Βρέθηκα ένα φθινοπωρινό βραδάκι σ’ ένα ωραίο χωριό της Ευρυτανίας και βάδιζα στα πεντακάθαρα λιθόστρωτα σοκάκια του. Παντού κόσμος στις αυλές, λουλούδια, ευωδιές και ομορφιές!
Περνώντας από την πλατεία ακούω ξαφνικά μια φωνή που φώναζε επίμονα:
– «Περίπτερου, περίπτερου…»
Γυρνάω να δω από περιέργεια και αντικρίζω έναν άνθρωπο που περίμενε ανυπόμονος έξω από ένα παλιό κίτρινο περίπτερο, αλλά ο περιπτεράς… άφαντος!
Ξανά, κάπως εκνευρισμένος, αυτός:
– «Περίπτερου, περίπτερου…»
Ούτε φωνή ούτε ακρόαση!
Στάθηκα να δω τι θα γίνει…
– «Περίπτερου, περίπτερου… περίπτερουουου»!!!
Μετά από λίγο ακούω κάπως πιο απόμακρα μια άλλη φωνή να λέει:
– «Αϊ ορέ, τι σκούζεις έτσ’ σα νυχτοπούλι…. περίπτερου και περίπτερου….περίμινε ντε!»
Γυρνάω και βλέπω τον περιπτερά να ΄ρχεται αργά και βαριεστημένος από… το απέναντι ταβερνείο!!!
Ο άλλος φανερά εκνευρισμένος λέει:
– «Ισένα θα πιριμένουμι ούλη τ’ νύχτα;;; Που είσι ρε τόσηνη ώρα;;;»
– «Γιατί, τι φκιάν΄ς, σκάβεις ούλη νύχτα κι βιάζισαι;;;»
– «Aφκα του σπίτ’ και τ’ν τηλεόρασ’ ανοιχτή…»
– «Αϊ καλά, σπουδαία δ΄λειά άφκες!»
– «Ναι κι θα περιμένου ισένα πότε θα σ’ κόψ’ να σκουθείς απ’ τ’ν ταβέρνα;;;»
– «Δεν ξέρ΄ς ορέ να πας παρακάτ’ να φωνάξ’ς τουν αδερφό μ’ απ’ τ’ άλλου του καφενείου;;; Μ’ χάλασες τ’ν παρέα μ’, άφ’κα στ’ μέση την κβέντα μ’ και τα καλαμπούρια μ΄ !»
– «Ισύ πιδάκι μ’ δεν έχ’ς ντίπ άγχους. Πέρα βρέχει’…»
– «Ισύ γιατί έχ΄ς άγχους και χορουπδάς σαν αρκούδ’;;;»
– «Αμ’ να μην έχου;;; Δεν άκ’σες στην τηλεόρασ’ τι θα γένει;;; Τα κουράκια, του κράτους κι οι τράπιζες, θα πληστηριάσνε τα σπίτια μας, θα μας τα πάρνε ούλα άμα δεν πλερώσουμι ότ’ μας λένε!»
– «Αϊ ορέ, μη χουλουσκάς…»
– «Μη χουλουσκάω, τι λες τώρα, ααα;;;»
– «Καλά σ΄ λέω. Άμα ‘ρθούνε κατά δω να πάρνε σπίτ’ να περάσνε πρώτα απ’ τ’ν εκκλησία να κοινωνήσνε να πάνε έτοιμ’ στουν παράδεισου!»
– «Αααα;;;»
– «Τι αααα και αααα ορέ;;; Δεν ντρέπεσαι ντιπ, είσι κι Ευρυτάνας;;; Τι τσ’ έχουμι τσ’ γκράδες κι τα καριουφίλια τα Κατσαντωνέικα;;; Δεν έμαθις τίπουτα ορέ απ’ τσ’ παππούληδες μας;;;»
– «…..»
– «Αϊ έλα ησύχασι τώρα, να σ΄δώκου και τα τσγάρα σ’ κι άσι τα άγχη. Μην κάθεσι μουνάχους κι μοιρουλουγάς. Σβήσι του χαζουκούτ΄ κι έλα δώθε να κεράσου κάνα τσίπρου και να κουβεντιάσουμι αντάμα για το τι θα κάμωμε. Άμα πλαντάξ΄ς μοναχός σ’ τι θα βγει ορέ χαμένε;;; Μαζί ούλοι θα τ’ς αφαλοκόψουμε αν τουλμήσνε. Ακούς αααα;;; Ούλοι μαζί!!!»