δεν γνωρίζω ποιο καλοκαίρι απ’ τα δύο είναι έργο της Φάτα Μοργκάνα.

****

Είχες δίκιο. “Έχει και στην Κόλαση μπορντέλο”, Κόλλια.

Μόνο που δυσκολεύομαι να σταθώ όρθια μπροστά τους.

Είναι η πρώτη φορά που μπήκαν στη ζωή μου με το ίδιο καράβι και τα δύο.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: