30 Οκτώβρη 1944: Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον ΕΛΑΣ και η «αντικειμενικότητα» της αστικής ιστοριογραφίας

«”Αντικειμενικά” όλα αυτά μας λένε. Ταξικά όλα αυτά θα απαντούσαμε.
Ας λυσσάνε όσο θέλουνε οι μαύροι κονδυλοφόροι. Εμείς είμαστε εδώ και συνεχίζουμε!»
Γ. Μαργαρίτης

Σαν σήμερα, στις 30 του Οκτώβρη 1944, τμήματα της ΧΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ απελευθερώνουν την Θεσσαλονίκη.

Με αφορμή την επέτειο, παραθέτουμε ολόκληρη την ομιλία του Γιώργου Μαργαρίτη, καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ, που δόθηκε την Κυριακή 6 του Νοέμβρη 2016, στην εκδήλωση της ΚΟ Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ για να τιμηθούν τα 72 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης από τον ΕΛΑΣ. Η ομιλία παρατίθενται και σε βίντεο (του 902.gr).

***

Φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι,

Στις 30 Οκτωβρίου 1944, τα πρώτα τμήματα του ΕΛΑΣ έκαναν την εμφάνισή τους, προσεκτικά στην αρχή, στα κεντρικά σημεία της πόλης της Θεσσαλονίκης. Οι τελευταίοι Γερμανοί βρίσκονταν ήδη στον δρόμο για το βορρά παίρνοντας μαζί τους και πολλούς από εκείνους που τάχθηκαν με την με την υπόθεση του ναζισμού και της Νέας Ευρώπης. Το τελευταίο κομμάτι της πόλης που βρισκόταν κάτω από την εξουσία του κατακτητή και των τοπικών συνεργατών του ελευθερωνόταν. Οι ένοπλοι Χωροφύλακες, τρομοκράτες και συμμορίτες, οχυρωμένοι σε κτίρια στο κέντρο της πόλης άρχισαν να παραδίνονται ομαδικά. Τα όπλα που τους έδωσε ο κατακτητής για να δολοφονήσουν αγωνιστές και τον λαό της πόλης πέρναγαν στα χέρια του νικητή ΕΛΑΣ.

30 Οκτώβρη 1944: Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον ΕΛΑΣ και η «αντικειμενικότητα» της αστικής ιστοριογραφίας

30 Οκτώβρη 1944: Ο Ευρ. Μπακιρτζής επικεφαλής της ΧΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ που μπαίνει στην Θεσσαλονίκη

Ο λαός βγήκε στους δρόμους εορταστικά. Παρελάσεις, στεφανώματα, επιγραφές στους τοίχους και στα εκατοντάδες πλακάτ που έφεραν οι διαδηλωτές, έδιναν τον παρονομαστή όλων αυτών που η Απελευθέρωση σήμαινε για του λαό μας. Όλοι πίστευαν ότι η εποχή των εγκλημάτων είχε περάσει, για να μην ξανάρθει πλέον.

Όλοι πίστευαν ότι οι υίαινες που έκτισαν περιουσίες στην Κατοχή, ανάμεσά τους και όλοι αυτοί που επωφελήθηκαν άμεσα από την εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης και βρέθηκαν με τις περιουσίες των θυμάτων στα χέρια τους θα τιμωρούνταν με τον τρόπο που τιμωρείται το έγκλημα σε κάθε πολιτεία όπου υπάρχει έστω και στοιχειώδες σύστημα δικαίου.

Για το λαϊκό, το αντιστασιακό κίνημα ήταν μια ημέρα νίκης. Η Απελευθέρωση δεν ήταν υπόθεση μιας μέρας, υπόθεση μιας στιγμής. Ήταν μια βασανιστική αιματηρή πορεία που ολοκληρωνόταν τη μέρα εκείνη. Επρόκειτο για την ολοκλήρωση του νικηφόρου αγώνα που ξεκίνησε στα 1941, από τις πρώτες ημέρες της Κατοχής, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας ανέλαβε το βαρύ και δύσκολο έργο να μεταπλάσει τις μαχητικές διαθέσεις του λαού μας, την άρνηση του να υποταχθεί στον ναζισμό και στον φασισμό όπως την έκφρασε στα βουνά της Αλβανίας ή στη μάχη της Κρήτης, σε αγώνα για τη λαϊκή εξουσία, για πραγματική εθνική και ταυτόχρονα κοινωνική απελευθέρωση του κόσμου του μόχθου και της εργασίας. Για ανατροπή του άδικου, για Λαοκρατία, έτσι όπως την ένοιωθε ο Λαός -το τέλος της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο- και όχι όπως την εννοούσε ο λαοπλάνος δημαγωγός, ο Παπανδρέου.

Το ΚΚΕ ίδρυσε και οργάνωσε το ΕΑΜ παρά και ενάντια στην αδιάφορη και προοδευτικά εχθρική στάση όλων των αστικών κομμάτων. Ίδρυσε και οργάνωσε τον ΕΛΑΣ παρά την ανοικτά εχθρική στάση των ηγετικών στελεχών του στρατού -που έβλεπαν μάλλον προς την Μέση Ανατολή ή την κατοχική κυβέρνηση της Αθήνας, προς τη μεριά της αποκατάστασης της μεταπολεμικής αστικής εξουσίας δηλαδή.

Από το καλοκαίρι κιόλας του 1943, στον δεύτερο κιόλας χρόνο της Κατοχής, ο ΕΛΑΣ απελευθέρωνε περιοχές ολόκληρες της ελληνικής γης. Η Ελεύθερη Ελλάδα γινόταν κράτος, η λαϊκή εξουσία γινόταν καθεστώς. Παιδεία, δικαιοσύνη, τέχνη, πρόνοια, αλληλεγγύη, έκτιζαν μια νέα πραγματικότητα που ποτέ πριν, στον βίο του σύγχρονου κράτους της Ελλάδας δεν είχε δει και δεν είχε απολαύσει ο λαός μας.

Στην τελική ευθεία, όλοι περίμεναν, πως όσα χτίστηκαν στον απελευθερωτικό αγώνα, όλα αυτά που άντεξαν στις λυσσασμένες επιθέσεις του κατακτητή και των εγχώριων συνεργατών του, αυτά που απάντησαν με επιτεύγματα στις συκοφαντικές επιθέσεις της αντίδρασης, θα γίνονταν καθεστώς, λαϊκό καθεστώς, όταν επιτέλους οι κατακτητές θα έφευγαν από αυτόν τον τόπο.

Στην ίδια τη Θεσσαλονίκη, εφεδρικός και τακτικός ΕΛΑΣ είχαν από καιρό ζώσει Γερμανούς και ποικιλώνυμους ταγματασφαλίτες στο κέντρο της πόλης. Από τα μέσα Οκτωβρίου οι περισσότερες, οι λαϊκές συνοικίες της πόλης ήσαν ελεύθερες. Ο εφεδρικός ΕΛΑΣ, η ΟΠΛΑ, η Πολιτοφυλακή, προχωρούσαν τετράγωνο το τετράγωνο, μαχαλά με μαχαλά δίνοντας σκληρές μάχες εκεί όπου ο εχθρός αντιστεκόταν. Από τις 28 Οκτωβρίου το Αρχηγείο της ΟΜΜ του ΕΛΑΣ βρισκόταν ήδη στην Άνω Πόλη.

@@

Ετούτη την ημέρα νίκης για το λαϊκό κίνημα τιμούμε σήμερα εδώ. Ανασύρουμε τα τότε γεγονότα από το απέραντο υλικό της ιστορίας -της ιστορίας των λαϊκών αγώνων πιο ειδικά. Γεγονότα δικαίωσης, θριάμβου, νίκης. Γεγονότα που πιστοποιούν τη δύναμη των λαών τη δύναμη, του λαού μας, του λαού της πόλης μας, όταν πάρουν την τύχη τους στα δικά τους χέρια, όταν οι ίδιοι υπαγορεύσουν το μέλλον τους.

Για όλους εμάς που μελετούμε την ιστορία όχι για λόγους συλλεκτικούς, όχι στο όνομα της διαχειρίσιμης μνήμης και της συνακόλουθης “επικοινωνίας”, όχι στο πλαίσιο μιας ουτοπικά “αντικειμενικής” ιστορίας, μιας ιστορίας του “πολιτικά ορθού” έτσι όπως την επιθυμεί η άρχουσα τάξη, αλλά αντίθετα τη μελετούμε με στόχο να αλλάξουμε τον κόσμο, η ανάδειξη των νικηφόρων για το λαϊκό κίνημα στιγμών του χθες, έχει ιδιαίτερη σημασία. Αλλά επειδή ακούω ήδη κραυγές από την πλευρά αστών ιστορικών περί “στρατευμένης” προσέγγισης, περί “πολιτικής χρήσης της ιστορίας” και τα τοιαύτα, ας σταθώ λίγο σε τούτο εδώ το σημείο.

Η επιστημονική προσέγγιση της ιστορίας, ή αν προτιμάτε για ν’ αποφύγουμε την ακαδημαϊκή ορολογία που συσκοτίζει ενίοτε αντί να φωτίζει τα γεγονότα, ο προσδιορισμός με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια των όσων -μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας- έγιναν στο παρελθόν και η έλλογη ταξινόμηση και ερμηνεία τους, είναι, αυτή καθεαυτή η διεργασία που μας οδηγεί με βεβαιότητα στην πεποίθηση ότι ο κόσμος άλλαζε, αλλάζει, μπορεί να αλλάξει. Αντλούμε γνώση, εμπειρία, δεξιότητες από το χθες, εφόδια αναγκαία, απαραίτητα, για να παλέψουμε το σήμερα και να χτίσουμε το αύριο. Αυτό είναι επιστημονικότητα -όχι η αντιεπιστημονική έννοια της “αντικειμενικότητας” που στηρίζει την προσφιλή στο αστικό ή στο όποιο κυρίαρχο κατεστημένο, θέση των “ίσων αποστάσεων” – στην ιστορία.

“Ίσες αποστάσεις” που όμως ποτέ δεν είναι ίσες στην αστική ιστοριογραφία. Η ιστορία των βασιλέων, των ηγεμόνων, των ιεραρχών, των πρωθυπουργών, των στρατηγών, ίων βιομηχάνων, των καπιταλιστών και όλων συλλήβδην των ταγών της αστικής εξουσίας ή όποιας εξίσου ταξικής εξουσίας που διεφέντευσε στο παρελθόν τις τύχες των ανθρώπινων κοινωνιών βρίσκεται στην καρδιά ετούτης της “αντικειμενικότητας” που μας διαφημίζουν. Μονοπώλιο είναι ετούτη η

“αντικειμενικότητα”. Τα έργα του ανθρώπινου μόχθου, η τύχη του μόχθου αυτού κάτω από συστήματα εκμετάλλευσης κλοπής και λεηλασίας, η τύχη των φτωχών, οι αγώνες των λαών, το κίνημα των εργαζόμενων κάθε εποχής, η πάλη του προλεταριάτου για το δίκηο και την απελευθέρωση του κόσμου ολόκληρου από τις πολύμορφες σχέσεις εκμετάλλευσης, Α! όχι! Ολα ετούτα παραδόξως, δεν χωρούν στη ζυγαριά του “αντικειμενικού”.

Στην “αντικειμενική ιστορία” των αστών -όπως και των προγενέστερών τους εκμεταλλευτών- οι μόνοι αγώνες των λαών οι οποίοι αξίζει να μνημονεύονται είναι εκείνοι που έγιναν στο όνομα του συμφέροντος των αφεντικών και δυναστών τους. Για τούτο και οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι έχουν την τιμητική τους σε όσα πρέπει να θυμούνται επιλεκτικά οι λαοί. Για τούτο και οι μόνοι “ηρωικοί νεκροί” που αξίζουν να μνημονευθούν και να τιμηθούν στα σχολικά βιβλία είναι εκείνοι που σκοτώθηκαν όχι για τα δικά τους συμφέροντα ή τα αντίστοιχα της τάξης τους, αλλά εκείνοι που σκοτώθηκαν για να υπηρετήσουν τα συμφέροντα των αφεντικών τους.

Από αυτή την άποψη θεωρώντας -πάντοτε “αντικειμενικά” μην το ξεχνούμε αυτό- την ιστορία οι νεκροί στις γραμμές του ΕΛΑΣ δεν μετρούν. Αντίθετα μετρούν και τιμούνται, λόγου χάρη, οι νεκροί της πραιτωριανής 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας που -με προσωπική εντολή του Τσώρτσιλλ “ματώθηκαν”, του Σεπτέμβριο του 1944, με σκηυοθετημέυο μέτρο (φθάνει τόσοι; ή να σκοτωθούν λίγοι παραπάνω, βρίσκουμε στην αλληλογραφία των στρατηγών με τον Τσώρτσιλλ) στο Ρίμιυι της Ιταλίας έτσι ώστε να αποκτήσουν ηρω’ίκή βιτρίυα και κύρος για να μπορέσουν από καλύτερες “ηθικά” θέσεις να ματοκυλίσουν τον λαό της Αθήνας του Δεκέμβρη του 1944.

“Αντικειμενικά” όλα αυτά μας λένε. Ταξικά όλα αυτά θα απαντούσαμε.

@@

Αλλά βρισκόμαστε σε καιρούς -μας λένε- δεύτερης φοράς αριστερός. Και καθότι η σοσιαλδημοκρατία, που αυτοορίζεται ως αριστερά, έχει την ίδια ανάγκη καπήλευσης των λαϊκών αγώνων του χθές όση είχε το ΠΑΣΟΚ της “αναγνωρισμένης” Εθνικής Αντίστασης τριάντα και περισσότερα χρόνια νωρίτερα, φέτος γιορτάστηκε, επίσημα και τελετουργικά η Απελευθέρωση της Αθήνας και η αντίστοιχη της Θεσσαλονίκης.

Γιορτάστηκε -το φαντάζεστε προφανώς- με “αντικειμενικότητα”. Αυτό σημαίνει ότι τιμήθηκαν εξίσου οι θύτες και τα θύματα. Δίπλα στο ηρωικό Α’ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ της Αθήνας αυαδείχθηκε -πονηρά- ως αντιστασιακή οργάνωση η ΠΕΑΝ. Πρόκειται για το ίδιο κόλπο που τότε μεθόδευσαν τα όχι και τόσο “υπόγεια” επιτελεία της αστικής τάξης -αυτά των Ζαλοκώστα, Μαρκεζίυη, Χρυσόστομου, Βευτήρη, Σπηλιωτόπουλου, Έβερτ- που καπηλεΰθηκαν την πρώτη αγωνιστική σταδιοδρομία της οργάνωσης αυτής (ανατίναξε θυμίζω στα 1942 τα γραφεία της ναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ στην Αθήνα και στη συνέχεια τα μέλη της εξοντώθηκαν σε συλλήψεις και ενέδρες) για να εξωραίσουν όχι απευθείας τα Τάγματα Ασφαλείας αλλά εμμέσως τους τροφοδότες και στρατολόγους τους. Πραγματικά η καπηλευόμενη τον τίτλο της ΠΕΑΝ του 1942, ΠΕΑΝ του 1944 είναι μέρος των Εθνικών Οργανώσεων που συντόνιζε ο Βεντήρης και που συγκοινωνούσε ποικιλότροπα με τα Τάγματα Ασφαλείας και τον κρατικό κατασταλτικό μηχανισμό της Ελληνικής Πολιτείας, του κατοχικού ναζιστικού καθεστώτος δηλαδή, που υπηρέτησε ως πρωθυπουργός και ο Ιωάννης Ράλλης.

Εδώ πάλι στη Θεσσαλονίκη μνημονεύτηκε ο ΕΔΕΣ -στο όνομα της “αντικειμενικότητας” πάντα και των “ίσως αποστάσεων”. Ποιός ήταν και τι γύρευε ο ΕΔΕΣ εδώ στην Κεντρική Μακεδονία; Μα τα Τάγματα Ασφαλείας ήτανε και οι αντικομμουνιστικές συμμορίες που έστησαν οι Γερμανοί και οι Έλληνες ναζί. Με βάση βρετανικό σχέδιο και “ερμηνεύοντας” κατά τα δικά τους συμφέροντα τη Συμφωνία της Καζέρτας, όλες ετούτες οι αγέλες δολοφόνων, “προσχώρησαν” -κατά τη βρετανική συνταγή- στο συμμαχικό στρατόπεδο (αφού βεβαίως βεβαιώθηκαν ότι οι Γερμανοί είχαν φύγει – έτσι για να μην υπάρξουν δυσάρεστες παρεξηγήσεις) και έθεσαν τα γερμανικά όπλα τους στην υπηρεσία του συμμαχικού αγώνα (του αγώνα εναντίον του ΕΛΑΣ εννούσαν και αυτοί και οι Βρετανοί). Απελευθερωτές λοιπόν και αυτοί αν θέλουμε να είμαστε “αντικειμενικοί” έτσι ώστε στο τέλος να χάσει κάθε νόημα η έννοια Απελευθέρωση.

Στο τελευταίο αυτό υπήρξαν όμως και πιο προχωρημένες θέσεις. Έτσι ξαφνικά -εν αιθρία- εμφανίστηκαν μαζικά σε εφημερίδες, έντυπα, κανάλια αλλά και σε πολύ αξιοσέβαστους χώρους -όπως είναι ο ηλεκτρονικός “διάλογος” των πανεπιστημιακών του ΑΠΘ- σε σχετικά ή σε άσχετα με την υπόθεση σημεία, όροι του τύπου “αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα”, για να μνημονεύσουν και ερμηνεύσουν την επέτειο. “Αποχώρηση” απαντούσαν στα σχετικά ερωτήματα καθότι ο όρος Απελευθέρωση προϋποθέτει πολέμους και συγκρούσεις, κάτι σαν κι αυτό που συμβαίνει στη Μοσσούλη του Ιράκ. Εδώ, μας λένε οι Γερμανοί “αποχώρησαν” όταν έκριναν ότι το σωτήριο έργο τους ολοκληρώθηκε ως προς την Ελλάδα.

Το γεγονός ότι οι κατακτητές έφυγαν σε συνθήκες πολέμου και σκληρών συγκρούσεων, ότι χρησιμοποίησαν ως οπισθοφυλακές όλες τις συμμορίες του ελληνικού ναζισμού και δωσιλογισμού -μέχρι την τελευταία στιγμή στην υπηρεσία των αφεντικών τους οι τελευταίες- αυτό δεν μπορεί να μετρήσει. Τους πολεμούσε τους κατακτητές μόνος ο ΕΛΑΣ βλέπετε και ο ΕΛΑΣ δεν ανήκε σε εκείνους τους στρατούς που χύνουν το αίμα των πολεμιστών τους για τα συμφέροντα των λίγων, για τη διαιώνιση του καθεστώτος της κοινωνικής δουλείας, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, της δικτατορίας της αστικής τάξης και του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο ΕΛΑΣ πολεμούσε για τα συμφέροντα των πολλών, των εργατών, των αγροτών του λαού της χώρας, για το δίκηο, τη λευτεριά, την ανεξαρτησία της χώρας και, ως εκ τούτου ήταν “παράτυπος” -δεν είχε δικαίωμα να πολεμά, δεν είχε δικαίωμα υα αγωνίζεται. Παρατυπία ήταν ο λαϊκός πόλεμος ως προς την τάξη και του κόσμο των αστών, είτε αυτοί ήταν θαυμαστές του ναζισμού, είτε αντίστοιχοι της αγγλικής ιμπεριαλιστικής και αποικιοκρατικής λογικής, είτε ήταν απλά αστοί, οπαδοί της “ελευθερίας” εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Για όλους αυτούς ο πόλεμος του ΕΛΑΣ, η νίκη του ΕΛΑΣ κάθε άλλο παρά “απελευθέρωση” ήταν.

Εξάλλου όλος αυτός ο καλός και όμορφος κόσμος την είχε γιορτάσει την “απελευθέρωση”. Την είχε γιορτάσει του Απρίλιο του 1941, όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν αγέρωχοι και μηχανοκίνητοι στην Ελλάδα και την “απελευθέρωναν”, όπως οι ίδιοι έλεγαν και όπως έγραφαν πανηγυρίζοντας -πριν ακόμα τους υποδείξει τίποτε η όποια λογοκρισία-πάμπολλες εφημερίδες στις μεγάλες και μικρές πόλεις της χώρας, από την απειλή του μπολσεβικισμού, και από την φιλοαγγλική δικτατορία των Μεταξά-Γεωργίου. Εδώ στην Θεσσαλονίκη, είχε υποδεχθεί τους κατακτητές ως “απελευθερωτές” μεγάλο μέρος και της πνευματικής ελίτ με επικεφαλής γερμανολάτρες και ναζιστές καθηγητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, όπως ο περίφημος Βιζουκίδης. Σκηνές που αποτυπώθηκαν στις πολύ γνωστές φωτογραφίες δικές του και άλλων ταγών του ελληνικού αστικού πνεύματος, στον Βαρδάρη (όπου έραιναν με άνθη μιλώντας             επιδεικτικά γερμανικά τους πρώτους μοτοσυκλετιστές που έφθαναν στην πόλη). Πώς λοιπόν όλοι ετούτοι εδώ και οι πολιτικοί και κοινωνικοί τους απόγονοι           να θεωρήσουν “απελευθέρωση” την “αποχώρηση” των ελευθερωτών τους;

Είναι φυσικό να ενοχλούνται όλοι αυτοί από την λέξη “Απελευθέρωση”, έννοια ύποπτη καθώς παραπέμπει στην μύχια επιθυμία των ανθρώπων του μόχθου και της δουλειάς να απαλλαγούν από τα δεσμά της ταξικής εκμετάλλευσης, της αστικής δικτατορίας.

@@

Μετά την «απελευθέρωση», η άλλη έννοια που υποφέρει στους θεσμικούς και επίσημους εορτασμούς είναι η «ενότητα». Όλοι λέει χαίρονταν τις μέρες που οι Γερμανοί υποχωρούσαν κυνηγημένοι και ηττημένοι από την Ελλάδα. Όλοι γιόρταζαν στους δρόμους και όλοι υποδέχονταν την λευτεριά με τον ίδιο και τον αυτό τρόπο, χτίζοντας πάνω

σε αυτήν τις ίδιες προσδοκίες, τις ίδιες ελπίδες, τις ίδιες επιδιώξεις. Όλοι μαζί εκείνη την ημέρα, όλοι μαζί στις 12 Οκτωβρίου στην Αθήνα, όλοι μαζί στις 30 Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη.

Τονίζουν στις επίσημες τελετές τις συμφωνίες που έβαζαν τάξη και κανόνες στην Απελευθέρωση. Την συμφωνία της Καζέρτας ειδικά που πιστοποίησε την στρατιωτική ενότητα στη βάση της πολιτικής αντίστοιχης που επιτεύχθηκε -με τον τρόπο που επιτεύχθηκε- στην συνδιάσκεψη του Λιβάνου. Και περιγράφουν τα όσα συνέβησαν ως μία κοινή γιορτή, θυτών και θυμάτων, αφεντικών και δούλων, πλούσιων και φτωχών, πατριωτών και δωσίλογων. Ποτέ δεν έρχονται έτσι τα πράγματα στην ιστορία. Ούτε τον Οκτώβριο του 1944 έγιναν έτσι.

Τι ήτανε ετούτη η ενότητα τις μέρες της Απελευθέρωσης; Ενότητα απατηλή και «εργαλειακή». Ένα είδος ανακωχής που θα επέτρεπε στην αντίδραση να αναδιοργανώσει τις δυνάμεις της, να στηρίξει το κράτος και την εξουσία της πάνω στα όπλα του νέου ισχυρού της προστάτη: του Βρετανού στη θέση του ηττημένου Γερμανού δυνάστη. Οι «ενωτικές» διαταγές του Βρετανού στρατηγού Σκόμπυ υποδείκνυαν με ευκρίνεια τον σταθερό εχθρό. Όλες τους αποσκοπούσαν στο να κρατήσουν τις δυνάμεις του λαϊκού στρατού όσο το δυνατό πιο μακριά από τις μεγάλες πόλεις: την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη ιδιαίτερα.

Η πρόφαση ήταν η διατήρηση της τάξης και με τον όρο αυτό εννοούσαν την διασφάλιση της κοινωνικής τάξης την οποία εμφανώς θα προστάτευαν -καλύτερα από τον ΕΛΑΣ- οι ακόμα γερμανοοπλισμένες υπηρεσίες του Κατοχικού κράτους, η Χωροφυλακή και η Αστυνομία. Η απομάκρυνση του ΕΛΑΣ από τις πόλεις θα επέτρεπε την εγκατάσταση και την συγκέντρωση σε αυτές σε αυτές -φανερά ή κρυφά, όλων των αντεπαναστατικών, αντιλαϊκών δυνάμεων. Τις πόλεις αυτές θα τις μετέτρεπαν σε βάσεις έτσι ώστε, μόλις η βρετανική συνδρομή και βοήθεια έστηνε στα πόδια του το μετακατοχικό κράτος – άμεση συνέχεια του κατοχικού, όπως το έβλεπαν- να επιβάλουν και πάλι στον ελληνικό λαό την θέληση των λίγων, τη νέα δουλεία.

Την ίδια ώρα που εξυμνούσαν την εθνική ενότητα και που κατηγορούσαν το λαϊκό, το αντιστασιακό κίνημα ότι δήθεν διασπούσε την ενότητα αυτή, οι ίδιοι προετοίμαζαν την βίαιη επιβολή του δικού τους κράτους και του δικού τους νόμου δια πυρός και σιδήρου. Τις ημέρες που υπογραφόταν η συμφωνία της Καζέρτας, στις ακτές γύρω από την Αθήνα, στο Πόρτο Ράφτη και στο Αυλάκι, οι Βρετανοί ξεφόρτωναν -κάτω από την γεμάτη κατανόηση γερμανική επιτήρηση- τόνους όπλων και πυρομαχικών, για να εξοπλίσουν την «X», την Αστυνομία, την Χωροφυλακή, το Μηχανοκίνητο του Μπουραντά, τις δωσίλογες Εθνικές Οργανώσεις, αλλά και τους διασωθέντες ταγματασφαλίτες της Πελοποννήσου που μεταφέρονταν κρυφά από τις Σπέτσες όπου τάχα θα τους περιόριζαν οι Βρετανοί, στην Αθήνα, στο Γουδί, όπου θα περίμεναν την Ορεινή Ταξιαρχία για να συμπολεμήσουν μαζί της.

Φαίνεται παράξενο ότι τις ίδιες εκείνες ημέρες οι αποχωρούντες Γερμανοί εξόπλιζαν και αυτοί με δικά τους πλεονάσματα τις ίδιες και τις αυτές ομάδες, τα ίδια στρατιωτικά και παραστρατιωτικά σώματα;

Στο Λονδίνο, στα ξενοδοχεία της Ιταλίας όπου έδρευε η κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως, στα πολυτελή διαμερίσματα του Κολωνακίου, στην Αρχιεπισκοπή ή στη Μονή Πετράκη, όπου εξυφαίνονταν οι προετοιμασίες για πραξικοπηματική επιβολή μιας μεταπολεμικής τάξης κατ’ εικόνα και ομοίωση της κατοχικής ή και της μεταξικής προπολεμικής αντίστοιχης, ουδείς ασχολιόταν με το ζήτημα της «ενότητας» εθνικής ή άλλης. Εκεί ήξεραν τον εχθρό τους, ήξεραν ότι όσα κέρδισε ο λαός μας πολεμώντας τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους έπρεπε να του αφαιρεθούν με το καλό ή με το άγριο. Οι παλλαϊκές οργανώσεις έπρεπε να σταματήσουν, ο ΕΛΑΣ, ο ένοπλος λαός να αφοπλιστεί, το ΚΚΕ, ο οργανωτής, ο οδηγός, ο αιμοδότης των λαϊκών αγώνων, έπρεπε να συντρίβει, να απομονωθεί, να διαλυθεί με κάθε τρόπο και μέσο.

Δεν έκαναν εκπτώσεις, δεν έκαναν παραχωρήσεις, δεν έκαναν συμβιβασμούς στα επιτελεία της αντίδρασης. Γι αυτούς ήταν ζήτημα ζωής να γυρίσει ο λαός υποταγμένος, τρομαγμένος, παραδομένος κάτω από τα σκήπτρα της εκμεταλλευτικής τους εξουσίας. Τα περί ενότητας ήταν στάχτη στα μάτια, λόγια κίβδηλα για να κοιμίσουν τον λαό και να τον νικήσουν πιο εύκολα. Στον ταξικό αγώνα δεν υπάρχουν ενότητες με τους απέναντι. Με εκείνους που ζούν, που θησαυρίζουν από τη λεηλασία του μόχθου των πολλών. Με εκείνους που θυμούνται πατρίδα και έθνος, μόνο όταν χρειάζεται να θυσιάσουν τους πολλούς στο βωμό των δικών τους ιδιοτελών συμφερόντων. Και που ξεχνούν πατρίδα και λαούς, τρέχουν υποτακτικά πίσω από κάθε κατακτητή, πολεμούν μαζί του ενάντια στην ίδια τους την πατρίδα και του λαό αν χρειαστεί, όποτε τα συμφέροντά τους τους δείχνουν ετούτο το δρόμο.

Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα. Ο λαός έχει.

Και σήμερα, στις επίσημες τελετουργίες ποια ενότητα γιορτάζουν; Εκείνη την ψεύτικη που η μόνη της χρησιμότητα είναι να στρεβλώνει την ιστορία, να κρύβει κάτω από το χαλί τα εγκλήματα της άρχουσας τάξης, τα εγκλήματα του καπιταλισμού και να εξωραΐζει το πρόσωπό του; Μια «ενότητα» που σήμερα, όπως και χθες, έχει του ίδιο ορατό στόχο: την προφύλαξη του αστικού συστήματος από τα βάρη των εγκλημάτων του, από την συλλήβδην προδοσία πατρίδας, λαού, έθνους, από την συμπορευσή του με κατακτητές ναζί, εγκληματίες, ιμπεριαλιστές, αποικιοκράτες και όλους όσους η αγία οικογένεια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής τοποθετεί στην κορυφή της πολιτικής εξουσίας.

Μια «ενότητα» που έχει στόχο τη διαιώνιση του εκμεταλλευτικού συστήματος, της αδικίας, και τη θωράκισή τους από την απειλή που προέρχεται από την ιστορική μνήμη, από την εμπειρία των λαών.

Όχι, δεν θα γιορτάσουμε εμείς ετούτη την κίβδηλη δήθεν «απελευθέρωση» των σοσιαλδημοκρατών. Δεν θα εξυβρίσουμε, δεν θα ειρωνευτούμε μαζί τους τον λαό μας και τους αγώνες του.

@@

Φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι,

Πριν λίγες ημέρες γνωστός δημοσιογράφος σε εφημερίδα που ιστορικά αποτελεί μια από τις βασικές ναυαρχίδες του ελληνικού αστισμού ειρωνεύτηκε και λοιδώρησε την φράση του συντρόφου Γόντικα σε εκδήλωση για του Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Η φράση ήταν -νομίζω- «Ο Γράμμος έπεσε, εμείς είμαστε εδώ και συνεχίζουμε».

Έχω την αίσθηση ότι στη σημερινή επετειακή μας εκδήλωση μπορούμε να λοιδωρήσουμε τις μαύρες πένες της αστικής ειδησεογραφίας και να διακηρύξουμε, όχι κάτι το ρητορικό, το φτιαχτό ή το κατασκευασμένο, αλλά τα γεγονότα τα ίδια, έτσι όπως η επιστημονική ιστορική έρευνα τα ανασύρει από τη λήθη και τη στρέβλωση και τα κάνει όπλα στην αλλαγή του κόσμου.

Η Απελευθέρωση -της Αθήνας στις 12 Οκτωβρίου, της Θεσσαλονίκης στις 30 Οκτωβρίου- ήταν νίκη του λαού μας, δικαίωση των αγώνων του. Πιστοποιεί ότι οι λαοί μπορούν να νικήσουν, οργανωμένοι, αποφασισμένοι, μαχητικοί. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας οργάνωσε και οργανώνει, ενέπνευσε και εμπνέει τους εργάτες, τους εργαζόμενους, τους λαούς και τους οδηγεί σε αυτόν τον αγώνα, σε αυτή την προοπτική. Έτσι έγινε τότε, έτσι θα ξαναγίνει αύριο, όσες φορές χρειαστεί, μέχρι να χαθεί στο βάθος του ιστορικού χρόνου η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, οι πόλεμοι και όλα τα εγκλήματα που εκπορεύονται από την συνθήκη αυτή.

Ας λυσσάνε όσο θέλουνε οι μαύροι κονδυλοφόροι. Εμείς είμαστε εδώ και συνεχίζουμε!

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: