Σκέψεις για τα reality shows στην Ελλάδα

Έχουν κατηγορηθεί ως «τηλεοπτικά σκουπίδια», όμως η κριτική εναντίον τους δεν πρέπει να εξαντλείται σε κριτική ποιότητας. Γιατί τελικά αυτά τα προγράμματα πετυχαίνουν το σκοπό τους. Χωρίς ελιτισμό, αλλά όντας κι εμείς κομμάτι του κοινού στο οποίο απευθύνονται τα reality, αξίζει να ανοίγουμε την κουβέντα για τις αξίες που προάγουν και για τον ρόλο τους.

Του Φώτη Μπρέγιαννηυποψήφιου διδάκτορα Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Λουβαίνης

 

Οι τηλεοπτικές σειρές τύπου reality πρωτοεμφανίστηκαν στην Ελλάδα το 1999 με το «Big Brother», το οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Τα επόμενα χρόνια διάφορα άλλα reality παρουσιάστηκαν στην τηλεόραση με μικρότερη αλλά πάντα σημαντική απήχηση. Μεσολάβησε ένα κενό αρκετών ετών για να επανέλθουν τα reality στην ελληνική τηλεόραση τα τελευταία 4 χρόνια και να κυριαρχούν πλέον στην ακροαματικότητα. Κατά τις τελευταίες τηλεοπτικές σεζόν τεράστια επιτυχία σημειώνουν το «Survivor» (που επανεμφανίστηκε το 2017) και οι δύο παραγωγές του «Star Channel», το «Master Chef» και το GNTM (με συνεχή εναλλάξ παρουσία από το 2018 και μετά). Επιπλέον, άλλες παραγωγές reality πετυχαίνουν μια ευρεία αποδοχή στο κοινό.

Έχει ενδιαφέρον να ασχοληθούμε με το περιεχόμενο και τα μηνύματα που κυριαρχούν στα παιχνίδια αυτά, με δεδομένο το γεγονός ότι τυχαίνουν ευρύτατης προβολής στη νεολαία, όχι μόνο στην τηλεόραση, αλλά και στο διαδίκτυο.

Αποθέωση του ατομικισμού και του άνευ όρων ανταγωνισμού

Στα reality συμμετέχουν εκατοντάδες εργαζόμενοι ή εκπαιδευόμενοι στους χώρους στους οποίους έχουν αναφορά τα τηλεπαιχνίδια (εστίαση για το «Master Chef», μόδα για το GNTM, ευρύτερα χώρος του θεάματος για το «Survivor»). Ήδη από τις πρώτες ακροάσεις γίνεται σαφές σε διαγωνιζόμενους και τηλεθεατές το εξής: Πρέπει να θέλεις να κερδίσεις, οφείλεις να είσαι αδίστακτος και να κάνεις χρήση όλων των μέσων που έχεις (των ικανοτήτων, του χαρακτήρα σου, της τακτικής σου) για να εκμηδενίσεις τον ανταγωνισμό, αλλιώς «δεν είσαι αυτό που ζητάμε». Και μάλιστα, αυτό πρέπει τακτικά να το δηλώνεις ευθαρσώς και απ’ ευθείας στο κοινό σε πρώτο πρόσωπο. Οι απαιτήσεις σκληρού ανταγωνισμού επιτάσσονται και από τις συνθήκες ζωής που επιβάλλονται στους διαγωνιζόμενους, συνθήκες εγκλεισμού και απομόνωσης, αποξένωσης από αγαπημένα πρόσωπα, συνθήκες πείνας στην περίπτωση του «Survivor». Ο άνευ όρων ανταγωνισμός περνάει αναμενόμενα και στο κοινό των παιχνιδιών, με τη δημιουργία στρατοπέδων οπαδών του κάθε παίκτη που οδηγεί, όχι σπάνια, σε διενέξεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Όταν οι παίκτες δεν είναι αρκετά ανταγωνιστικοί και «αιμοβόροι», τους γίνεται παρατήρηση από τους κάθε φορά κριτές, τους υπενθυμίζεται ότι «είσαι εδώ για τη νίκη» και ότι «μόνο ένας/μία θα κερδίσει» ή τους δίνεται η δυνατότητα να επιβάλουν μειονέκτημα (το περιβόητο «ντεσαβαντάζ» του GTNM) σε κάποιον συμπαίκτη τους για να τον χαντακώσουν. Παράλληλα, γίνεται εκτεταμένη χρήση του μοντάζ για να παρουσιαστούν συγκεκριμένοι παίκτες ως «κακοί χαρακτήρες», όπως έχει γίνει γνωστό από πρώην παίκτες των παιχνιδιών αυτών. Η σκηνοθεσία και η μουσική επένδυση υπηρετούν το κλίμα αγωνίας και γίνεται επιλεκτική χρήση σκηνών από τον χώρο της απομόνωσης, όπου ζουν έγκλειστοι οι παίκτες. Μέσα από όλα αυτά, στο κοινό παρουσιάζεται μια εικόνα ανελέητης μάχης για το τρόπαιο, όπου τίποτα δεν μπορεί να μπει ανάμεσα στον παίκτη και στη θέλησή του για τη νίκη. Τυχόν παρέες/συμμαχίες που δημιουργούνται λαμβάνουν και αυτές πολεμικό χαρακτήρα εναντίον άλλων παρεών, ενώ πάντα γίνεται μνεία ότι αυτές οι παρέες «είναι προσωρινές». Δεν υπάρχει πουθενά χώρος για χαλάρωση και περιττή καλοσύνη.

Ευρεία νομιμοποίηση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας

Ιδιαίτερα στο «Master Chef» και το GNTM υπάρχει ένα μόνιμο δίδαγμα υπέρ της εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Η προώθησή της είναι πολύπλευρη και δουλεμένη. Έτσι, ακούμε ως τηλεθεατές ότι «στην κουζίνα δεν υπάρχει δημοκρατία», «ό,τι ζητηθεί από τον πελάτη πρέπει να γίνεται», «οφείλεις ως μοντέλο/μάγειρας να ανταποκριθείς σε όλες τις συνθήκες». Οι παίκτες υποβάλλονται σε ακραίες δοκιμασίες, έως και εξευτελιστικές, πολλές φορές ακόμα και άσχετες με την πραγματική δουλειά τους, ώστε να γίνει απόλυτα σαφές σε αυτούς αλλά και στο κοινό ότι το οτιδήποτε μπορεί να ζητηθεί από τον εργαζόμενο στην εστίαση ή στη μόδα, επομένως και γενικώς στους χώρους δουλειάς.

Υπάρχει σχεδόν πάντα συνθήκη πίεσης χρόνου στις δοκιμασίες του παιχνιδιού. Εάν τυχόν κάποιος παίκτης παραπονεθεί ή δεν αντέξει, είναι προφανώς δικό του πρόβλημα γιατί «δεν το θέλει αρκετά». Βεβαίως, δεν γίνεται ποτέ η παραμικρή αναφορά σε εργασιακά δικαιώματα, ατομικά ή συλλογικά, ενώ οι παίκτες είναι κυριολεκτικά ψυχή τε και σώματι δοσμένοι στις ορέξεις της αγοράς και του εκάστοτε «κόνσεπτ». Πόσο ονειρικό αλήθεια σενάριο για την εργοδοσία, να έχει τους εργαζόμενους υπό καθεστώς απόλυτης προσήλωσης με την απειλή του φόβου ή της δημόσιας ταπείνωσης μπροστά σε συναδέλφους και σε κοινό; Και μάλιστα όλα αυτά και στον χώρο της εστίασης, τη λεγόμενη ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας, όπου εργάζονται εκατοντάδες χιλιάδες νέοι εργαζόμενοι, με ευέλικτα ωράρια και ανύπαρκτα δικαιώματα.

Βολική αντιμετώπιση κοινωνικών ζητημάτων, εν μέσω παρέλασης χορηγών

Τα reality τελευταίας γενιάς προβάλλουν, την ίδια στιγμή, κοινωνικά ζητήματα μέσω της συμμετοχής παικτών που ανήκουν σε μειονότητες, είναι μετανάστες, έχουν ομοφυλόφιλο σεξουαλικό προσανατολισμό ή ιδιαίτερη καταγωγή. Η παρουσίασή τους γίνεται σαν να είναι καρικατούρες, ενώ οι προσωπικές τους ιστορίες λειτουργούν ως άλλοθι πολυσυλλεκτικότητας και ως διαφημιστικό τρικ. Τα προβλήματα που αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν στη ζωή τους παρουσιάζονται σαν να είναι δεδομένα, ενώ η μόνη διέξοδος από αυτά είναι ο ατομικός δρόμος, «η σκληρή δουλειά», που βεβαίως περνάει μέσα από την απόλυτη πειθάρχηση στους κανόνες του τηλεπαιχνιδιού.

Τα πραγματικά κοινωνικά ζητήματα αποκλεισμού ή βίαιης συμπεριφοράς εναντίον αυτών των ατόμων αντιμετωπίζονται βολικά και επιφανειακά, δεν υπάρχει ο παραμικρός προβληματισμός για τις οικονομικές και κοινωνικές αιτίες πίσω από αυτά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αδυναμία ενός πρόσφυγα παίκτη στο περσινό «Master Chef» να ταξιδέψει για τις ανάγκες γυρισμάτων εκτός Ελλάδας, λόγω των περιορισμένων δικαιωμάτων που προβλέπει το Δίκαιο της ΕΕ για τη βίζα του. Η παραγωγή του παιχνιδιού, αν και είχε επενδύσει στην προσωπική του ιστορία, προσπέρασε το ζήτημα, βάζοντας, προσωρινά, έναν άλλο παίκτη στη θέση του. Έτσι, οι προσωπικές ιστορίες δεν λειτουργούν παρά μόνο ως εκβίαση συναισθημάτων συμπόνοιας στον τηλεθεατή, χωρίς φυσικά να θίγεται σε καμία περίπτωση (και πώς θα μπορούσε άλλωστε…) το πώς τα κοινωνικά ζητήματα αυτά μπορεί να λυθούν ριζικά.

Παράλληλα με την σκληρή και απαιτητική πραγματικότητα που ζουν οι παίκτες στις συνθήκες του κάθε παιχνιδιού, οι χορηγοί-μεγάλοι όμιλοι του κάθε φορά κλάδου αναφοράς του τηλεπαιχνιδιού βρίσκουν το κατάλληλο πεδίο για κακόγουστες σκηνοθετημένες διαφημίσεις στις οποίες πρωταγωνιστούν οι ίδιοι οι παίκτες. Στήνεται ένας χορός εκατομμυρίων με παρέμβαση των χορηγών στο περιεχόμενο και στις στοχεύσεις του εκάστοτε τηλεπαιχνιδιού.

Μια «ποπ κουλτούρα» μαζικής εκτόνωσης

Την στιγμή που η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων στενάζει σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης και γενικότερης υποχώρησης του βιοτικού επιπέδου, η ιδεολογική παρέμβαση των μεγάλων πολυεθνικών ομίλων και των ΜΜΕ που αυτοί ελέγχουν παίζει έναν σημαντικό ρόλο στη συκοφάντηση των αγώνων, την καλλιέργεια της διασπαστικής ατομικής λύσης και στην αποθέωση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Η πολιτιστική παρέμβαση της αστικής τάξης και μέσω των reality δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής, καθώς αυτά τυχαίνουν μεγάλης προώθησης και απήχησης στον λαό. Τα προγράμματα αυτά έχουν κατηγορηθεί ως «τηλεοπτικά σκουπίδια», όμως η κριτική εναντίον τους δεν πρέπει να εξαντλείται σε κριτική ποιότητας. Γιατί τελικά αυτά τα προγράμματα πετυχαίνουν το σκοπό τους: Προσφέρουν μια αξιοσημείωτη αποφόρτιση από τα ζητήματα της καθημερινότητας με προσεκτικές δόσεις αδρεναλίνης, αγωνίας και συναισθήματος, όλα αυτά δεμένα με το πανταχού παρόν δόγμα «ο θάνατός σου η ζωή μου». Συνδυάζονται με αντίστοιχα ρεύματα της λεγόμενης ποπ κουλτούρας (όπως η περιβόητη «τραπ») που προωθούν τα ίδια ιδανικά.

Οι νέοι αγωνιστές, πολύ περισσότερο οι νέοι κομμουνιστές που δρουν σε χώρους δουλειάς, σπουδών, στις γειτονιές όπου ζει η νεολαία των εργατικών – λαϊκών οικογενειών, προτάσσουν τον πολιτισμό της δημιουργίας, της αλληλεγγύης, της συλλογικότητας, της κοινωνικής αλλαγής. Καλούν σε επαφή με την πλούσια λογοτεχνία, μουσική και εν γένει καλλιτεχνική δημιουργία του λαού μας, συμβάλλοντας ενεργά και στον περαιτέρω πλουτισμό της. Έχουν μόνιμο μέτωπο με τον πολιτισμό της αποχαύνωσης και της εκτόνωσης. Χωρίς ελιτισμό, αλλά όντας κι εμείς κομμάτι του κοινού στο οποίο απευθύνονται τα reality, αξίζει να ανοίγουμε την κουβέντα για τις αξίες που αυτά προάγουν και για τον ρόλο τους.

Πηγή: 902.gr

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: