Αλεξάνδρα Κολοντάι: Ανοίξτε δρόμο στον «Φτερωτό Έρωτα» – Ένα γράμμα στην εργαζόμενη νεολαία

Το προλεταριάτο δεν είναι γεμάτο φρίκη και ηθική αγανάκτηση για τις πολλές μορφές και πτυχές του «φτερωτού Έρωτα», όπως είναι η υποκριτική αστική τάξη. Αντίθετα, προσπαθεί να κατευθύνει αυτά τα συναισθήματα (…)σε κανάλια που είναι επωφελή για την τάξη κατά τη διάρκεια της πάλης και της οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Η στήλη φιλοξενεί ένα κείμενο της Ρωσίδας κομμουνίστριας επαναστάτριας Αλεξάνδρας Κολοντάι, που μας έστειλε η αναγνώστρια-φίλη του περιοδικού Εύη Παναγιωτάτου. Το κείμενο μετέφρασε από τα αγγλικά η ίδια με την επισήμανση-προτροπή «να διαβαστεί από όσο το δυνατόν περισσότερους νέους ανθρώπους γίνεται…Καταλαβαίνω ότι μπορεί να αποθαρρύνει τους αναγνώστες γιατί είναι μεγάλο αλλά είναι και συγκλονιστικό επίσης! Είναι πιο αναγκαίο και επίκαιρο από ποτέ».

Ακολουθεί το κείμενο:

Αlexandra Kollontai

Ανοίξτε δρόμο στον «Φτερωτό Έρωτα»: Ένα γράμμα στην εργαζόμενη νεολαία

Πρωτοδημοσιεύτηκε: στο περιοδικό Molodoya Gvardiya (Νεαρή Φρουρά) #3 το 1923, από την Komsomol (Συνδικαλιστική Λενινιστική Κομμουνιστική Ένωση Νέων). Μετάφραση από τα ρωσικά: Alix Holt; Μεταγραφή: από τον Joey Ostos.

Η αγάπη ως κοινωνικο-ψυχολογικός παράγοντας

Με ρωτάς, νεαρέ μου φίλε, τι θέση δίνει η προλεταριακή ιδεολογία στην αγάπη; Σε ανησυχεί το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή οι νέοι εργάτες ασχολούνται περισσότερο με την αγάπη και τα σχετικά ερωτήματα παρά με τα τεράστια καθήκοντα της οικοδόμησης, που αντιμετωπίζει η εργατική δημοκρατία. Είναι δύσκολο για μένα να κρίνω τα γεγονότα αυτά από απόσταση, αλλά ας προσπαθήσουμε να βρούμε μια εξήγηση για αυτήν την κατάσταση και τότε θα είναι ευκολότερο να απαντήσουμε στην πρώτη ερώτηση σχετικά με τη θέση της αγάπης στην προλεταριακή ιδεολογία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η Σοβιετική Ρωσία έχει εισέλθει σε μια νέα φάση του εμφυλίου πολέμου. Το κύριο θέατρο πάλης είναι τώρα το μέτωπο όπου μάχονται οι δύο ιδεολογίες, οι δύο πολιτισμοί – ο αστικός και ο προλεταριακός. Η ασυμβατότητα αυτών των δύο ιδεολογιών γίνεται ολοένα και πιο εμφανής και οι αντιθέσεις μεταξύ αυτών των δύο θεμελιωδώς διαφορετικών πολιτισμών γίνονται όλο και πιο έντονες. Παράλληλα με τη νίκη των κομμουνιστικών αρχών και ιδανικών στη σφαίρα της πολιτικής και της οικονομίας, αναπόφευκτα συντελείται μια επανάσταση στην οπτική, τα συναισθήματα και τον εσωτερικό κόσμο των εργαζομένων. Μπορεί ήδη να παρατηρηθεί μια νέα στάση απέναντι στη ζωή, την κοινωνία, την εργασία, την τέχνη και τους κανόνες ζωής (δηλαδή την ηθική). Η διευθέτηση των σεξουαλικών σχέσεων είναι μια πτυχή αυτών των κανόνων ζωής. Στα πέντε χρόνια ύπαρξης της εργατικής μας δημοκρατίας, η επανάσταση σε αυτό το μη στρατιωτικό μέτωπο έχει επιτύχει μια μεγάλη αλλαγή στον τρόπο σκέψης των ανδρών και των γυναικών. Όσο πιο σκληρή είναι η μάχη μεταξύ των δύο ιδεολογιών, τόσο μεγαλύτερη σημασία αποκτά και αναπόφευκτα εγείρει νέα «αινίγματα ζωής» και νέα προβλήματα, στα οποία μόνο η ιδεολογία της εργατικής τάξης μπορεί να δώσει ικανοποιητική απάντηση.

Το «αίνιγμα της αγάπης» που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ένα τέτοιο πρόβλημα. Αυτό το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ των φύλων είναι ένα μυστήριο τόσο παλιό όσο και η ίδια η ανθρώπινη κοινωνία. Σε διαφορετικά επίπεδα ιστορικής ανάπτυξης, η ανθρωπότητα έχει προσεγγίσει τη λύση αυτού του προβλήματος με διαφορετικούς τρόπους. Το πρόβλημα παραμένει το ίδιο: τα κλειδιά για τη λύση του αλλάζουν. Τα κλειδιά διαμορφώνονται από τις διαφορετικές εποχές, από τις τάξεις στην εξουσία και από το «πνεύμα» μιας συγκεκριμένης εποχής (με άλλα λόγια από τον πολιτισμό της).

Στη Ρωσία τα τελευταία χρόνια του έντονου εμφυλίου πολέμου και της γενικής εξάρθρωσης, υπήρξε ελάχιστο ενδιαφέρον για τη φύση του γρίφου. Οι άντρες και οι γυναίκες της εργατικής τάξης ήταν παραδομένοι στα χέρια άλλων συναισθημάτων, παθών και εμπειριών. Εκείνα τα χρόνια όλοι περπατούσαν στη σκιά του θανάτου καθώς κρίνονταν η έκβαση του αγώνα, αν δηλαδή η νίκη θα άνηκε στην επανάσταση και την πρόοδο ή στην αντεπανάσταση και την αντίδραση. Μπροστά στην επαναστατική απειλή, ο τρυφερός Έρως έφυγε από την επιφάνεια της ζωής.  Δεν υπήρχε ούτε χρόνος, ούτε πλεόνασμα εσωτερικής δύναμης για τις «χαρές και τους πόνους» της αγάπης. Αυτός είναι ο νόμος της διατήρησης της κοινωνικής και ψυχολογικής ενέργειας της ανθρωπότητας.  Ως σύνολο,  αυτή η ενέργεια κατευθύνεται πάντα στους πιο επείγοντες στόχους της ιστορικής στιγμής. Και στη Ρωσία, για ένα διάστημα, το βιολογικό ένστικτο της αναπαραγωγής, η φυσική φωνή της φύσης κυριαρχούσε στην δεδομένη κατάσταση:  Άντρες και γυναίκες ενώθηκαν και άντρες και γυναίκες χώρισαν πολύ πιο εύκολα και πολύ πιο απλά από πριν.  Συνήλθαν χωρίς μεγάλη δέσμευση και χώρισαν χωρίς δάκρυα ή τύψεις.

Η πορνεία εξαφανίστηκε και ο αριθμός των σεξουαλικών σχέσεων όπου οι σύντροφοι δεν είχαν καμία υποχρέωση μεταξύ τους και οι οποίες βασίζονταν στο ένστικτο της αναπαραγωγής, που δεν κοσμούνταν από οποιαδήποτε συναισθήματα αγάπης αυξήθηκε. Το γεγονός αυτό τρόμαξε κάποιους. Όμως, μια τέτοια εξέλιξη ήταν για εκείνα τα χρόνια, αναπόφευκτη. Είτε οι προϋπάρχουσες σχέσεις συνέχισαν να υπάρχουν ενώνοντας άντρες και γυναίκες μέσω της συντροφικότητας και της μακροχρόνιας φιλίας (που έγινε πιο πολύτιμη από τη σοβαρότητα της στιγμής) είτε άρχισαν νέες σχέσεις για την ικανοποίηση καθαρά βιολογικών αναγκών-με τους δύο συντρόφους να αντιμετωπίζουν την υπόθεση ως τυχαία αποφεύγοντας κάθε δέσμευση που θα μπορούσε να εμποδίσει το έργο και την συντονισμένη δράση τους στην υπηρεσία την επανάστασης.

Η «αστόλιστη» σεξουαλική ορμή διεγείρεται εύκολα, αλλά σύντομα ξοδεύεται. Έτσι, ο «Έρωτας χωρίς φτερά» καταναλώνει λιγότερη εσωτερική δύναμη από τον «φτερωτό Έρωτα», του οποίου η αγάπη είναι υφασμένη από λεπτές κλωστές κάθε είδους συναισθήματος. Ο «Έρωτας χωρίς φτερά» δεν κάνει κάποιον να υποφέρει από άγρυπνες νύχτες, δεν χαλάει τη θέλησή του και δεν εμπλέκει τη λογική λειτουργία του νου. Η μαχόμενη τάξη δεν θα μπορούσε να έχει πέσει κάτω από την εξουσία του «φτερωτού Έρωτα» σε μια εποχή που ηχούσε η κραυγή της επανάστασης. Δεν θα ήταν σκόπιμο σε μια τέτοια στιγμή να σπαταληθεί η εσωτερική δύναμη των μελών της κολεκτίβας σε εμπειρίες που δεν θα υπηρετούσαν άμεσα την επανάσταση. Η ατομική σεξουαλική αγάπη, που βρίσκεται στην καρδιά του γάμου του ζευγαριού απαιτεί μεγάλη δαπάνη εσωτερικής ενέργειας. Η εργατική τάξη ενδιαφερόταν όχι μόνο για την εξοικονόμηση από πλευράς υλικού πλούτου αλλά και για τη διατήρηση της πνευματικής και συναισθηματικής ενέργειας και εγρήγορσης κάθε ανθρώπου. Γι’ αυτό το λόγο, σε μια εποχή οξυμμένης επαναστατικής πάλης, το απαραίτητο ένστικτο της αναπαραγωγής αντικατέστησε αυθόρμητα τον ολότελα εναγκαλισμένο «φτερωτό Έρωτα».

Τώρα όμως η εικόνα αλλάζει.  Η σοβιετική δημοκρατία και ολόκληρη η σκληρά εργαζόμενη ανθρωπότητα εισέρχονται σε μια περίοδο προσωρινής και συγκριτικής ηρεμίας. Το σύνθετο έργο της κατανόησης, εμπέδωσης και αφομοίωσης των επιτευγμάτων και των κερδών που έχουν επιτευχθεί ξεκινά.  Το προλεταριάτο, ο δημιουργός νέων μορφών ζωής πρέπει να είναι σε θέση να διδαχθεί από όλα τα κοινωνικά και ψυχολογικά φαινόμενα, να αντιληφθεί τη σημασία αυτών των φαινομένων και να δημιουργήσει όπλα από αυτά για την αυτοάμυνα της τάξης.  Μόνο όταν το προλεταριάτο έχει οικειοποιηθεί τους νόμους όχι μόνο της δημιουργίας του υλικού πλούτου αλλά και της εσωτερικής, ψυχολογικής ζωής θα είναι σε θέση να προχωρήσει πλήρως οπλισμένο για να πολεμήσει τον παρακμιακό αστικό κόσμο. Μόνο τότε ο άνθρωπος του μόχθου θα αποδειχθεί νικητής, όχι μόνο στο στρατιωτικό και εργατικό μέτωπο αλλά και στο ψυχολογικό-πολιτιστικό μέτωπο.

Τώρα, που η επανάσταση έχει αποδειχθεί νικηφόρα και βρίσκεται σε ισχυρότερη θέση και τώρα που η ατμόσφαιρα του επαναστατικού élan (=ορμή, ζήλος) έχει πάψει να απορροφά εντελώς άντρες και γυναίκες, ο τρυφερός Έρως αναδύθηκε από τις σκιές και άρχισε να απαιτεί τη θέση που του αξίζει. Ο «Έρωτας χωρίς φτερά» έχει πάψει να ικανοποιεί ψυχολογικές ανάγκες. Η συναισθηματική ενέργεια έχει συσσωρευτεί και άνδρες και γυναίκες, ακόμη και της εργατικής τάξης δεν έχουν μάθει ακόμη να τη χρησιμοποιούν για την εσωτερική ζωή της συλλογικότητας/του κολεκτιβισμού. Αυτή η επιπλέον ενέργεια αναζητά μια διέξοδο στην εμπειρία αγάπηςΗ πολύχορδη λύρα του θεού της Αγάπης πνίγει τη μονότονη φωνή του «άπτερου Έρωτα».  Άνδρες και γυναίκες τώρα όχι μόνο ενώνονται με τη στιγμιαία ικανοποίηση του σεξουαλικού ενστίκτου, αλλά αρχίζουν να βιώνουν ξανά «έρωτες» και να γνωρίζουν όλα τα βάσανα και όλες τις εξάρσεις της ευτυχίας της αγάπης.

Στη ζωή της σοβιετικής δημοκρατίας μπορεί να παρατηρηθεί μια αναμφισβήτητη αύξηση των πνευματικών και συναισθηματικών αναγκών, μια επιθυμία για γνώση, ένα ενδιαφέρον για επιστημονικά ζητήματα και για την τέχνη και το θέατρο. Αυτή η κίνηση προς τη μεταμόρφωση, προς τον μετασχηματισμό της κοινωνίας αναπόφευκτα αγκαλιάζει και τη σφαίρα των εμπειριών αγάπης. Το ενδιαφέρον συγκενρώνει το ζήτημα της ψυχολογίας του σεξ, γύρω από το μυστήριο της Αγάπης. Ο καθένας σε κάποιο βαθμό πρέπει να αντιμετωπίσει ζητήματα προσωπικής ζωής. Κάποιος σημειώνει με έκπληξη, ότι οι κομματικοί εργάτες, που τα προηγούμενα χρόνια είχαν χρόνο μόνο για ζητήματα συντακτικά και πρακτικά, που αφορούσαν τα ρεπορτάζ της Pravda, τώρα διαβάζουν βιβλία μυθοπλασίας στα οποία επαινείται «ο φτερωτός Έρως».

Τι σημαίνει αυτό; Είναι αυτό ένα αντιδραστικό βήμα; Ένα σύμπτωμα της αρχής της παρακμής της επαναστατικής δημιουργικότητας;  Τίποτα αυτού του είδους!  Είναι καιρός να αποχωριστούμε από την υποκρισία της αστικής σκέψης. Είναι καιρός να αναγνωρίσουμε ανοιχτά ότι η αγάπη δεν είναι μόνο ένας ισχυρός φυσικός παράγοντας, μια βιολογική δύναμη, αλλά και ένας κοινωνικός παράγοντας. Ουσιαστικά η αγάπη είναι ένα βαθιά κοινωνικό συναίσθημα. Σε όλα τα στάδια της ανθρώπινης ανάπτυξης, η αγάπη με διαφορετικές μορφές, είναι αλήθεια, ότι ήταν αναπόσπαστο μέρος του πολιτισμού. Ακόμη και η αστική τάξη, που έβλεπε την αγάπη ως «ιδιωτική υπόθεση», μπόρεσε να διοχετεύσει την έκφραση της αγάπης στα ταξικά της συμφέροντα.  Η ιδεολογία της εργατικής τάξης πρέπει να δώσει ακόμη μεγαλύτερη σημασία στη σημασία της αγάπης ως παράγοντα που μπορεί, όπως κάθε άλλο ψυχολογικό ή κοινωνικό φαινόμενο, να διοχετευθεί προς όφελος της συλλογικότητας. Η αγάπη δεν είναι καθόλου μια «ιδιωτική» υπόθεση που αφορά μόνο τα δύο αγαπημένα πρόσωπα: η αγάπη έχει ένα ενωτικό στοιχείο που είναι πολύτιμο για τη συλλογικότητα. Αυτό είναι σαφές από το γεγονός ότι σε όλα τα στάδια της ιστορικής ανάπτυξης η κοινωνία έχει καθιερώσει κανόνες που καθορίζουν πότε και υπό ποιες συνθήκες η αγάπη είναι «νόμιμη» (δηλαδή αντιστοιχεί στα συμφέροντα της δεδομένης κοινωνικής συλλογικότητας), και πότε και υπό ποιες συνθήκες η αγάπη είναι αμαρτωλή και εγκληματική (δηλαδή έρχεται σε αντίθεση με τα καθήκοντα της δεδομένης κοινωνίας).

Ιστορικές σημειώσεις

Από τα πολύ πρώιμα στάδια της κοινωνικής της ύπαρξης, η ανθρωπότητα επιδίωξε να ρυθμίσει όχι μόνο τις σεξουαλικές σχέσεις αλλά και την ίδια την αγάπη.

Στη συγγενική κοινότητα, η αγάπη για τους ομοαίματους θεωρούνταν η ύψιστη αρετή. Η ομάδα συγγένειας δεν θα ενέκρινε την στάση μιας γυναίκας να θυσιάζεται για χάρη ενός αγαπημένου συζύγου: η αδελφική προσκόλληση ήταν το πιο αγαπημένο και ύψιστο συναισθήματα. Η Αντιγόνη, που σύμφωνα με τον ελληνικό μύθο διακινδύνευσε τη ζωή της για να θάψει το σώμα του νεκρού αδελφού της, ήταν ηρωίδα στα μάτια των συγχρόνων της. Η σύγχρονη αστική κοινωνία θα θεωρούσε μια τέτοια ενέργεια από την πλευρά μιας αδελφής ως εξαιρετικά περίεργη. Στους καιρούς της φυλετικής κυριαρχίας, όταν το κράτος βρισκόταν ακόμη στο εμβρυϊκό του στάδιο, η αγάπη που τηρούνταν με μεγαλύτερο σεβασμό ήταν η αγάπη μεταξύ δύο μελών της ίδιας φυλής.  Σε μια εποχή, που η κοινωνική συλλογικότητα μόλις είχε εξελιχθεί από το στάδιο της συγγενικής κοινότητας και δεν είχε ακόμα σταθεροποιηθεί στη νέα της μορφή  ήταν ζωτικής σημασίας τα μέλη της να συνδέονται με ψυχικούς και συναισθηματικούς δεσμούς.  Η αγάπη-φιλία ήταν ο πιο κατάλληλος τύπος δεσμού, αφού εκείνη την εποχή τα συμφέροντα της συλλογικότητας απαιτούσαν την ανάπτυξη και τη συσσώρευση επαφών όχι μεταξύ του ζευγαριού αλλά μεταξύ των συναδέλφων-μελών της φυλής, μεταξύ των οργανωτών και των υπερασπιστών της φυλής και ας επισημανθεί μεταξύ των ανδρών της φυλής- φυσικά οι γυναίκες εκείνη την εποχή δεν είχαν κανένα ρόλο να παίξουν στην κοινωνική ζωή και δεν γινόταν λόγος για φιλία μεταξύ των γυναικών. Η «φιλία» εγκωμιάστηκε και θεωρήθηκε πολύ πιο σημαντική από την αγάπη μεταξύ άνδρα και συζύγου-γυναίκας. Ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης ήταν διάσημοι για την πίστη τους ο ένας στον άλλον και την ακλόνητη αδελφική αγάπη τους, παρά για τα κατορθώματα που έκαναν για τη χώρα τους.

Ο αρχαίος κόσμος θεωρούσε τη φιλία και την «πίστη μέχρι τον τάφο» ως αρετές του πολίτη. Η αγάπη, με τη σύγχρονη έννοια της λέξης δεν είχε θέση και δεν τράβηξε σχεδόν την προσοχή ούτε των ποιητών ούτε των συγγραφέων. Η κυρίαρχη ιδεολογία εκείνης της εποχής υποβίβασε την αγάπη στη σφαίρα των στενών, προσωπικών εμπειριών με τις οποίες δεν ασχολούνταν η κοινωνία. Ο γάμος βασίστηκε στην ευκολία, όχι στην αγάπη. Η αγάπη ήταν μόνο μία από τις υπόλοιπες διασκεδάσεις, ήταν μια πολυτέλεια που μόνο ο πολίτης που είχε εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις του προς το κράτος μπορούσε να εξαγοράσει.  Ενώ, η αστική ιδεολογία εκτιμά την «ικανότητα να αγαπάς» υπό τον όρο ότι περιορίζεται στα όρια που θέτει η αστική ηθική, ο αρχαίος κόσμος δεν ενέτασσε τέτοια συναισθήματα στις κατηγορίες των αρετών και των θετικών ανθρώπινων ιδιοτήτων του. Το άτομο που εκπλήρωνε μεγάλα καθήκοντα και ρίσκαρε την ζωή του για τον φίλο του θεωρούνταν «ήρωας» και η πράξη του ως η πιο «ενάρετη», ενώ ένας άντρας που θα διακινδύνευε τον εαυτό του για χάρη μιας γυναίκας που αγαπούσε θα είχε κατακριθεί ή περιφρονηθεί. 

Η ηθική του αρχαίου κόσμου, λοιπόν, δεν αναγνώριζε καν την αγάπη που ενέπνευσε τους ανθρώπους σε μεγάλες πράξεις –την αγάπη που τόσο πολύ θεωρούνταν στη φεουδαρχική περίοδο– ως άξια προσοχής. Ο αρχαίος κόσμος αναγνώριζε μόνο εκείνα τα συναισθήματα που προσέλκυαν τους συντρόφους-μέλη του κοντά και καθιστούσαν τον αναδυόμενο κοινωνικό οργανισμό πιο σταθερό. Στα επόμενα στάδια της πολιτιστικής ανάπτυξης, όμως, η φιλία παύει να θεωρείται ηθική αρετή. Η αστική κοινωνία χτίστηκε στις αρχές του ατομικισμού και του ανταγωνισμού και στο πλαίσιο αυτό δεν προβλέπει θέση για τη φιλία ως ηθικό παράγοντα. Η φιλία δεν βοηθά με κανέναν τρόπο και μπορεί να εμποδίσει μάλιστα την επίτευξη των ταξικών στόχων· θεωρείται δε ως μια περιττή εκδήλωση «συναισθηματισμού» και αδυναμίας. Η φιλία γίνεται αντικείμενο χλευασμού. Ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης στη Νέα Υόρκη ή στο Λονδίνο του σήμερα θα προκαλούσαν μόνο ένα συγκαταβατικό χαμόγελο. Αυτό δεν συνέβαινε στη φεουδαρχική κοινωνία, όπου η αγάπη-φιλία θεωρούνταν μια ιδιότητα που έπρεπε να διδαχθεί και να ενθαρρυνθεί.

Το φεουδαρχικό σύστημα υπερασπιζόταν τα συμφέροντα της ευγενικής οικογένειας. Οι αρετές ορίστηκαν με αναφορά όχι τόσο στις σχέσεις μεταξύ των μελών αυτής της κοινωνίας όσο στις υποχρεώσεις του ατόμου προς την οικογένειά του και τις παραδόσεις της. Ο γάμος γινόταν σύμφωνα με τα συμφέροντα της οικογένειας και όποιος νεαρός άνδρας (η κοπέλα δεν είχε κανένα δικαίωμα) επέλεγε σύζυγο ενάντια σε αυτά τα συμφέροντα δεχόταν αυστηρή κριτική. Στη φεουδαρχική εποχή το άτομο δεν έπρεπε να τοποθετεί τα προσωπικά συναισθήματα και τις κλίσεις πάνω από τα συμφέροντα της οικογένειας, και αυτός που το διέπραττε «αμάρτανε». Η ηθική δεν απαιτούσε να συμβαδίζουν η αγάπη και ο γάμος.

Ωστόσο, η αγάπη μεταξύ των δύο φύλων δεν παραμελήθηκε· στην πραγματικότητα, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας έλαβε μια ορισμένη αναγνώριση. Μπορεί να φαίνεται παράξενο ότι η αγάπη έγινε αποδεκτή για πρώτη φορά σε αυτήν την εποχή του αυστηρού ασκητισμού, των ωμών και σκληρών ηθών, σε μια εποχή βίας και κυριαρχίας με βία, αλλά οι λόγοι αποδοχής γίνονται σαφείς αν τους εξετάσουμε πιο προσεκτικά. Σε ορισμένες καταστάσεις και σε ορισμένες περιστάσεις, η αγάπη μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός που ωθεί τον άνθρωπο να κάνει πράξεις για τις οποίες διαφορετικά θα ήταν ανίκανος. Η ιπποσύνη απαιτούσε από κάθε μέλος αφοβία, γενναιότητα, αντοχή και μεγάλα κατορθώματα ατομικής ανδρείας στο πεδίο της μάχης. Η νίκη στον πόλεμο κρίνονταν εκείνες τις μέρες όχι τόσο από την οργάνωση των στρατευμάτων, όσο από τις ατομικές ιδιότητες των συμμετεχόντων. Ο ερωτευμένος ιππότης με την απρόσιτη «κυρία της καρδιάς του» ήταν πιο εύκολο να κάνει θαύματα γενναιότητας, πιο εύκολο να κερδίσει τουρνουά, πιο εύκολο να θυσιάσει τη ζωή του. Ο ερωτευμένος ιππότης παρακινήθηκε από την επιθυμία να «λάμψει» και έτσι να κερδίσει την προσοχή της αγαπημένης του.

Η ιδεολογία του ιπποτισμού αναγνώριζε την αγάπη ως μια ψυχολογική κατάσταση που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς όφελος της φεουδαρχικής τάξης, αλλά παρόλα αυτά προσπάθησε να οργανώσει τα συναισθήματα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Η αγάπη μεταξύ του άνδρα και της συζύγου δεν είχε αξία για την οικογένεια που ζούσε στο ιπποτικό κάστρο και στο Terem του Ρώσου  βογιάρ, δεν συγκρατούνταν δηλαδή από συναισθηματικούς δεσμούς.  Ο κοινωνικός παράγοντας της ιπποτικής αγάπης λειτουργούσε εκεί που ο ιππότης αγαπούσε μια γυναίκα εκτός οικογένειας και εμπνεόταν σε στρατιωτικά και άλλα ηρωικά κατορθώματα από αυτό το συναίσθημα. Όσο πιο απρόσιτη ήταν η γυναίκα, τόσο μεγαλύτερη ήταν η αποφασιστικότητα του ιππότη να κερδίσει την εύνοιά της και τόσο μεγαλύτερη ήταν η ανάγκη του να αναπτύξει μέσα του τις αρετές και τις ιδιότητες που εκτιμούσε η κοινωνική του τάξη.  Συνήθως, ο ιππότης διάλεγε για κυρία του τη γυναίκα που ήταν λιγότερο προσιτή, τη σύζυγο του σουζεράιν ή συχνά τη βασίλισσα. Μόνο μια τέτοια «πλατωνική» αγάπη μπορούσε να παρακινήσει τον ιππότη να κάνει θαύματα γενναιότητας και τότε και μόνο τότε θεωρούνταν ενάρετος και άξιος. Ο ιππότης σπάνια διάλεγε μια ανύπαντρη γυναίκα ως αντικείμενο του έρωτά του, γιατί όσο μακριά ή υψηλότερα κι αν ήταν από τον ίδιο στην κοινωνική ιεραρχία και φαινομενικά απρόσιτη η κοπέλα, δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο του γάμου και η συνακόλουθη αφαίρεση του ψυχολογικού μοχλού/ελατηρίου.  Εξ ου και το γεγονός ότι η φεουδαρχική ηθική συνδύαζε την αναγνώριση του ιδεώδους του ασκητισμού (σεξουαλικός περιορισμός) με την αναγνώριση της αγάπης ως ηθικής αρετής. Στην επιθυμία του να ελευθερώσει την αγάπη από ό,τι ήταν σαρκικό και αμαρτωλό και να το μεταμορφώσει σε ένα αφηρημένο συναίσθημα εντελώς χωρισμένο από τη βιολογική του βάση, ο ιππότης ήταν έτοιμος να κάνει πολλά, επιλέγοντας ως κυρία του μια γυναίκα που δεν είχε δει ποτέ ή προσχωρώντας στο τάξεις των εραστών της Παρθένου Μαρίας. Πιο πέρα ​​δεν μπορούσε να πάει. 

 Η φεουδαρχική ιδεολογία έβλεπε την αγάπη ως ερέθισμα, ως ιδιότητα που βοηθούσε στην κοινωνική συνοχή: η πνευματική αγάπη και η λατρεία του ιππότη προς την κυρία του εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της τάξης των ευγενών. Ο ιππότης που δεν θα σκεφτόταν καθόλου να στείλει τη γυναίκα του σε ένα μοναστήρι ή να τη σκοτώσει για απιστία, θα κολακευόταν, ωστόσο, αν η γυναίκα του είχε επιλεγεί από άλλον ιππότη ως κυρία του, και δεν θα είχε αντιρρήσεις για τις πλατωνικές φιλίες της. Όμως, ενώ έδινε τόση έμφαση στην πνευματική αγάπη, η φεουδαρχική ηθική δεν απαιτούσε σε καμία περίπτωση ότι η αγάπη πρέπει να καθορίζει τις νόμιμες σχέσεις γάμου. Η αγάπη και ο γάμος διατηρήθηκαν χωριστά από τη φεουδαρχική ιδεολογία και ενώθηκαν μόνο από την αστική τάξη που εμφανίστηκε τον δέκατο τέταρτο και τον δέκατο πέμπτο αιώνα. Κυριαρχούσε η έξοχη επιτήδευση της φεουδαρχικής αγάπης.  Ως εκ τούτου,  δίπλα σε απερίγραπτα ωμές νόρμες σχέσεων μεταξύ των φύλων, η  σεξουαλική επαφή τόσο εντός όσο και εκτός γάμου δεν είχε το απαλυντικό και εμπνευσμένο στοιχείο της αγάπης και παρέμενε μια απροκάλυπτα φυσιολογική πράξη.

Η εκκλησία από την πλευρά της προσποιήθηκε ότι διεξάγει πόλεμο κατά της διαφθοράς, αλλά επί της ουσίας ενθαρρύνοντας την «πνευματική αγάπη», ενθάρρυνε τις ωμές ζωικές σχέσεις μεταξύ των φύλων. Ο ιππότης που δεν θα αποχωριζόταν από το έμβλημα της κυρίας της καρδιάς του, που συνέθεσε ποίηση προς τιμήν της και ρίσκαρε τη ζωή του για να κερδίσει το χαμόγελό της, θα βίαζε ένα κορίτσι των αστικών τάξεων χωρίς δεύτερη σκέψη ή θα διέταζε τον οικονόμό του να φέρει μια όμορφη χωρική για την ευχαρίστησή του. Οι σύζυγοι των ιπποτών, από την πλευρά τους, δεν άφησαν να χαθεί η ευκαιρία να επιδοθούν στις απολαύσεις της σάρκας με τους τροβαδούρους και τους υπηρέτες του φεουδαρχικού νοικοκυριού.

Με την αποδυνάμωση της φεουδαρχίας και την ανάπτυξη νέων συνθηκών ζωής που υπαγορεύονται από τα συμφέροντα της ανερχόμενης αστικής τάξης, αναπτύχθηκε ένα νέο ηθικό ιδεώδες για τις σχέσεις μεταξύ των φύλων. Απορρίπτοντας τον πλατωνικό έρωτα, η αστική τάξη υπερασπίστηκε τα καταπατημένα δικαιώματα του σώματος και εισήγαγε τον συνδυασμό πνευματικής και σωματικής έλξης στην ίδια την αντίληψη της αγάπης. Η αστική ηθική δεν διαχώριζε την αγάπη και τον γάμο:  ο γάμος ήταν η έκφραση της αμοιβαίας έλξης του ζευγαριού. Στην πράξη βέβαια η ίδια η αστική τάξη, στο όνομα της ευκολίας, αμάρτανε συνεχώς ενάντια σε αυτήν την ηθική διδασκαλία, αλλά η αναγνώριση της αγάπης ως πυλώνα του γάμου είχε μια βαθιά ταξική βάση.

Κάτω από το φεουδαρχικό σύστημα, οι συγκολλητικοί δεσμοί της οικογένειας καθορίζονταν και συγκρατούνταν σταθερά από τις παραδόσεις της ευγένειας και της γέννησης. Η κοινωνική θέση του παντρεμένου ζευγαριού καθορίζονταν συν τοις άλλοις από τη δύναμη της εκκλησίας, την απεριόριστη εξουσία του αρχηγού της οικογένειας, τη δύναμη της οικογενειακής παράδοσης και τη θέληση του επικυρίαρχου.  Ο γάμος ήταν αδιάλυτος. Η αστική οικογένεια εξελίχθηκε σε διαφορετικές συνθήκες· βάση της δεν ήταν η συνιδιοκτησία του οικογενειακού πλούτου, αλλά η συσσώρευση κεφαλαίου. Η οικογένεια ήταν ο φύλακας αυτού του κεφαλαίου. Για να γίνει η συσσώρευση όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ήταν σημαντικό οι οικονομίες ενός άνδρα να αντιμετωπίζονται με προσοχή και επιδεξιότητα: με άλλα λόγια, η γυναίκα να μην είναι μόνο καλή νοικοκυρά αλλά και βοηθός και φίλος του συζύγου της . Με την εγκαθίδρυση των καπιταλιστικών σχέσεων και του αστικού κοινωνικού συστήματος η οικογένεια για να παραμείνει σταθερή, έπρεπε να βασίζεται όχι μόνο σε οικονομικούς δεσμούς αλλά και στη συνεργασία όλων των μελών της, εφόσον είχαν κοινό συμφέρον στη συσσώρευση πλούτου. Και η συνεργασία αυτή θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πιο ισχυρός συνεκτικός παράγοντας όταν ο σύζυγος και η σύζυγος-οι γονείς και τα παιδιά- συγκρατούνταν από ισχυρούς συναισθηματικούς και ψυχολογικούς δεσμούς.

Στα τέλη του δέκατου τέταρτου και στις αρχές του δέκατου πέμπτου αιώνα, ο νέος οικονομικός τρόπος ζωής γέννησε μια νέα ιδεολογία. Οι αντιλήψεις της αγάπης και του γάμου άλλαξαν σταδιακά. Ο θρησκευτικός μεταρρυθμιστής, Λούθηρος, και οι άλλοι στοχαστές και δημόσια πρόσωπα της Αναγέννησης και της Μεταρρύθμισης, κατανοούσαν εξίσου τέλεια την κοινωνική δύναμη της αγάπης.  Έχοντας επίγνωση ότι η σταθερότητα της οικογένειας –η οικονομική μονάδα πάνω στην οποία στηρίζεται το αστικό σύστημα– απαιτούσε τα μέλη της να συνδέονται μόνο με οικονομικούς δεσμούς, οι επαναστάτες ιδεολόγοι της ανερχόμενης αστικής τάξης διέδωσαν το νέο ηθικό ιδανικό μιας αγάπης που αγκάλιαζε τόσο σάρκα και ψυχή. Οι μεταρρυθμιστές της περιόδου αμφισβήτησαν την αγαμία του κλήρου και κορόιδευαν ανελέητα την «πνευματική αγάπη» του ιπποτισμού που κρατούσε εγκλωβισμένο τον ιππότη σε μια συνεχή κατάσταση φιλοδοξίας, αλλά του στέρησε την ελπίδα να ικανοποιήσει τις αισθησιακές του ανάγκες. Οι ιδεολόγοι της αστικής τάξης και της μεταρρύθμισης αναγνώρισαν τη νομιμότητα των αναγκών του σώματος. Έτσι, ενώ ο φεουδαρχικός κόσμος είχε χωρίσει την αγάπη στη σεξουαλική πράξη (σχέσεις εντός γάμου ή με παλλακίδες) από τη μια και πνευματική, πλατωνική αγάπη (τις σχέσεις μεταξύ του ιππότη και της κυρίας της καρδιάς του) από την άλλη, η αστική τάξη συγκέρασε τόσο τη φυσική έλξη μεταξύ των φύλων όσο και τις συναισθηματικές προσκολλήσεις στην έννοια της αγάπης. Το φεουδαρχικό ιδεώδες είχε διαχωρίσει την αγάπη από το γάμο, η αστική τάξη συνέδεσε και τα δύο. Η αστική τάξη έκανε τον έρωτα και τον γάμο αχώριστα. Στην πράξη, βέβαια, αυτή η τάξη πάντα απομακρυνόταν και υποχωρούσε από το ιδανικό της. Εντούτοις, όμως, ενώ το ζήτημα της αμοιβαίας στοργής και σύγκλισης δεν τέθηκε ποτέ στη φεουδαρχία, η αστική ηθική, ωστόσο απαιτεί ότι ακόμη και σε ευκαιριοκρατικούς γάμους, οι σύντροφοι πρέπει να ασκούν υποκρισία και να προσποιούνται στοργή!

Τα ίχνη της φεουδαρχικής παράδοσης και οι φεουδαρχικές συμπεριφορές για το γάμο και την αγάπη έχουν φτάσει σε εμάς, επιζώντας στους αιώνες και προσαρμόζοντας τους εαυτούς τους στην ηθική της αστικής τάξης.  Οι βασιλικές οικογένειες και οι ανώτερες τάξεις της αριστοκρατίας εξακολουθούν να ζουν σύμφωνα με αυτά τα παλιά πρότυπα. Σε αυτούς τους κύκλους θεωρείται «διασκεδαστικό», αλλά μάλλον «άβολο» όταν ένας γάμος συνάπτεται με βάση την αγάπη. Οι πρίγκιπες και οι πριγκίπισσες αυτού του κόσμου πρέπει ακόμα να υποκύπτουν στις απαιτήσεις της ευγενικής καταγωγής και της πολιτικής, ενώνοντας τους εαυτούς τους για μια ζωή με ανθρώπους που δεν τους νοιάζονται!

Στις αγροτικές οικογένειες διαπιστώνει κανείς επίσης ότι οι οικογενειακές και οικονομικές εκτιμήσεις παίζουν μεγάλο ρόλο στις ρυθμίσεις γάμου. Η οικογένεια των αγροτών διαφέρει από εκείνη της αστικής βιομηχανικής αστικής τάξης κυρίως στο ότι είναι μια οικονομική μονάδα εργασίας. Τα μέλη της είναι τόσο σταθερά συγκρατημένα από τις οικονομικές συνθήκες, που οι εσωτερικοί δεσμοί είναι δευτερεύουσας σημασίας. Για τον μεσαιωνικό τεχνίτη, η αγάπη επίσης δεν είχε κανένα ρόλο στο γάμο, γιατί στο πλαίσιο του συντεχνιακού συστήματος η οικογένεια ήταν μια παραγωγική μονάδα και αυτή η οικονομική λογική παρείχε σταθερότητα. Το ιδανικό της αγάπης στο γάμο αρχίζει να εμφανίζεται μόνο όταν, με την εμφάνιση της αστικής τάξης, η οικογένεια χάνει τις παραγωγικές της λειτουργίες και παραμένει μια καταναλωτική μονάδα, η οποία λειτουργεί και ως όχημα για τη διατήρηση του συσσωρευμένου κεφαλαίου.

Όμως, αν και η αστική ηθική υπερασπιζόταν τα δικαιώματα δύο «αγαπημένων καρδιών» να συνάψουν μια ένωση ακόμη και σε πείσμα της παράδοσης, και παρόλο που επέκρινε την «πνευματική αγάπη» και τον ασκητισμό, διακηρύσσοντας την αγάπη ως βάση του γάμου, εντούτοις όρισε την αγάπη με πολύ στενό τρόπο: Η αγάπη είναι επιτρεπτή μόνο όταν είναι εντός γάμου. Η αγάπη εκτός νόμιμου γάμου θεωρείται ανήθικη. Τέτοιες ιδέες υπαγορεύονταν συχνά, φυσικά, από οικονομικούς λόγους, από την επιθυμία να αποτραπεί η διανομή κεφαλαίου μεταξύ νόθων παιδιών. Όλη η ηθική της αστικής τάξης κατευθυνόταν προς τη συγκέντρωση του κεφαλαίου. Το ιδανικό ήταν το παντρεμένο ζευγάρι, που εργαζόταν μαζί για να βελτιώσουν την ευημερία τους από κοινού και να αυξήσουν τον πλούτο της ιδιαίτερης οικογενειακής τους μονάδας,  χωρισμένοι όπως ήταν από την κοινωνία, με αποτέλεσμα τα συμφέροντα της οικογένειας και της κοινωνίας να συγκρούονται. Η αστική ηθική αποφασίζεται για τα συμφέροντα της οικογένειας (πρβλ. τη συμπαθητική στάση της αστικής ηθικής – αν και όχι του νόμου – προς τους λιποτάκτες και σε όσους, για χάρη των οικογενειών τους, προκαλούν τη χρεοκοπία των συμμετόχων τους). Αυτή η ηθική, με τον τυπικό ωφελιμισμό της αστικής τάξης, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την αγάπη προς όφελός της, καθιστώντας την το κύριο συστατικό του γάμου ενισχύοντας έτσι τον θεσμό της οικογένειας.

Η αγάπη, φυσικά, δεν μπορούσε να συγκρατηθεί στα όρια που έθεσαν οι αστοί ιδεολόγοι. Οι συναισθηματικές συγκρούσεις μεγάλωσαν και πολλαπλασιάστηκαν και βρήκαν την έκφρασή τους στη νέα μορφή λογοτεχνίας –το μυθιστόρημα– που ανέπτυξε η αστική τάξη. Η αγάπη συνεχώς ξέφευγε από το στενό πλαίσιο των νόμιμων γαμήλιων σχέσεων που της είχαν τεθεί σε ελεύθερες σχέσεις και μοιχεία, που καταδικάζονταν αλλά ασκούνταν. Το αστικό ιδεώδες της αγάπης δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού – της εργατικής τάξης. Ούτε σχετίζεται με τον τρόπο ζωής της εργαζόμενης διανόησης. Αυτός είναι ο λόγος που στις πολύ ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες βρίσκει κανείς έντονο ενδιαφέρον για τα προβλήματα του σεξ και της αγάπης και για την αναζήτηση του κλειδιού για τα μυστήρια του. Πώς, διερωτάται κάποιος, μπορούν να αναπτυχθούν οι σχέσεις μεταξύ των φύλων ώστε να αυξηθεί το άθροισμα τόσο της ατομικής όσο και της κοινωνικής ευτυχίας;

Η εργαζόμενη νεολαία της Σοβιετικής Ρωσίας αντιμετωπίζει αυτό το ερώτημα αυτή ακριβώς τη στιγμή. Αυτή η σύντομη έρευνα για την εξέλιξη του ιδεώδους των σχέσεων γάμου αγάπης θα σας βοηθήσει, νεαροί μου φίλοι, να συνειδητοποιήσετε και να κατανοήσετε ότι η αγάπη δεν είναι η ιδιωτική υπόθεση, όπως μπορεί να φαίνεται με την πρώτη ματιά. Η αγάπη είναι ένας σημαντικός ψυχολογικός και κοινωνικός παράγοντας, τον οποίο η κοινωνία πάντα οργανώνει ενστικτωδώς για τα συμφέροντά της. Εργαζόμενοι άνδρες και γυναίκες, οπλισμένοι με την επιστήμη του μαρξισμού και χρησιμοποιώντας την εμπειρία του παρελθόντος, πρέπει να αναζητήσουν και να ανακαλύψουν τη θέση που πρέπει να καταλάβει η αγάπη στη νέα κοινωνική τάξη και να καθορίσουν το ιδανικό της αγάπης, που αντιστοιχεί στα ταξικά τους συμφέροντα.

Αγάπη-συντροφικότητα

Η νέα, κομμουνιστική κοινωνία οικοδομείται πάνω στην αρχή της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη δεν είναι μόνο η επίγνωση των κοινών συμφερόντων: εξαρτάται επίσης από τους πνευματικούς και συναισθηματικούς δεσμούς που συνδέουν τα μέλη της συλλογικότητας/κολεκτίβας. Για να οικοδομηθεί ένα κοινωνικό σύστημα πάνω στην αλληλεγγύη και τη συνεργασία, είναι απαραίτητο οι άνθρωποι να είναι ικανοί για αγάπη και ζεστά συναισθήματα. Η προλεταριακή ιδεολογία, επομένως, επιχειρεί να εκπαιδεύσει και να ενθαρρύνει κάθε μέλος της εργατικής τάξης να είναι ικανό να ανταποκρίνεται στη στενοχώρια και τις ανάγκες των άλλων μελών της τάξης, να κατανοεί ευαίσθητα τους άλλους και να έχει διεισδυτική συνείδηση ​​της σχέσης του ατόμου με την συλλογικότητα. Όλα αυτά τα «ζεστά συναισθήματα» – ευαισθησία, συμπόνια, συμπάθεια και ανταπόκριση – πηγάζουν από μια πηγή: είναι όψεις της αγάπης, όχι στην στενή, σεξουαλική έννοια αλλά με την ευρεία έννοια της λέξης. Η αγάπη είναι ένα συναίσθημα που ενώνει και κατά συνέπεια έχει οργανωτικό χαρακτήρα. Η αστική τάξη το γνώριζε καλά, και στην προσπάθειά της να δημιουργήσει μια σταθερή οικογενειακή αστική ιδεολογία έστησε την «έγγαμη αγάπη» ως ηθική αρετή. Το να είσαι «καλός οικογενειάρχης» ήταν, στα μάτια της αστικής τάξης, μια σημαντική και πολύτιμη ιδιότητα. Το προλεταριάτο θα πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τον ψυχολογικό και κοινωνικό ρόλο που μπορεί και πρέπει να παίξει η αγάπη, τόσο με την ευρεία έννοια όσο και με την έννοια των σχέσεων μεταξύ των φύλων, όχι στην ενίσχυση των δεσμών οικογένειας-γάμου, αλλά στην βάση της ανάπτυξης της συλλογικής αλληλεγγύης. 

 Ποιο είναι το ιδεώδες για την αγάπη του προλεταριάτου; Έχουμε ήδη δει ότι κάθε εποχή έχει το ιδανικό της. Κάθε τάξη προσπαθεί να γεμίσει την έννοια της αγάπης με ένα ηθικό περιεχόμενο που ταιριάζει στα δικά της συμφέροντα. Κάθε στάδιο της πολιτιστικής ανάπτυξης, με τις πλουσιότερες πνευματικές και συναισθηματικές εμπειρίες του, επαναπροσδιορίζει την εικόνα του Έρωτα. Με τα διαδοχικά στάδια της ανάπτυξης της οικονομίας και της κοινωνικής ζωής, οι ιδέες της αγάπης έχουν αλλάξει. Οι αποχρώσεις του συναισθήματος έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία ή, από την άλλη πλευρά, έχουν πάψει να υπάρχουν.

Στην πορεία της χιλιόχρονης ιστορίας της ανθρώπινης κοινωνίας, η αγάπη έχει εξελιχθεί από το απλό βιολογικό ένστικτο – την παρόρμηση για αναπαραγωγή που είναι εγγενής σε όλα τα πλάσματα από το υψηλότερο έως το κατώτερο – σε ένα πιο περίπλοκο συναίσθημα που αποκτά συνεχώς νέες διανοητικές και συναισθηματικές πτυχές. Η αγάπη έχει γίνει ψυχολογικός και κοινωνικός παράγοντας. Υπό την επίδραση των οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων, το βιολογικό ένστικτο της αναπαραγωγής έχει μετατραπεί σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες κατευθύνσεις. Από τη μία το υγιές σεξουαλικό ένστικτο έχει μετατραπεί από τις τερατώδεις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, ιδιαίτερα αυτές του καπιταλισμού, σε ανθυγιεινή «σαρκικότητα (ασέλγεια, κανιβαλισμό)». Η σεξουαλική πράξη έχει γίνει στόχος από μόνη της – απλώς ένας άλλος τρόπος απόκτησης ευχαρίστησης, μέσω της λαγνείας που οξύνεται με υπερβολές και μέσω παραμορφωμένων, επιβλαβών τιτλοφοριών της σάρκας. Ένας άντρας δεν κάνει σεξ ως ανταπόκριση στα υγιή ένστικτα που τον έχουν προσελκύσει σε μια συγκεκριμένη γυναίκα: ένας άντρας πλησιάζει οποιαδήποτε γυναίκα, αν και δεν νιώθει σεξουαλική ανάγκη για αυτήν ιδιαίτερα, με στόχο να κερδίσει τη σεξουαλική του ικανοποίηση και ευχαρίστηση μέσω αυτής. Η πορνεία είναι η οργανωμένη έκφραση αυτής της διαστρέβλωσης της σεξουαλικής ορμής. Εάν η επαφή με μια γυναίκα δεν προκαλεί τον αναμενόμενο ενθουσιασμό, ο άντρας θα στραφεί σε κάθε είδους διαστροφή.

Αυτή η απόκλιση προς την ανθυγιεινή «σαρκικότητα» απομακρύνει τις σχέσεις από την πηγή τους στο βιολογικό ένστικτο. Από την άλλη πλευρά, με την πάροδο των αιώνων και με τις αλλαγές στην ανθρώπινη κοινωνική ζωή και κουλτούρα, ένας ιστός συναισθηματικών και πνευματικών εμπειριών περιβάλλει τη φυσική έλξη των φύλων. Η αγάπη στην παρούσα μορφή της είναι μια περίπλοκη κατάσταση του νου και του σώματος. Έχει από καιρό διαχωριστεί από την πρωταρχική της πηγή, το βιολογικό ένστικτο για αναπαραγωγή, και μάλιστα συχνά βρίσκεται σε έντονη αντίφαση με αυτό. Η αγάπη είναι περίπλοκα συνυφασμένη από τη φιλία, το πάθος, τη μητρική τρυφερότητα, τον έρωτα, την αμοιβαία συμβατότητα, τη συμπάθεια, τον θαυμασμό, την οικειότητα και πολλές άλλες αποχρώσεις συναισθήματος. Με μια τέτοια γκάμα συναισθημάτων, καθιστά όλο και πιο δύσκολο να γίνει διάκριση της άμεσης σύνδεσής της μεταξύ της φυσικής ορμής του «άφτερου Έρωτα» και του «φτερωτού Έρωτα», όπου η φυσική έλξη και η συναισθηματική ζεστασιά συγχωνεύονται. Η ύπαρξη αγαπητικής φιλίας όπου απουσιάζει το στοιχείο της φυσικής έλξης, της αγάπης για τη δουλειά κάποιου ή για έναν σκοπό και της αγάπης για το συλλογικό, μαρτυρούν κατά πόσο η αγάπη έχει «πνευματοποιηθεί» και έχει διαχωριστεί από τη βιολογική της βάση.

Στη σύγχρονη κοινωνία συχνά προκύπτουν έντονες αντιφάσεις και διεξάγονται μάχες ανάμεσα στις διάφορες εκδηλώσεις του συναισθήματος. Μια βαθιά πνευματική και συναισθηματική εμπλοκή στη δουλειά κάποιου μπορεί να μην είναι συμβατή με την αγάπη για έναν συγκεκριμένο άνδρα ή γυναίκα, η αγάπη για το συλλογικό μπορεί να έρχεται σε σύγκρουση με την αγάπη για τον σύζυγο, τη σύζυγο ή τα παιδιά. Μπορεί να είναι δύσκολο η φιλική αγάπη σε ένα άτομο να συνυπάρχει με το πάθος για ένα άλλο. Στη μία περίπτωση η αγάπη βασίζεται κυρίως στη διανοητική συμβατότητα και στην άλλη περίπτωση στη φυσική αρμονία. Η «αγάπη» έχει πολλά πρόσωπα και πτυχές. Οι διάφορες αποχρώσεις συναισθημάτων που αναπτύχθηκαν στο πέρασμα των αιώνων και τις οποίες βιώνουν οι σύγχρονοι άνδρες και γυναίκες δεν μπορούν να καλυφθούν από έναν τόσο γενικό και ανακριβή όρο.

Κάτω από την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας και του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, η πολυπλοκότητα της αγάπης δημιουργεί μια σειρά από πολύπλοκα και άλυτα προβλήματα. Μέχρι το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, η πολύπλευρη αγάπη είχε γίνει αγαπημένο θέμα για συγγραφείς με ψυχολογική κλίση. Η αγάπη για δύο ή και τρεις αιώνες έχει απασχολήσει και έχει μπερδέψει πολλούς από τους πιο στοχαστικούς εκπροσώπους της αστικής κουλτούρας. Στη δεκαετία του 1860 ο Ρώσος στοχαστής και συγγραφέας μας Alexander Herzen προσπάθησε να αποκαλύψει αυτή την πολυπλοκότητα του εσωτερικού κόσμου και τη δυαδικότητα του συναισθήματος στο μυθιστόρημά του  Ποιος είναι Ένοχος; , και ο Cheryshevsky αντιμετώπισε τα ίδια ερωτήματα στο μυθιστόρημά του  Τι πρέπει να γίνει;, Ποιητικές ιδιοφυΐες όπως ο Γκαίτε και ο Μπάιρον, και τολμηροί πρωτοπόροι στη σφαίρα των σχέσεων μεταξύ των φύλων όπως ο Τζορτζ Σαντ, προσπάθησαν να αναμετρηθούν και να συμβιβαστούν με αυτά τα ζητήματα στη δική τους ζωή. Ο συγγραφέας του Ποιος είναι Ένοχος; γνώριζε επίσης τα προβλήματα από τη δική του εμπειρία, όπως και πολλοί άλλοι μεγάλοι στοχαστές, ποιητές και δημόσια πρόσωπα. Και αυτή τη στιγμή πολλοί «μικροί» άνθρωποι βαριούνται από τις δυσκολίες της αγάπης και μάταια αναζητούν λύσεις στα πλαίσια της αστικής σκέψης. Αλλά το κλειδί της λύσης βρίσκεται στα χέρια του προλεταριάτου. Μόνο η ιδεολογία και ο τρόπος ζωής της νέας, εργαζόμενης ανθρωπότητας μπορούν να ξεδιαλύνουν αυτό το περίπλοκο πρόβλημα των συναισθημάτων.

Εδώ μιλάμε για τη δυαδικότητα της αγάπης, για την πολυπλοκότητα του «φτερωτού Έρωτα». Αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με τις σεξουαλικές σχέσεις «χωρίς τον Έρωτα», όπου ένας άντρας πηγαίνει με πολλές γυναίκες ή μια γυναίκα με αρκετούς άντρες. Οι σχέσεις όπου δεν εμπλέκονται προσωπικά συναισθήματα μπορεί να έχουν ατυχείς και επιβλαβείς συνέπειες (πρώιμη εξάντληση του οργανισμού, αφροδίσια νοσήματα κ.λπ.), αλλά όσο μπερδεμένες κι αν είναι, δεν προκαλούν «συναισθηματικά δράματα». Αυτά τα «δράματα» και οι συγκρούσεις αρχίζουν μόνο εκεί που υπάρχουν οι διάφορες αποχρώσεις και εκδηλώσεις της αγάπης. Μπορεί μια γυναίκα να αισθάνεται κοντά σε έναν άντρα του οποίου οι ιδέες, οι ελπίδες και οι φιλοδοξίες ταιριάζουν με τις δικές της, αλλά να έλκεται σωματικά από άλλον. Ένας άντρας μπορεί να αισθάνεται για μια γυναίκα συμπάθεια και προστατευτική τρυφερότητα, ενώ σε μια άλλη μπορεί να βρει υποστήριξη και κατανόηση για τις προσπάθειες της διάνοιάς του. Σε ποια από τις δύο πρέπει να δώσει την αγάπη του; Και γιατί πρέπει να διαλύσει τον εαυτό του και να σακατέψει τον εσωτερικό του κόσμο, αν μόνο η κατοχή και των δύο τύπων εσωτερικού δεσμού προσφέρει την πληρότητα της ζωής;

Κάτω από το αστικό σύστημα, μια τέτοια διαίρεση του εσωτερικού συναισθηματικού κόσμου συνεπάγεται αναπόφευκτα βάσανα. Για χιλιάδες χρόνια ο ανθρώπινος πολιτισμός, που βασίζεται στον θεσμό της ιδιοκτησίας, διδάσκει στους ανθρώπους ότι η αγάπη συνδέεται με τις αρχές της ιδιοκτησίαςΗ αστική ιδεολογία έχει επιμείνει ότι η αγάπη, η αμοιβαία αγάπη, δίνει το δικαίωμα στην απόλυτη και αδιαίρετη κατοχή του αγαπημένου προσώπου. Αυτή η αποκλειστικότητα ήταν το φυσικό επακόλουθο της καθιερωμένης μορφής γάμου σε ζευγάρια και του ιδεώδους της «ολοκληρωτικής αγάπης» μεταξύ συζύγων. Μπορεί όμως ένα τέτοιο ιδανικό να ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της εργατικής τάξης; Σίγουρα είναι σημαντικό και επιθυμητό από την άποψη του προλεταριάτου τα συναισθήματα των ανθρώπων να αναπτύσσουν ένα ευρύτερο και πλουσιότερο φάσμα; Και σίγουρα η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχής και η πολύπλευρη συναισθηματική εμπειρία θα πρέπει να βοηθήσουν στην ανάπτυξη των συναισθηματικών και διανοητικών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων που κάνουν τη συλλογικότητα ισχυρότερη; Όσο πιο πολλά από αυτά τα εσωτερικά νήματα ενώνουν τους ανθρώπους, τόσο πιο σταθερή είναι η αίσθηση της αλληλεγγύης και τόσο πιο απλή η υλοποίηση του ιδανικού της εργατικής τάξης της συντροφικότητας και της ενότητας.

Η προλεταριακή ιδεολογία δεν μπορεί να δεχτεί την αποκλειστικότητα και την «ολιστική αγάπη». Το προλεταριάτο δεν είναι γεμάτο φρίκη και ηθική αγανάκτηση για τις πολλές μορφές και πτυχές του «φτερωτού Έρωτα», όπως είναι η υποκριτική αστική τάξη. Αντίθετα, προσπαθεί να κατευθύνει αυτά τα συναισθήματα, τα οποία θεωρεί ως αποτέλεσμα σύνθετων κοινωνικών συνθηκών, σε κανάλια που είναι επωφελή για την τάξη κατά τη διάρκεια της πάλης και της οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας. Η πολυπλοκότητα της αγάπης δεν έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του προλεταριάτου. Αντιθέτως, διευκολύνει τον θρίαμβο του ιδανικού της συντροφικής αγάπης, που ήδη αναπτύσσεται.

Στο στάδιο της φυλής, η αγάπη θεωρούνταν μια συγγένεια (αγάπη μεταξύ αδελφών, αγάπη για τους γονείς). Ο αρχαίος πολιτισμός της προχριστιανικής περιόδου έθεσε την αγάπη-φιλία πάνω από όλα. Ο φεουδαρχικός κόσμος εξιδανικεύει την πλατωνική αυλική αγάπη μεταξύ μελών του αντίθετου φύλου εκτός γάμου. Η αστική τάξη είχε ως ιδανικό της τη μονογαμική συζυγική αγάπη. Η εργατική τάξη αντλεί το ιδανικό της από την εργασιακή συνεργασία και την εσωτερική αλληλεγγύη που ενώνει τους άνδρες και τις γυναίκες του προλεταριάτου· η μορφή και το περιεχόμενο αυτού του ιδανικού διαφέρει φυσικά από την αντίληψη της αγάπης που υπήρχε σε άλλες πολιτισμικές εποχές. Η υπεράσπιση της συντροφικής αγάπης σε καμία περίπτωση δεν υπονοεί ότι στη μαχητική ατμόσφαιρα του αγώνα της για τη δικτατορία του προλεταριάτου η εργατική τάξη έχει υιοθετήσει μια ιδεολογία στενού μπουφάν και προσπαθεί ανελέητα να αφαιρέσει κάθε ίχνος τρυφερού συναισθήματος από τις σχέσεις μεταξύ των φύλων . Η ιδεολογία της εργατικής τάξης δεν επιδιώκει να καταστρέψει τον «φτερωτό Έρωτα», αλλά, αντίθετα, επιχειρεί να ανοίξει το δρόμο για την αναγνώριση της αξίας της αγάπης ως ψυχολογικής και κοινωνικής δύναμης.

Η υποκριτική ηθική της αστικής κουλτούρας περιόριζε αποφασιστικά την ελευθερία του Έρωτα, υποχρεώνοντάς τον να επισκέπτεται μόνο το «νόμιμα παντρεμένο ζευγάρι». Εκτός γάμου υπήρχε χώρος μόνο για το «φτερωτό λιγότερο Έρωτα» των στιγμιαίων και χωρίς χαρά σεξουαλικών σχέσεων που αγοράζονταν (στην περίπτωση της πορνείας) ή κλέβονταν (στην περίπτωση της μοιχείας). Η ηθική της εργατικής τάξης, από την άλλη πλευρά, στο βαθμό που έχει ήδη διατυπωθεί, απορρίπτει οπωσδήποτε τις εξωτερικές μορφές σεξουαλικών σχέσεων. Οι κοινωνικοί στόχοι της εργατικής τάξης δεν επηρεάζονται καθόλου από το αν η αγάπη παίρνει τη μορφή μιας μακράς και επίσημης ένωσης ή εκφράζεται σε μια προσωρινή σχέση. Η ιδεολογία της εργατικής τάξης δεν θέτει τυπικά όρια στην αγάπη. Αλλά την ίδια στιγμή η ιδεολογία της εργατικής τάξης αρχίζει ήδη να παίρνει μια στοχαστική στάση στο περιεχόμενο της αγάπης και στις αποχρώσεις της συναισθηματικής εμπειρίας. Με αυτή την έννοια, η προλεταριακή ιδεολογία θα διώξει τον «άφτερό Έρωτα» με πολύ πιο αυστηρό και αυστηρό τρόπο από την αστική ηθική. Ο «Έρωτας χωρίς φτερά (το σεξ για το σεξ)» έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Πρώτον, συνεπάγεται αναπόφευκτα υπερβολές και συνεπώς σωματική εξάντληση, που μειώνουν τους πόρους της εργατικής ενέργειας που είναι διαθέσιμοι στην κοινωνία. Κατά δεύτερο λόγο εξαθλιώνει την ψυχή, εμποδίζοντας την ανάπτυξη και την ενίσχυση των εσωτερικών δεσμών και των θετικών συναισθημάτων. Και στην τρίτη θέση συνήθως στηρίζεται σε μια ανισότητα δικαιωμάτων στις σχέσεις μεταξύ των φύλων, στην εξάρτηση της γυναίκας από τον άνδρα και στην αντρική αυταρέσκεια και «υπεροχή», που αναμφίβολα εμποδίζουν την ανάπτυξη συναισθημάτων συντροφικότητας. Ο “Φτερωτός Έρωτας” είναι αρκετά διαφορετικός.

Προφανώς, η σεξουαλική έλξη βρίσκεται επίσης στη βάση του «φτερωτού Έρωτα», αλλά η διαφορά είναι ότι το άτομο που βιώνει την αγάπη αποκτά τις εσωτερικές ιδιότητες που είναι απαραίτητες για τους δημιουργούς μιας νέας κουλτούρας – ευαισθησία, ανταπόκριση και επιθυμία να βοηθήσει τους άλλους. Η αστική ιδεολογία απαιτούσε από ένα άτομο να επιδεικνύει τέτοιες ιδιότητες μόνο στη σχέση του με έναν σύντροφο. Ο στόχος της προλεταριακής ιδεολογίας είναι ότι οι άνδρες και οι γυναίκες πρέπει να αναπτύξουν αυτές τις ιδιότητες όχι μόνο σε σχέση με τον εκλεκτό αλλά σε σχέση με όλα τα μέλη της συλλογικότητας. Η προλεταριακή τάξη δεν ενδιαφέρεται για το ποιες αποχρώσεις συναισθήματος κυριαρχούν στον φτερωτό Έρωτα. Η μόνη προϋπόθεση είναι ότι αυτά τα συναισθήματα διευκολύνουν την ανάπτυξη και την ενίσχυση της συντροφικότητας. Το ιδανικό της αγάπης-συντροφικότητας, που σφυρηλατείται από την προλεταριακή ιδεολογία για να αντικαταστήσει την ολική και αποκλειστική αγάπη της αστικής κουλτούρας, περιλαμβάνει την αναγνώριση των δικαιωμάτων και της ακεραιότητας  της προσωπικότητας του άλλου, μια σταθερή αλληλοϋποστήριξη και την ευαίσθητη συμπάθεια και ανταπόκριση στις ανάγκες του άλλου.

Το ιδεώδες της συντροφικής αγάπης είναι απαραίτητο στο προλεταριάτο στη σημαντική και δύσκολη περίοδο της πάλης και της εδραίωσης της δικτατορίας του. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με την πραγμάτωση της κομμουνιστικής κοινωνίας η αγάπη θα αποκτήσει μια μεταμορφωμένη και άνευ προηγουμένου όψη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι «δεσμοί συμπάθειας» μεταξύ όλων των μελών της νέας κοινωνίας θα έχουν αυξηθεί και ενισχυθεί. Οι δυνατότητες αγάπης θα έχουν αυξηθεί και η αγάπη-αλληλεγγύη θα γίνει ο μοχλός που ήταν ο ανταγωνισμός και η αγάπη για τον εαυτό στο αστικό σύστημα. Ο κολεκτιβισμός του πνεύματος μπορεί τότε να νικήσει την ατομικιστική αυτάρκεια και το «κρύο της εσωτερικής μοναξιάς», από το οποίο οι άνθρωποι της αστικής κουλτούρας προσπάθησαν να ξεφύγουν μέσω της αγάπης και του γάμου-όλα αυτά θα εξαφανιστούν. Θα αναπτυχθούν τα πολλά νήματα που φέρνουν άνδρες και γυναίκες σε στενή συναισθηματική και πνευματική επαφή και τα συναισθήματα θα αναδυθούν από την ιδιωτική στη δημόσια σφαίρα.  Η ισότητα μεταξύ των φύλων και η εξάρτηση των γυναικών από τους άνδρες θα εξαφανιστούν χωρίς ίχνη, αφήνοντας μόνο μια μακρινή ανάμνηση περασμένων εποχών.

Στη νέα και συλλογική κοινωνία, όπου οι διαπροσωπικές σχέσεις αναπτύσσονται σε ένα φόντο χαρούμενης ενότητας και συντροφικότητας, ο Έρως θα καταλάβει μια τιμητική θέση ως συναισθηματική εμπειρία πολλαπλασιάζοντας την ανθρώπινη ευτυχία. Ποια θα είναι η φύση αυτού του μεταμορφωμένου Έρωτα; Ούτε η πιο τολμηρή φαντασίωση δεν είναι ικανή να δώσει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Αλλά ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: όσο ισχυρότεροι είναι οι πνευματικοί και συναισθηματικοί δεσμοί της νέας ανθρωπότητας, τόσο λιγότερο το περιθώριο για αγάπη με την παρούσα έννοια της λέξης. Η σύγχρονη αγάπη πάντα αμαρτάνει, γιατί απορροφά τις σκέψεις και τα συναισθήματα των δύο «αγαπημένων καρδιών» και απομονώνει το ερωτευμένο ζευγάρι από τη συλλογικότητα. Στη μελλοντική κοινωνία, ένας τέτοιος χωρισμός, όχι μόνο θα γίνει περιττός αλλά και ψυχολογικά αδιανόητος. Στον νέο κόσμο ο αποδεκτός κανόνας των σεξουαλικών σχέσεων θα βασίζεται πιθανώς στην ελεύθερη, υγιή και φυσική έλξη (χωρίς στρεβλώσεις και υπερβολές) και στον «μεταμορφωμένο Έρωτα».

Αλλά αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς. Και σε αυτό το σημείο καμπής, με τους συνακόλουθους αγώνες των δύο κόσμων σε όλα τα μέτωπα, συμπεριλαμβανομένου του ιδεολογικού, το συμφέρον του προλεταριάτου είναι να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί για να εξασφαλίσει την ταχύτερη δυνατή συσσώρευση «συμπαθητικών συναισθημάτων».  Σε αυτήν την περίοδο το ηθικό ιδανικό που καθορίζει τις σχέσεις δεν είναι το ανεπιτήδευτο σεξουαλικό ένστικτο αλλά η πολύπλευρη ερωτική εμπειρία της αγάπης-συντροφικότητας. Για να απαντήσει στα αιτήματα που διατύπωσε η νέα προλεταριακή ηθική, αυτές οι εμπειρίες πρέπει να συμμορφώνονται με τρεις βασικές αρχές: 1. Ισότητα στις σχέσεις με ένα τέλος στον ανδρικό εγωισμό και την αντίστοιχη δουλική καταπίεση της γυναικείας προσωπικότητας). 2. Αμοιβαία αναγνώριση των δικαιωμάτων του άλλου, του γεγονότος ότι ο ένας δεν κατέχει την καρδιά και την ψυχή του άλλου, οπότε παλεύει σε καθημερινή βάση να την κατακτήσει από την αρχή (η αίσθηση της ιδιοκτησίας, ενθαρρύνεται από την αστική κουλτούρα). 3. Συναδελφική ευαισθησία, αμοιβαία ικανότητα ακρόασης και κατανόησης της εσωτερικής λειτουργίας του αγαπημένου προσώπου (η αστική κουλτούρα το απαιτούσε μόνο από τη γυναίκα). Αλλά διακηρύσσοντας τα δικαιώματα του «φτερωτού Έρωτα», το ιδεώδες της εργατικής τάξης υποτάσσει την ίδια στιγμή αυτή την αγάπη μεταξύ δύο ανθρώπων στο πιο ισχυρό συναίσθημα της αγάπης-καθήκοντος στο συλλογικό. Όσο μεγάλη κι αν είναι η αγάπη μεταξύ δύο μελών της συλλογικότητας, οι δεσμοί που δεσμεύουν τα δύο πρόσωπα με τη συλλογικότητα θα έχουν πάντα προτεραιότητα, θα είναι πιο σταθεροί, πιο περίπλοκοι και οργανικοί. Η αστική ηθική τα απαιτούσε όλα για τον αγαπημένο. Η ηθική του προλεταριάτου απαιτεί τα πάντα για τη συλλογικότητα. Αλλά διακηρύσσοντας τα δικαιώματα του «φτερωτού Έρωτα», το ιδεώδες της εργατικής τάξης υποτάσσει την ίδια στιγμή αυτή την αγάπη στο πιο ισχυρό συναίσθημα της αγάπης-καθήκοντος στο συλλογικό. 

Αλλά μπορώ να σε ακούω να αντιτάσσεσαι, νεαρέ μου φίλε, ότι αν και μπορεί να είναι αλήθεια ότι η συντροφική αγάπη θα γίνει το ιδανικό της εργατικής τάξης, αυτή η νέα «ηθική μέτρηση» των συναισθημάτων δεν θα θέσει νέους περιορισμούς στις σεξουαλικές σχέσεις; Δεν ελευθερώνουμε την αγάπη από τα δεσμά της αστικής ηθικής μόνο για να την υποδουλώσουμε ξανά; Ναι, νεαρέ μου φίλε, έχεις δίκιο. Η ιδεολογία του προλεταριάτου απορρίπτει την αστική «ηθική» στη σφαίρα των σχέσεων αγάπης-γάμου.  Ωστόσο, αναπόφευκτα αναπτύσσει τη δική της ταξική ηθική, τους δικούς της κανόνες συμπεριφοράς, που ανταποκρίνονται περισσότερο στα καθήκοντα της εργατικής τάξης και εκπαιδεύουν τα συναισθήματα προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα συναισθήματα είναι και πάλι αλυσοδεμένα. Το προλεταριάτο αναμφίβολα θα κόψει τα φτερά της αστικής κουλτούρας. Αλλά θα ήταν κοντόφθαλμο να μετανιώσουμε για αυτή τη διαδικασία, αφού η νέα τάξη είναι ικανή να αναπτύξει νέες όψεις συναισθήματος που διαθέτουν άνευ προηγουμένου ομορφιά, δύναμη και λάμψη. Καθώς η πολιτιστική και οικονομική βάση της ανθρωπότητας αλλάζει, έτσι θα μεταμορφώνεται και η αγάπη.

Ο τυφλός, κατανυκτικός έρωτας, τα απαιτητικά πάθη θα εξασθενήσουν  την αίσθηση της ιδιοκτησίας,  η εγωιστική επιθυμία να δεσμευτεί ο σύντροφος με ένα «για πάντα», ο εφησυχασμός του άνδρα και η αυτοπαραίτηση της γυναίκας θα εξαφανιστούν. Ταυτόχρονα θα αναπτυχθούν οι πολύτιμες πτυχές και τα στοιχεία της αγάπης. Ο σεβασμός για το δικαίωμα της προσωπικότητας του άλλου θα αυξηθεί και θα διδαχθεί μια αμοιβαία ευαισθησία. Άνδρες και γυναίκες θα προσπαθήσουν να εκφράσουν την αγάπη τους όχι μόνο με φιλιά και αγκαλιές, αλλά και με κοινή δημιουργικότητα και δραστηριότητα.  Το καθήκον της προλεταριακής ιδεολογίας δεν είναι να διώξει τον Έρωτα από την κοινωνική ζωή, αλλά να τον επανεξοπλίσει σύμφωνα με το νέο κοινωνικό σχηματισμό και να εκπαιδεύσει τις σεξουαλικές σχέσεις στο πνεύμα της μεγάλης νέας ψυχολογικής δύναμης:  της συναδελφικής αλληλεγγύης.

Ελπίζω να είναι πλέον σαφές σε εσάς ότι το ενδιαφέρον των νέων εργαζομένων για το ζήτημα της αγάπης δεν είναι σύμπτωμα «παρακμής». Ελπίζω ότι τώρα μπορείτε να κατανοήσετε τη θέση που πρέπει να κατέχει η αγάπη στις σχέσεις μεταξύ των νέων εργαζομένων.

Μετάφραση στα ελληνικά: Εύη Παναγιωτάτου

Πηγή κειμένου (στα αγγλικά): Διαδικτυακό Αρχείο Μαρξιστών: Marxists.org           

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: