Εκδρομή στη Βιγκάτα

Ένας περίπατος στο λογοτεχνικό σύμπαν του Αντρέα Καμιλέρι και του Επιθεωρητή Μονταλμπάνο

Ανοίγεις ένα βιβλίο του Αντρέα Καμιλέρι, απ’ αυτά με τις ιστορίες του επιθεωρητή Μονταλμπάνο, και στη στιγμή ψάχνεις μια ωραία παχιά σκιά για να κρυφτείς απ’ τον μεσογειακό ήλιο, που πυρώνει χώμα και λιθάρια τριγύρω σου και κάνει τα τζιτζίκια να τραγουδάνε εκκωφαντικά. Γυρνάς σελίδα κι ένα μαϊστράκι σε φυσάει στο πρόσωπο και σε δροσίζει. Προχωράς κεφάλαιο και βρίσκεσαι να περπατάς σε λιθόστρωτα καλντερίμια ανάμεσα σε παραπαίοντα χτίρια που μαρτυρούν δόξες αλλοτινών εποχών, και που -ω του θαύματος!- παραμένουν λειτουργικά και γεμάτα ζωή!

Σε κάθε ταξίδι μέσα στις σελίδες των περιπετειών του Μονταλμπάνο σε συντροφεύουν άνθρωποι οικείοι, ζωντανοί, απ’ αυτούς που συναντάς κάθε φορά που βγαίνεις στο δρόμο μιας επαρχιακής πολιτείας. Πεισματάρηδες και χωρατατζήδες, κουτοπόνηροι μα κι αγαθοί, τύποι που επιβιώνουν παρ’ όλες τις συμφορές που τους έστειλε η μοίρα: που τους τοποθέτησε σε τούτον τον άγονο τόπο, που τους έχει στο κεφάλι ένα βόρειο κράτος που το νιώθουν ολότελα ξένο, που τους έβαλε τη Μαφία, αυτή τη συμφορά, μπαμπούλα της καθημερινότητάς τους να συμπληρώνει τα κενά που αφήνει το κράτος.

Ο Καμιλέρι πήρε τον χάρτη της Σικελίας και κάπου κοντά στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, κοντά στο Αγκριτζέντο, στρίμωξε μια μικρή φανταστική επαρχία για να ζουν και να δρουν οι ήρωές του. Δεν είναι ανάγκη να ψάξεις στο χάρτη ακριβώς να βρεις τη Βιγκάτα -την μικρή πολιτεία όπου είναι το τμήμα του Μονταλμπάνο-, την Μαρινέλλα -τον κοντινό παραθαλάσσιο οικισμό στον οποίον μένει- και την Μοντελούζα, το κέντρο της επαρχίας, όπου βρίσκονται οι Αρχές κι οι ανώτεροι. Θα μπορούσαν να είναι οποιαδήποτε σημεία στον Ιταλικό νότο, ακόμα και στον Ελληνικό.

Στις ιστορίες του ο Καμιλέρι δεν κοκορεύεται για την ιδιοφυία του πρωταγωνιστή του ή για τον εγκληματικό εγκέφαλο του τάδε ή του δείνα «κακού». Δεν υπάρχουν τέτοιοι στα βιβλία του. Τα όρια που χωρίζουν τους «καλούς» απ’ τους «κακούς» δεν είναι απλά δυσδιάκριτα, ουσιαστικά δεν υπάρχουν, μιας και «καλοί» -με την χυδαία αμερικάνικη έννοια- δεν υπάρχουν, -αν εξαιρέσεις το βαρετά αδαμάντινο δίδυμο του Μονταλμπάνο και του υπασπιστή του Φάτσιο. Το έγκλημα δεν είναι προϊόν ιδιοφυούς σύλληψης κάποιου αιμοσταγούς ή σαλεμένου εγκεφάλου (εκτός ίσως από το «Κυνήγι του Θησαυρού» που πρέπει να το προσεγγίσουμε σαν μια απόπειρα του Καμιλέρι να γράψει κι ένα τέτοιου είδους αστυνομικό), αλλά είναι μια ακόμα πτυχή της καθημερινότητας. Είναι το φυσικό επακόλουθο, το επόμενο στάδιο των συγκρούσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ανθρώπους που έχουμε γύρω μας και των επιλογών που κάνουν στη ζωή τους -των χειρότερων δυνατών από αυτές που θα μπορούσαν να έχουν κάνει. Δε γίνεται για να γίνει: διαπράττεται γιατί δεν μπορεί να μην διαπραχθεί. Γι’ αυτό και η διαδικασία διαλεύκανσής του δεν είναι άλλο από μια ενδοσκόπηση στην κοινωνία όπου έλαβε χώρα το «παραβατικό» γεγονός. Για να βρούμε «ποιος» έκανε τι -ο αναγνώστης μαζί με τον επιθεωρητή- πρέπει να καταλάβουμε πρώτα το «γιατί». Όπως είχε πει κι ο ίδιος ο Καμιλέρι στην εκ βαθέων συζήτησή του με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη: «Ο Μονταλμπάνο αγαπάει τα εγκλήματα που έχουν μια ιστορία, μια προϊστορία… Του αρέσει ιδιαίτερα να επιστρέφει στο παρελθόν, να στρέφει προς τα εκεί τις έρευνές του. Και βιώνει έντονα ένα είδος απογοήτευσης. Διότι μια δολοφονία είναι μια πράξη ηλιθιότητας. Κι αν πρέπει διαρκώς να συλλαμβάνεις δολοφόνους, σημαίνει ότι ασχολείσαι με ηλίθιους σε όλη σου τη ζωή. Κι αυτό, με τον καιρό, σε κουράζει.» (*)

Το «πώς» έγινε το έγκλημα περνάει σε δεύτερο επίπεδο, δεν έχει δα και τόση σημασία. Ο Καμιλέρι δεν μας «κρύβει» στοιχεία κατά τη διαδικασία ανακάλυψής του. Σχεδόν ό, τι μαθαίνει ο Μονταλμπάνο το μαθαίνουμε κι εμείς, ενώ είναι συχνοί και οι εσωτερικοί μονόλογοι του πρωταγωνιστή -κάποιες φορές, καθώς γερνάει ο επιθεωρητής, γινόμαστε μάρτυρες ακόμα και εσωτερικών διαλόγων!-, μέσα από τους οποίους παρακολουθούμε το πώς σκέφτεται και προς τα πού κινούνται οι υποψίες του.

Πρωταγωνιστής του βιβλίου δεν είναι ο Μονταλμπάνο, αλλά οι Σικελοί. Ο Μονταλμπάνο είναι ένα εργαλείο στα χέρια του Καμιλέρι για να αφηγηθεί τις περιπέτειες των ανθρώπων που έχει στο μυαλό του. Ο Καμιλέρι, με τις επιρροές και τα αναγνώσματα του Γάλλου Ζορζ Σιμενόν – σχεδόν σε κάθε βιβλίο υπάρχει και μια αναφορά στα βιβλία του- και του Ισπανού Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν -το ίδιο το όνομα του ήρωα αλλά και η μανία του για καλό φαγητό είναι μάρτυρες αυτής της επιρροής- μασκαρεύεται με μια αστυνομική στολή και κυκλοφορεί στη Βιγκάτα ως Σάλβο Μονταλμπάνο. Κι ορισμένες φορές η ταύτιση είναι τέτοια που δεν κρατιέται και παρουσιάζει τον αστυνομικό ήρωά του να μοιράζεται τις ίδιες με αυτόν πολιτικές απόψεις. Στη «Φωνή του Βιολιού» (νο 3 στη σειρά) τον κρατάει μακριά από την καταστολή μια συγκέντρωσης απολυμένων εργατών ενός εργοστασίου: «Το είπα και το επανέλαβα εκατό φορές. Δε θέλω κανένας από το αστυνομικό τμήμα να ανακατεύεται μ’ αυτές τις ιστορίες! […] Έτσι κι αλλιώς, στο διευθυντή του εργοστασίου θα βρουν μια άλλη θέση, εκείνοι που θα μείνουν άνεργοι είναι οι εργάτες. Κι εμείς θα τους δείρουμε κι από πάνω;», λέει οργισμένος στους υφισταμένους του. Στην «Υποχρεωτική Πορεία» (νο 7 στη σειρά) τον φέρνει ένα βήμα πριν την παραίτηση, από αγανάκτηση για το «χυδαίο» (έτσι το χαρακτήρισε ο ίδιος ο Καμιλέρι στη συνέντευξή του στον Ανταίο Χρυσοστομίδη) όργιο αυθαιρεσίας της ιταλικής αστυνομίας στις διαδηλώσεις της Γένοβας, το 2001. Στο «Παιχνίδι με τους καθρέπτες» (νο 18 στη σειρά) τον δείχνει να δίνει οδηγίες ώστε το τμήμα του να συμμετέχει σύσσωμο σε απεργιακή κινητοποίηση που καλούσαν τα συνδικάτα των αστυνομικών: «Δε θα ήθελα να κάνουμε κακή εντύπωση. Πρέπει να έχουμε σημαντική παρουσία στη διαδήλωση. Συνεννοηθήκαμε;». Ενώ είναι και συχνή η έκφραση απορίας των υφισταμένων του: «Επιθεωρητά, μήπως είστε κομμουνιστής;».

Ένας αφανής -στα βιβλία τουλάχιστον- πρωταγωνιστής είναι και ο τόπος. Η ίδια η Σικελία, που είναι τόσο οικεία σε εμάς, μιας και όταν τριγυρνάς εκεί πέρα είναι σαν να ταξιδεύεις στο Μοριά ή στην Κρήτη: ίδιες ακτογραμμές και θάλασσες, ίδια χλωρίδα, ίδια η εικόνα των περιγραμμάτων των βουνών στην ενδοχώρα -με την εξαίρεση του κώνου της Αίτνας που λείπει απ’ την ελληνική ύπαιθρο. Ο Καμιλέρι τα περιγράφει ελάχιστα όλα αυτά, παρόλο που έχουν τόσο μεγάλο μερίδιο στο πώς διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας των ντόπιων μέσα στους αιώνες. Η ξερή γη και το περιορισμένο νερό σε έναν τόπο δίπλα στη θάλασσα σίγουρα εξηγεί πολλά! Όχι, τα είχε πει όλα ο Τομάζι ντε Λαμπεντούζα στον «Γατόπαρδό» του, ο Καμιλέρι δεν χρειάζεται να προσθέσει κάτι. Στέκεται στον τόπο όταν η ιστορία του το προστάζει και συνδέει τις περιγραφές του πάντα με τις ζωές των ανθρώπων που τον κατοικούν και τον δουλεύουν -όπως, για παράδειγμα, περιγράφει στον «Χορό του Γλάρου» (νο 15 στη σειρά) την έκταση με τα ξεραμένα πηγάδια, που κάποτε είχαν νερό και πότιζαν τις καλλιέργειες, μετά ξεράθηκαν γιατί τα έργα της Κυβέρνησης για μια σήραγγα που έμεινε στη μέση άλλαξε τον υδροφόρο ορίζοντα και πλέον χρησιμεύουν μονάχα στη Μαφία για να εξαφανίζει κουφάρια… Πρέπει να δεις την σειρά της Ιταλικής τηλεόρασης που μετέφερε με πιστότητα και σεβασμό τα βιβλία του Καμιλέρι στην μικρή οθόνη για να σταθείς και στο περιβάλλον που διαδραματίζονται οι ιστορίες! Την άγρια ύπαιθρο αλλά και τις πολιτείες όπου μεσαιωνικά ετοιμόρροπα κτίρια στο χρώμα του χώματος φυτρώνουν στις κορφές των λόφων και δίπλα στη θάλασσα αρμονικά με τσιμεντένια κουτιά που πλήθυναν άναρχα τις δεκαετίες μετά τον Πόλεμο, όταν η Μαφία, με τις ευλογίες του απόντος επίσημου κράτους επέκτεινε τον κύκλο δραστηριοτήτων της στην οικοδομική δραστηριότητα και το real estate.

Ακόμα και η γλώσσα που μιλάνε οι ήρωες του Καμιλέρι έχει τη σημασία της, παρόλο που δεν μπορούμε τόσο εύκολα να το καταλάβουμε όσοι δεν μιλάμε τα ιταλικά και δεν έχουμε πρόσβαση στο πρωτότυπο. Δεν είναι καθαρά ιταλικά. Στη Σικελία, και γενικά στον Ιταλικό Νότο, οι ντόπιοι, ακόμα και σήμερα, σαν πρώτη τους γλώσσα έχουν την τοπική διάλεκτο. Μια λαλιά κομμένη και ραμμένη στα μέτρα και στις ανάγκες της περιοχής. Η επίσημη Ιταλική γλώσσα απ’ την ένωση της Ιταλίας, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μέχρι και σήμερα κάνει πότε αργά και πότε γρηγορότερα βήματα για να πάρει κεφάλι, με κυριότερους φορείς επιβολής της τα σχολικά βιβλία και την τηλεόραση. Η ντοπιολαλιά, λοιπόν, στον παραμελημένο από το Κράτος Νότο, από εργαλείο επικοινωνίας γίνεται και σύμβολο αντίστασης και διαμαρτυρίας στην κεντρική εξουσία. Ο Μονταλμπάνο στους τακτικούς του τσακωμούς με την βορειοϊταλίδα σύντροφό του ασυναίσθητα αρχίζει να της μιλάει σε διάλεκτο, την οποία η γυναίκα μεν κατανοεί, αλλά την εκλαμβάνει σαν μια ακόμα κλιμάκωση του τσακωμού της, ένα απειλητικό βήμα πέρα από τις προσβλητικές κουβέντες που ανταλλάσσουν. Από την άλλη, όταν θέλει να καθυστερήσει την υλοποίηση κάποιας από τις εντολές των ανωτέρων του, ο Μονταλμπάνο αρχίζει να μιλάει με τα καθαρότερα κι επισημότερα ιταλικά, θολώνοντας έτσι τα νερά. Όπως είπε και στη συνέντευξή του στον Ανταίο Χρυσοστομίδη:

«Κάθε φορά που έγραφα κάποιο κείμενο στα ιταλικά κι αναγκαζόμουνα για κάποιο λόγο να το σταματήσω, μετά δυσκολευόμουνα πολύ να το συνεχίσω. Ήταν όπως όταν δυο διαφορετικές εταιρείες αρχίζουν να κτίζουν μια γέφυρα κι όταν η γέφυρα φτάνει να ενωθεί, τότε ανακαλύπτουν ότι υπάρχει μια διαφορά ύψους σαράντα εκατοστών της μιας πλευράς από την άλλη. Δεν μπορούσα, με άλλα λόγια, να ξαναβρώ τον τόνο, γιατί η γλώσσα αυτή δεν ήταν η δική μου γλώσσα. Εμείς, η μικρή αστική τάξη της Σικελίας, μιλούσαμε πάντα ένα μείγμα ιταλικών και σικελικών. Για καιρό προσπαθούσα να καταλάβω πότε χρησιμοποιούσαμε την επίσημη γλώσσα και πότε τη διάλεκτο. Και ξαφνικά είχα μια επιφοίτηση: θυμήθηκα μια φράση που μου είχε πει η μάνα μου όταν ήμουν δεκαεπτά χρονών. Είχα κλειδιά του σπιτιού και επέστρεφα αργά τη νύχτα στο σπίτι. Μια μέρα λοιπόν η μάνα μου άρχισε να παραπονιέται μιλώντας σε διάλεκτο: “Κοίτα, γιε μου, μην αργείς τη νύχτα, διότι μένω ξάγρυπνη μέχρι να ακούσω να βάζεις το κλειδί στην πόρτα”. Και συνέχισε στα ιταλικά: “Κι αν συνεχίσεις αυτό το βιολί, δεν θα σου ξαναδώσω χρήματα, και άντε μετά να δω τι θα κάνεις μέχρι τις τρεις τη νύχτα έξω από το σπίτι”. Το πρώτο μέρος, στα σικελικά, ήταν η συγκίνηση του συναισθήματος. Το δεύτερο μέρος, στα ιταλικά, ήταν ο νόμος.» (*)

Το “ένδοξο” αρχαίο παρελθόν -ελληνικό και ρωμαϊκό- της Σικελίας είναι απόν. Ακόμα κι οι δυο τρεις φευγαλέες αναφορές του Καμιλέρι στους «Ναούς» που είναι κοντά στη Βιγκάτα -ξεκάθαρη αναφορά στην «Κοιλάδα των Ναών», ένας απ’ τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ευρώπης, που βρίσκεται κοντά στην δικιά του ιδιαίτερη πατρίδα, το Αγκριτζέντο (Ακράγαντας) και το Πόρτε Εμπέντοκλε-, γίνονται με αφορμή τους τουρίστες. Τα αρχαία είναι «ξένα» για τους ανθρώπους του Καμιλέρι, όπως ξένοι και περαστικοί είναι κι αυτοί που τα επισκέπτονται κι ενδιαφέρονται γι’ αυτά. Χρόνος δράσης του είναι το ευρύτερο «σήμερα», απ’ τον Πόλεμο και μετά. «Ο Καμιλέρι δεν νοσταλγεί, γυρίζει στο παρελθόν, παίρνει ό,τι του είναι χρήσιμο, και επανέρχεται στο σήμερα», σημειώνει ο Ανταίος Χρυσοστομίδης (*).

Στην πορεία των χρόνων και των βιβλίων δύο πράγματα παραμένουν εκνευριστικά σταθερά. Αφ’ ενός η σχέση του με την βορειοΙταλίδα Λύδια. Μια σχέση εξ αποστάσεως, μιας κι αυτή εργάζεται στην άλλη άκρη της Ιταλίας, κοντά στη Γένοβα, και τον επισκέπτεται στη Σικελία κάθε τόσο. Μια σχέση που στα περισσότερα από τα βιβλία είναι μονίμως τεταμένη, με συχνούς τσακωμούς και παρεξηγήσεις. Υπάρχει λόγος που ο Καμιλέρι δεν τους «χωρίζει»: Η σχέση τους, αυτοί οι συχνοί τσακωμοί αλλά και η αμοιβαία εκτίμηση και αγάπη που τρέφουν ο ένας για τον άλλον, και που διαδέχθηκε το ερωτικό πάθος, είναι σύμβολο της ίδιας της χώρας του Καμιλέρι, που παραμένει ενωμένη παρόλες τις κραυγαλέες αντιθέσεις της.

Αφ’ ετέρου, η ίδια κι απαράλλαχτη ομάδα του Μονταλμπάνο… Ο ίδιος Αουτζέλλο, ο ίδιος Φάτσιο, ο ίδιος Καταρέλλα, ο ίδιος Γκαλλούτσο… Λες και στην Ιταλική αστυνομία δεν υφίσταται η έννοια της προαγωγής, λες κι οι ήρωες δεν βαριούνται να παραμένουν στις ίδιες θέσεις για δύο και βάλε δεκαετίες… Αλλά και γι’ αυτό υπάρχει λόγος: τούτη η στατικότητα είναι κι αυτή σύμβολο της στασιμότητας των πραγμάτων και των ανθρώπων στη Σικελία. Μια σταθερότητα που παραμένει ακλόνητη και αποτυπώνεται λογοτεχνικά στον αναγνώστη που θα πραγματοποιήσει το ταξίδι στο χρόνο από τον «Γατόπαρδο» του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα μέχρι τα έργα του Καμιλέρι.

Υ.Γ. Ο υπερενθουσιώδης δημοσιογράφος της εφημερίδας «ΑΥΓΗ» που πήρε συνέντευξη απ’ τον Καμιλέρι το Γενάρη του 2014, την τιτλοφόρησε ως εξής: «Ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο θα ήταν με τον Τσίπρα για ν’ αλλάξουμε την Ευρώπη» ( στο φύλλο της 12/01/2014). Βέβαια, ο Καμιλέρι δεν το είπε ακριβώς έτσι. Ο τίτλος προέκυψε από την ανάμειξη των απαντήσεων σε δύο διαφορετικές ερωτήσεις.

Όπως και να ‘χει, ακόμα και σαν τίτλος, η ιδέα με ξένισε. Ο Καμιλέρι ας έκανε ό, τι ήθελε, ας πίστευε όποιον ήθελε. Ο Μονταλμπάνο, όμως, αυτός που γνωρίσαμε μέσα πάνω από 25 βιβλία, δεν υπήρχε περίπτωση να εκτεθεί έτσι. Ένας ήρωας που οι επιτυχίες του οφείλονται στη δυσπιστία του και στο ότι πάντοτε εξετάζει επιφυλακτικά όποιον έχει απέναντί του, όντας σίγουρος ότι θα του πει περισσότερα ψέματα από αλήθειες, δεν ήταν δυνατόν να πέσει θύμα ενός μέτριου λαοπλάνου.

Έπρεπε, πέρα από τη συνέντευξη, να διαβάσω και το «Ματωμένο Χωράφι» (νο 13 στη σειρά) για να καταλάβω τι είχε συμβεί.

Στο βιβλίο εκείνο μαζεύοντας πληροφορίες για το έγκλημα που διερευνούσε, ο Μονταλμπάνο έπεσε σε μια κρυψίνου νοικοκυρά, απ’ αυτές που ξέρουν τα πάντα για ό, τι γίνεται στην γειτονιά τους. Δεν ήταν εύκολο όμως να του ανοιχτεί:

«“Είμαι αναγκασμένη να επαναλαμβάνω την ίδια ιστορία σ’ όλους τους επιθεωρητές του Βασιλείου;”

Νομίζω πως εννοείτε της Δημοκρατίας, κυρία.” Ο Μονταλμπάνο είχε αρχίσει να το διασκεδάζει.

Ποτέ! Δεν αναγνωρίζω αυτήν την σκατένια Δημοκρατία! Είμαι μοναρχικιά και θα πεθάνω μοναρχικιά!”

Ο Μονταλμπάνο χαμογέλασε, στη συνέχεια πήρε ύφος συνωμοτικό, κοίταξε προσεκτικά γύρω του, έσκυψε προς την γυναίκα και της είπε με σιγανή φωνή:

Κι εγώ μοναρχικός είμαι, κυρία, αλλά δεν μπορώ να το πω ανοιχτά, γιατί η καριέρα μου… Καταλαβαίνετε.”

Ονομάζομαι Εστερίνα Τριπόντο», είπε η γυναίκα, εκτείνοντας ένα μικροσκοπικό, σαν κούκλας, χεράκι προς το μέρος του. “Ελάτε μαζί μου, παρακαλώ.”»

Ο Καμιλέρι, μασκαρεμένος στον Μονταλμπάνο, ακολούθησε την τακτική του ήρωά του: Είπε στο συνομιλητή του αυτό που ήθελε να ακούσει, διασκεδάζοντας κι αυτός το δίχως άλλο. Στο βιβλίο, με το ψέμα του ο Μονταλμπάνο κέρδισε πολύτιμες πληροφορίες. Στην πραγματική ζωή, με την υπερβολή αυτή ο Καμιλέρι πέτυχε το να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα μια άχαρη συνέντευξη.

Σημ.: Τα βιβλία του Αντρέα Καμιλλέρι με τις περιπέτειες του επιθεωρητή Μονταλμπάνο κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη, σε μετάφραση Φωτεινής Ζερβού και Φώτου Λαμπρινού

(*) Ανταίου Χρυσοστομίδη, «Οι Κεραίες της Εποχής μου», τόμος Α΄, εκδ. Καστανιώτη. Πρόκειται για τη συλλογή των συνεντεύξεων που είχε πάρει ο Ανταίος Χρυσοστομίδης από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της εποχής μας για την ομώνυμη εκπομπή του στην ΕΡΤ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: