Η τάρτα πράσου δεν τρώγεται πια

Η ώρα πήγε πέντε αλλά δεν μπορώ να φύγω από το γραφείο αν δεν τελειώσω τη δουλειά. Τι είναι ένα δίωρο πάνω από το ωράριο; Εξάλλου αν δεν δουλέψεις δεν θα δικαιωθείς.

Το πρωί πηγαίνω στη δουλειά, παίρνω καφέ 2 ευρώ, βιάζομαι και δεν προλαβαίνω να χαμογελάσω στην υπάλληλο του καφέ που ετοιμάζει στα γρήγορα τον καφέ. Πρώτη γουλιά, χάλια, καμένος, δεν ξέρουν να φτιάχνουν καφέ. Μα πόσο δύσκολο είναι πια; Μπαίνω στο μετρό, χτυπάω την κάρτα στο μηχάνημα, εκνευρίζομαι που είναι πάλι γεμάτο αλλά στριμώχνομαι. Αποφεύγω να πλησιάσω τον Πακιστανό που φοράει δερμάτινο μπουφάν. Είχε και στη χώρα του; Μήπως το έκλεψε; Κάθομαι μπροστά στην πόρτα, έχω τρόπους, βγαίνω για να βγουν όσοι αποβιβάζονται και ξαναμπαίνω ελπίζοντας ότι μέχρι την επόμενη στάση θα βρω κάποια καρέκλα. Τα ασύρματα ακουστικά κάνουν διακοπές και δεν μπορώ να ακούσω καλά το podcast “five steps to find happiness”. Στην επόμενη στάση ένα ποτάμι κόσμου προσπαθεί να στριμωχτεί. Μα καλά δε βλέπουν ότι είμαστε γεμάτοι; Ας περιμένουν το επόμενο. Θυμάμαι ένα βίντεο από το μετρό στο Τόκιο που είδα κάποτε στο τικτοκ. Εδώ είμαστε Βαλκάνια. Μιζέρια.

Βγαίνω από το μετρό, προσπερνώ δυσανασχετώντας μια χρήστρια που μου ζητάει να της δώσω κάτι για να πάρει να φάει. Περπατάω γρήγορα προς τη δουλειά. Βρώμικη πόλη. Αποφεύγω οποιαδήποτε επαφή. Αποφεύγω ακόμα και τα βλέμματα. Μπαίνω στο γραφείο, βάζω το κινητό στο αθόρυβο και πριν το αφήσω δίπλα στο πληκτρολόγιο ρίχνω μια τελευταία ματιά στο ίνσταγκραμ. Το χτεσινοβραδινό στόρι δεν πήγε πολύ καλά. Η τάρτα πράσου που ανέβασα με hashtag #cookingathome δεν φτούρησε. Τζάμπα έψαχνα 10 λεπτά ποιο φίλτρο ταιριάζει καλύτερα. Ο υπολογιστής της δουλειάς ανοίγει, κολυμπάω στα μέηλ για κάνα μισάωρο. Διαβάζω στα κλεφτά κάποιες ειδήσεις. Πάλι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις εξαιτίας στάσης εργασίας στα ΜΜΜ την Τετάρτη. Καλά τι θα γίνει με τις κωλοαπεργίες τους; Πάλι εμείς θα τις πληρώσουμε; Πάλι λεφτά θέλουν; Κι εμείς 700 ευρώ παίρνουμε αλλά δεν ενοχλούμε κανέναν. Στην τελική ας βρούνε καλύτερη δουλειά. Ανοίγει το excel και με φυλακίζει για κάνα τρίωρο με τις μαλακίες που πρέπει να περάσω εκεί γιατί τις ζήτησε ο supervisor asap. Έρχεται η ώρα του μεσημεριανού διαλείμματος. Στα γρήγορα βγάζω από την πάνινη τσάντα το τάπερ με ένα κομμάτι χτεσινή τάρτα, λίγη σαλάτα και ένα μικρό μπολ με ξηρούς καρπούς. Πανάκριβοι κι αυτοί. Είναι δυνατόν, 3.70 για ένα σκατοσακουλάκι; Σκέφτομαι να φάω τη μπάρα δημητριακών αμέσως αλλά αποφασίζω να την αφήσω για μετά που θα χρειάζομαι ενέργεια. Μπαίνω σε ένα μίτινγκ. Βαριέμαι αλλά πρέπει να δείχνω ότι συμμετέχω με χαρά. Η ώρα πήγε πέντε αλλά δεν μπορώ να φύγω από το γραφείο αν δεν τελειώσω τη δουλειά. Τι είναι ένα δίωρο πάνω από το ωράριο; Εξάλλου αν δεν δουλέψεις δεν θα δικαιωθείς. Όλο το γραφείο διαγωνίζεται για το ποιος έχει κάνει τις περισσότερες απλήρωτες υπερωρίες. Μια μέρα όμως θα πάρω προαγωγή, αύξηση και αναγνώριση. Περιμένω ένα μέηλ για να μπορέσω να κλείσω για σήμερα. Πιάνω το κινητό, σκέφτομαι ότι το σουκου είναι κοντά. Θα κάνουμε άραγε τίποτα; Ο γενικός διευθυντής στέλνει ένα μήνυμα στο ομαδικό viber. Μας ευχαριστεί για τη δουλειά μας και ελπίζει ότι την επόμενη χρονιά θα υπερκαλύψουμε τους στόχους μας και θα πάμε ακόμα καλύτερα. Φεύγω από το γραφείο βιαστικά. Σταματάω στο σούπερ μάρκετ. Δημητριακά για πρωινό, μια έτοιμη σαλάτα, μωρομάντηλα, ταχίνι και ψωμί του τοστ. Τι 18 ευρώ; Πλάκα μου κάνει; Μπαίνω στο σπίτι, ήρθε η ειδοποίηση για τα κοινόχρηστα. Πότε πέρασε ο μήνας; Το ενοίκιο ακόμα να πληρωθεί, τι σκατά θα κάνω; Πρέπει να βρω λεφτά. Το βράδυ μιλάω στην ομαδική με την παρέα. Μαλακίες λέμε να περνάει η ώρα. Άντε να έρθει η Παρασκευή να πιούμε ένα ποτό. Σκέφτομαι ότι θέλω να πάω ένα ταξίδι στο εξωτερικό. Κοιτάζω για εισιτήρια. Κοιτάζω το υπόλοιπο του λογαριασμού. Βάζω μια σειρά στο νέτφλιξ. Να κόψω το νέτφλιξ ή τη γιόγκα; Περνάει η ώρα, με παίρνει ο ύπνος στον καναπέ. Έχει ξεμείνει εκεί ένα κουβερτάκι από το χειμώνα. Το πρωί βλέπω μήνυμα του σπιτονοικοκύρη στο κινητό. Ποιος στέλνει ακόμα SMS; «Πάρε με όποτε μπορείς να μιλήσουμε. Καλημέρα». Αυτό ήταν. Θα θέλει να το κάνει Airbnb κι αυτός. Δεν του φτάνουν τα τέσσερα ενοίκια που εισπράττει από την πολυκατοικία. Άντε βρες σπίτι τώρα. Ταχυπαλμία. Φεύγω από το σπίτι. Στο δρόμο κοιτάζω καμιά αγγελία για ενοίκια. Κάτω από 500 ευρώ δεν υπάρχει τίποτα. Μήπως έχω βάλει λάθος φίλτρα αναζήτησης; Τέλος πάντων, θα το δω με την ησυχία μου άλλη ώρα. Η ομαδική στο viber έχει πάρει φωτιά. Είχα ξεχάσει ότι έρχονται εκλογές. Ψάχνω να δω αν έχει φτηνά εισιτήρια. Να πάω να ψηφίσω; Έχει νόημα; Πηγαίνω στη δουλειά. Το αφεντικό ευδιάθετο, αφήνει ασχολίαστη την μικρή αργοπορία μου. Μας μιλάει χαλαρός. Είμαστε όλοι μια οικογένεια εδώ. Δίνουμε την ψυχή μας. Κλείνοντας μας λέει τι θα ψηφίσει. Κοίτα σύμπτωση, κι εγώ το ίδιο σκέφτομαι να ψηφίσω αν τελικά πάω στο σπίτι για τις εκλογές. Στο τέλος βγάζει το κινητό. Μας δείχνει φωτογραφίες από τον μπέμπη του. 2 χρονών και ήδη πηγαίνει σε πρότυπο βρεφονηπιακό σταθμό που τους μαθαίνουν και αγγλικά. Πληρώνει κάτι παραπάνω, αλλά αξίζει τα λεφτά του. Να εδώ και μια φωτογραφία με το μωρό στα πόδια του μπαμπά να πιάνει το τιμόνι της Πόρσε. Η τάρτα πράσου δεν τρώγεται πια. Ξεράθηκε το φύλλο, μαύρισε το πράσο. Σήμερα θα κάτσω λίγο παραπάνω στη δουλειά να τελειώσω αυτά που έχω να κάνω και μετά θα πάω για γιόγκα κατευθείαν. Ο σπιτονοικοκύρης ξανά: «Θα είσαι σπίτι το βράδυ, να περάσω να τα πούμε;». Τον είχα ξεχάσει. Πρέπει να πάω και στο γιατρό να δει τις τελευταίες εξετάσεις μου. Ελπίζω να μου πει ότι δεν επείγει η επέμβαση γιατί δεν έχω λεφτά να την κάνω ιδιωτικά. Και πώς θα πω στο αφεντικό ότι θα χρειαστεί να λείψω τουλάχιστον μια εβδομάδα από τη δουλειά; Αν του πω ότι θα δουλεύω από το σπίτι; Στα κλεφτά βλέπω τις ειδήσεις της ημέρας. Ποιος έφυγε από το σαρβάιβορ, τι μαγείρεψαν στο μαστερσεφ, στους δέκα καλύτερους προορισμούς τρία ελληνικά νησιά. Για τις επόμενες τρεις ώρες δε μιλάω με άνθρωπο. Δεν προλαβαίνω. Πότε μαζεύτηκαν όλα αυτά πάλι; Παραγγέλνω καφέ. Και δύο energy balls.

Στη φωτογραφία ο πίνακας ζωγραφικής του Oswaldo Guayasamín, The Workers (1942)

 

 

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: