Όπως χαμογελούσε εκείνη

Στη μικρή ντουλάπα συνωστίζονταν τα παιδικά της χρόνια, η εφηβεία, τα ώριμα χρόνια. Δίπλα στο μικρό καθρεπτάκι του μπάνιου η κολώνια και το κοκκαλάκι των μαλλιών της. Μύριζε λεμόνι όλο το δωμάτιο. 

Αν και Κυριακή πρωί, είχα ξυπνήσει νωρίς. Δε μου κολλούσε ύπνος. Κάτι με έτρωγε, δε μπορούσα να το περιγράψω. Αποφασίσαμε εκείνη τη βόλτα που όλο αναβάλλαμε. Ο καιρός συννεφιασμένος. Σχεδόν ψιχάλιζε. Δεν πτοηθήκαμε. Ξεκινήσαμε σχετικά νωρίς.

Το Σανατόριο, αγέρωχο και μόνο καθώς στεκόταν, δεν σε προϊδέαζε για κάτι που έχει ακόμα ζωή μέσα του. Τοίχοι γεμάτοι ταγκιές και graffiti, συνθήματα κατά του καζίνο. Και οι πινακίδες που απέτρεπαν την είσοδο σε αυτό.

Δύο τρία ελαφάκια πέρασαν από δίπλα μας και κοντοστάθηκαν. Εκτός από εμάς ήταν τα μόνα που είχαν πνοή τριγύρω. Περίεργη αίσθηση. Σα να μας παρακολουθούσαν. Μπήκαμε από μια τρύπα στον τοίχο. “Σαν τους κλέφτες”, σκεφτήκαμε φωναχτά και ξεσπάσαμε σε γέλια.

Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τα επίπεδα. Η συννεφιά, ο αέρας συνέθεταν ένα σκηνικό βγαλμένο από μιαν άλλη εποχή. Ο συνδυασμός τους με το δάπεδο που υποχωρούσε σε κάποια σημεία και τις σταγόνες της βροχής που έπεφταν από τα κενά σημεία της οροφής συνέθεταν κάτι το απόκοσμο.

Το βλέμμα έπεφτε στα ερειπωμένα δωμάτια, με τις χιλιάδες αναμνήσεις και όλους όσοι είχαν περάσει από εκεί. Στίγματα τους είχαν μείνει στα μισόκλειστα παράθυρα, τις ρημαγμένες ντουλάπες, τα σπασμένα πλακάκια.

“Όπως χαμογελούσε εκείνη”, έγραφε ο τοίχος.

Για μια στιγμή οι ρωγμές στους τοίχους έμοιαζαν με τις γραμμές που ο χρόνος είχε χαράξει στο πρόσωπό της. Τα τσαλακωμένα σεντόνια έμοιαζαν με τις σκέψεις της. Κουβάρι. Στη μικρή ντουλάπα συνωστίζονταν τα παιδικά της χρόνια, η εφηβεία, τα ώριμα χρόνια. Δίπλα στο μικρό καθρεπτάκι του μπάνιου η κολώνια και το κοκκαλάκι των μαλλιών της. Μύριζε λεμόνι όλο το δωμάτιο.
Ήταν κλεισμένη μες στο δωμάτιό της για μήνες. Κανείς δεν ερχόταν πια να την δει. Η κόρη της ζούσε μακριά. Ο γιος της είχε χαθεί στον πόλεμο.
Εκείνη όμως χαμογελούσε ακόμα. Έξω από το παράθυρό της έβλεπε μόνο την πλαγιά. Τίποτα άλλο. Φαίνεται όμως πως το κλίμα της έκανε καλό. Είχε ηρεμήσει και μπορούσε έστω για λίγο να αναπνέει ελεύθερα. Νύχτες ολόκληρες έμενε ξάγρυπνη. Ήταν σε έξαρση εβδομάδες ολόκληρες. Κι όταν κατάφερνε να ηρεμεί την τάραζαν οι φωνές από τα δίπλα δωμάτια.

“Όλα μου τα πήραν, μου άφησαν δυο ρουχαλάκια, τις σκέψεις και την ανάσα μου. Κι εκείνη θα μου την πάρουν τελευταία!”, μου ψιθύρισε.

Ήταν σα να παίρνουν οι τοίχοι ανθρώπινη μορφή και να ακούω τα λόγια της. Τόσα χρόνια μετά.

Με συνέφερε μια σταγόνα που έπεσε από το ταβάνι κι ο αέρας που έσπρωξε το φύλλο της ντουλάπας να κλείσει. Ήταν σα να έπαιρνα μιαν απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις που ήθελα να κάνω στην μικρή γιαγιούλα που χαμογελούσε.

Από μικρή πλέκω ιστορίες στο μυαλό μου. Αυτή ήταν από τις γλυκόπικρες.

Έφυγα χαμογελώντας. Αμέλησα – μάλλον επίτηδες – να κατευθυνθώ και προς το υπόγειο. Ήταν αρκετά όσα σφήνωσαν στο μυαλό μου αυτή τη φορά.

Έφυγα χαμογελώντας.
Όπως χαμογελούσε εκείνη.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: