Η άνοδος των Ναζί στην εξουσία

Στις 30 Γενάρη 1933, oι Ναζί ανέλαβαν την εξουσία ελέω των Γερμανών βιομηχάνων και τραπεζιτών. Από τα σπλάχνα του καπιταλισμού και της αντεπανάστασης, που γέννησαν και την ίδια την αστική Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η ανοιχτή φασιστική δικτατορία του κεφαλαίου ήταν συνέχεια αυτής της αστικής δημοκρατίας, προσαρμοσμένη κατά τις ανάγκες του κεφαλαίου στις νέες ντόπιες και διεθνείς συνθήκες.

Στις 30 Γενάρη 1933, ο «αρχηγός» του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος Α. Χίτλερ ορίστηκε από τον Πρόεδρο Π. Χίντεμπουργκ καγκελάριος της Γερμανίας. Η ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από τους Ναζί έχει αποδοθεί ανά καιρούς από διάφορους αστούς και οπορτουνιστές ιστορικούς/πολιτικούς αναλυτές σε μια σειρά από παράγοντες και κυρίως: α) Την «ευάλωτη» Δημοκρατία της Βαϊμάρης, που στάθηκε αδύνατη να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι στις «αντιδημοκρατικές» και «αντιθεσμικές» δυνάμεις που την «επιβουλεύονταν», και β) Την αδυναμία «συνεννόησης» των λεγόμενων «δημοκρατικών» – «αντιφασιστικών» δυνάμεων σε ένα πολιτικό μπλοκ, ικανό να αναχαιτίσει την επέλαση των Ναζί.

Η εκλογική άνοδος των Ναζί

Από τις εκλογές του Μάη 1928 έως τις εκλογές του Νοέμβρη 1932, οι Εθνικοσοσιαλιστές αύξησαν τα ποσοστά τους από 2,6% σε 33,09%. Πού στηρίχτηκε εκλογικά η άνοδος των Ναζί;

— Στους «απογοητευμένους» ψηφοφόρους των Σοσιαλδημοκρατών και Κομμουνιστών; Οχι. Το διάστημα 1928-1932, οι Σοσιαλδημοκράτες έχασαν μεν 1,9 εκατομμύρια ψήφους, ωστόσο οι Κομμουνιστές κέρδισαν 2,7 εκατομμύρια. Τουναντίον, οι Ναζί άντλησαν βασικά δυνάμεις από την εκλογική πτώση μιας σειράς αστικών κομμάτων, όπως του Γερμανικού Εθνικού Λαϊκού Κόμματος, του Γερμανικού Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος της Μεσαίας Τάξης (μόνο τα οποία, την εν λόγω περίοδο, απώλεσαν αθροιστικά 4,7 εκατομμύρια ψήφους).

Η άνοδος των Ναζί στην εξουσία

Στιγμιότυπο από ομιλία του Χίτλερ σε μπιραρία του Μονάχου

— Στους εργάτες και τους ανέργους; Οχι. Προφανώς οι Ναζί άντλησαν ψήφους και από την εργατική τάξη (ιδιαίτερα από τα πιο πολιτικά καθυστερημένα, καθώς και τα λούμπεν στοιχεία της), εκμεταλλευόμενοι τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης (1929-1933) με δημαγωγικά και ψευδεπίγραφα «αντικαπιταλιστικά» συνθήματα. Ομως, όπως έχουν καταλήξει σχετικά εδώ και καιρό «σχεδόν όλοι οι αναλυτές», η εκλογική δύναμη του γερμανικού φασισμού εδραζόταν κυρίως στις μικροαστικές και μεσοαστικές μάζες (ιδιαίτερα των αγροτικών – ημιαστικών περιοχών), τους αυτοαπασχολούμενους, τα λεγόμενα «λευκά κολάρα» (δημόσιοι, διοικητικοί υπάλληλοι κ.ο.κ.) και τους Προτεστάντες. Αντιθέτως, «η εκλογική στήριξη στους Εθνικοσοσιαλιστές ήταν, πράγματι, αρκετά αδύναμη στις εργατουπόλεις, όπου κυριαρχούσε η βιομηχανία και η εξόρυξη [και οι οποίες ήταν] προπύργια του SPD [Σοσιαλδημοκρατών] και του KPD [Κομμουνιστών]»[1]. Οι εργάτες και οι άνεργοι που εγκατέλειψαν τους Σοσιαλδημοκράτες την εν λόγω περίοδο μετακινήθηκαν πολιτικά/εκλογικά κυρίως στους Κομμουνιστές και όχι στους φασίστες[2].

Για να δούμε όμως ποιοι ήταν οι ουσιαστικοί παράγοντες πίσω από την άνοδο του φασισμού – ναζισμού στη Γερμανία, πρέπει να πιάσουμε το νήμα της Ιστορίας πολύ πιο πριν από την «επίμαχη» περίοδο 1929-1933.

Η γέννηση του φασισμού – ναζισμού

Ο φασισμός, είτε ως μορφή της αστικής ιδεολογίας είτε ως μορφή κατασταλτικού μηχανισμού είτε ως μορφή ανοιχτής δικτατορίας του κεφαλαίου, ξεπήδησε από τη μήτρα του καπιταλισμού και εντάχθηκε στο οπλοστάσιό του αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το επαναστατικό κύμα των εργατών, που σάρωνε την Ευρώπη στον απόηχο και της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης το 1917 στη Ρωσία. Και ενώ στην Ιταλία η αστική τάξη προχώρησε στην εγκαθίδρυση ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας (το 1922 υπό τον Μπ. Μουσολίνι), στη Γερμανία τον βρώμικο ρόλο της θωράκισης της κλυδωνιζόμενης αστικής εξουσίας ανέλαβε να διεκπεραιώσει η Σοσιαλδημοκρατία, οπλίζοντας και αξιοποιώντας προς αυτόν τον σκοπό μια σειρά από ένοπλες συμμορίες, που στη συνέχεια θα αποτελούσαν πηγή άντλησης δυνάμεων για τα ναζιστικά Τάγματα Εφόδου (SA).

Ακολούθως, για να συντριβεί η επανάσταση των εργατών στη Γερμανία (1918-1919), η κυβερνώσα Σοσιαλδημοκρατία επιστράτευσε τόσο την εκ των έσω υπονόμευση όσο και την αδυσώπητη καταστολή, τη φυσική εξόντωση. Είναι χαρακτηριστικό πως, σε αντίθεση με τα όσα προέβλεπε η Συνθήκη των Βερσαλλιών για τον αφοπλισμό, η γερμανική κυβέρνηση (με τις «ευλογίες» της Αντάντ) διατήρησε και ενίσχυσε τα ακροδεξιά παραστρατιωτικά σώματα της Εθνικής Πολιτοφυλακής («Einwohnerwehr» και «Orgesch») κ.ά., με το σαφές αιτιολογικό ότι «χωρίς οργάνωση η αστική τάξη δεν μπορεί να αντιταχθεί στους Κόκκινους, οι οποίοι αποτελούν τον πραγματικό κίνδυνο»[3]. Μέσα από τις ίδιες «ανάγκες» της αντεπανάστασης συγκροτήθηκε και το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (1918-1920), του οποίου ο Α. Χίτλερ τέθηκε επικεφαλής το 1921.

Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης

Στο διάστημα που μεσολάβησε έως την εκδήλωση της διεθνούς οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης το 1929, η συμμαχία της αστικής τάξης με τη Σοσιαλδημοκρατία συνεχίστηκε ως η ενδεδειγμένη «συνταγή» για την περαιτέρω ενσωμάτωση της εργατικής τάξης και τη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας.

Στο πλαίσιο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι ναζιστικές συμμορίες κ.ά. τέτοιες ομάδες αξιοποιήθηκαν (παράλληλα με τους επίσημους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους) για το σπάσιμο απεργιών, για δολοφονικές επιθέσεις κατά πρωτοπόρων εργατών και συνδικαλιστών και – κυρίως – κατά των κομμουνιστών. Για τις υπηρεσίες τους αυτές λάμβαναν άφθονη χρηματοδότηση από το βιομηχανικό και τραπεζικό κεφάλαιο. Από τους πρώτους χορηγούς των Ναζί υπήρξε ο βιομηχανικός κολοσσός της «Krupp», ενώ τη δεκαετία του 1920 προστέθηκαν στη σχετική λίστα οι μεγαλοβιομήχανοι Fritz Thyssen, Emil Kirdorf, Wilhelm Keppler, ο οίκος Stinnes (με χρήματα του οποίου κατέστη εφικτή το 1925 η ημερήσια έκδοση του ναζιστικού οργάνου «Volkischer Beobachter» από εβδομαδιαία που ήταν), καθώς και σημαντικοί παράγοντες των τραπεζών, όπως οι Kurt von Schroder και Hjalmar Schacht (τότε πρόεδρος της Reichsbank και κατόπιν υπουργός Οικονομικών των Ναζί) κ.ο.κ.[4]

Βεβαίως, τη δεδομένη περίοδο, μόνο ορισμένα τμήματα της γερμανικής αστικής τάξης στήριζαν τους Ναζί και αυτά για να διεκπεραιώνουν τον ρόλο τους ως ένα ακόμη μαντρόσκυλο των καπιταλιστών. Τη συνολική διαχείριση των συμφερόντων τους ως τάξη εξυπηρετούσε – προς το παρόν – καλύτερα η κοινοβουλευτική Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η στρατηγική συμπόρευση/κυβερνητική συμμαχία των Σοσιαλδημοκρατών με τα «παραδοσιακά» αστικά κόμματα.

Έτσι, όταν οι Ναζί επιχείρησαν το περιβόητο «πραξικόπημα της Μπυραρίας» στις 8-9 Νοέμβρη 1923, η αστική τάξη τούς «τράβηξε τα λουριά», καταστέλλοντας την κίνηση χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Παρ’ όλα αυτά τους διατήρησε ως «εφεδρεία», ρίχνοντας τους επικεφαλής τους στα «μαλακά»: Ο μεν στρατάρχης Ε. Λούντεντορφ αθωώθηκε πλήρως, ο δε Α. Χίτλερ καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλακή, εκ των οποίων εξέτισε μόλις 10 μήνες και αυτούς σε εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες κράτησης.

Διαμετρικά αντίθετη σε σκληρότητα υπήρξε η αντιμετώπιση της εξέγερσης των εργατών του Αμβούργου το ίδιο έτος, η οποία πνίγηκε στο αίμα, ενώ πάνω από 800 εργάτες και κομμουνιστές κλείστηκαν στη φυλακή.

Αντίστοιχα, το 1929 ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εσωτερικών Κ. Σέβερινγκ δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να θέσει εκτός νόμου τη βασική οργάνωση αυτοάμυνας της εργατικής τάξης «Κόκκινο Μέτωπο», αφήνοντας την ίδια στιγμή τα ναζιστικά Τάγματα Εφόδου να δρουν ανενόχλητα (τα SA τέθηκαν εκτός νόμου μόλις τον Απρίλη του 1932 και για λίγες μόνο βδομάδες). Για την Ιστορία, να σημειώσουμε πως το «Κόκκινο Μέτωπο» διέθετε τότε κοντά 130.000 μέλη: Μια υπολογίσιμη μάχιμη δύναμη, που θα μπορούσε να σταθεί δυναμικά απέναντι στη ναζιστική επιθετικότητα.

Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, επομένως (με άλλα λόγια το αστικό κοινοβουλευτικό καθεστώς εξουσίας που οικοδομήθηκε στη Γερμανία στα θεμέλια της αντεπανάστασης), δεν υπήρξε καθόλου αδύναμη απέναντι στους πραγματικούς, ταξικούς εχθρούς της: Το επαναστατικό εργατικό κίνημα. Ο φασισμός – ναζισμός δεν υπήρξε αντίπαλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αλλά ένα από τα πολλά όπλα στη φαρέτρα της, συντηρούμενο και αξιοποιούμενο κατά το δοκούν. Ως τέτοιο άλλωστε εκθρέφτηκε και χρησιμοποιήθηκε από όλες τις αστικές δημοκρατίες της περιόδου (βλέπε «Φάλαγγα» στην Ισπανία, «Πύρινοι Σταυροί» και «Γαλλική Δράση» στη Γαλλία, «Βρετανική Ενωση Φασιστών» στην Αγγλία, «Μαύρη» και «Ασημένια Λεγεώνα» στις ΗΠΑ, «Εθνική Ενωση Ελλάς» και «Τρίαινα» στην Ελλάδα κ.ο.κ.).

Ωστόσο, η δοσολογία του μείγματος της ενσωμάτωσης και καταστολής, που πρόκρινε η αστική τάξη τη δεκαετία του 1920, ως βέλτιστη για την προάσπιση της εξουσίας της, θα άλλαζε τη δεκαετία του 1930, προκειμένου να αντιμετωπίσει την οικονομική καπιταλιστική κρίση, αλλά και να θωρακιστεί όσο το δυνατόν καλύτερα μπροστά στον επερχόμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Η άνοδος των Ναζί στην εξουσία

5 Μάρτη 1933: Εκλογές στη Γερμανία, χιτλερικά στρατεύματα έξω από τα γραφεία του ΚΚ

Η άνοδος του ναζισμού

«Εμείς πρέπει να γιατρέψουμε τον καπιταλισμό που πάσχει» (!), διατράνωσε το Συνέδριο του SPD στη Λειψία το 1931[5]. Πράγματι, οι Σοσιαλδημοκράτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να στηρίξουν τον κλυδωνιζόμενο καπιταλισμό, τόσο ως κυβέρνηση (1929-1930) όσο και ως κοινοβουλευτικό δεκανίκι της κυβέρνησης Χ. Μπρούνινγκ (1930-1932). Το κόμμα του Κέντρου του Χ. Μπρούνινγκ είχε έρθει τέταρτο σε ψήφους στις εκλογές του 1930, ωστόσο σχημάτισε κυβέρνηση βάσει έκτακτου προεδρικού διατάγματος και ουσιαστικά επιβίωσε κοινοβουλευτικά χάρη στην ανοχή που του παρείχε το μεγαλύτερο κόμμα στο Ράιχσταγκ, δηλαδή οι Σοσιαλδημοκράτες (ως γνωστό, στην αστική δημοκρατία «δεν υπάρχουν αδιέξοδα»).

Ακολούθως, το SPD όχι μόνο έβαλε κοινοβουλευτική πλάτη σε όλα τα αντιλαϊκά μέτρα του καθεστώτος της «αυταρχικής δημοκρατίας» (κατά τον ίδιο τον Χ. Μπρούνινγκ), αλλά ανέβαλε και την τήρηση της «ησυχίας» και της «τάξης» εκτός κοινοβουλίου. Είναι χαρακτηριστικό πως, όταν ξέσπασε η δεύτερη κατά σειρά απεργία των εργατών μετάλλου τον Οκτώβρη του 1930, οι Σοσιαλδημοκράτες διατράνωσαν σε όλους τους τόνους και με όλους τους τρόπους ότι «στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης η απεργία είναι έγκλημα»![6] Οπως τόνισε ο ίδιος ο Μπρούνινγκ, «η αποδόμηση της κοινωνικής πολιτικής (…) είναι πιο εύκολο να γίνει με τη Σοσιαλδημοκρατία παρά με τη δεξιά»[7].

Σε αυτό το πλαίσιο, «από τη στιγμή που οι σοσιαλδημοκράτες στήριζαν την αντιλαϊκή πολιτική λιτότητας του Μπρούνινγκ, ο Φύρερ των εθνικοσοσιαλιστών μπορούσε να παρουσιάζει το κόμμα του ως το μοναδικό λαϊκό αντιπολιτευτικό κίνημα που βρισκόταν στα δεξιά των κομμουνιστών και, ταυτόχρονα, ως εναλλακτική διέξοδο στο “μαρξισμό” τόσο τον μπολσεβίκικο όσο και τον ρεφορμιστικό»[8].

Καθώς η Σοσιαλδημοκρατία αποδυναμωνόταν όλο και περισσότερο ως βασικό πολιτικό στήριγμα της αστικής εξουσίας, όλο και μεγαλύτερα τμήματα της γερμανικής κεφαλαιοκρατίας στρέφονταν ευνοϊκά προς τις αυταρχικές – και προπάντων αντικομμουνιστικές – λύσεις που προσέφερε ο εθνικοσοσιαλισμός.

Το γεγονός αυτό αποτυπώθηκε στη σημαντικότατη αύξηση του αριθμού των χορηγών αλλά και των ποσών των χορηγιών των Ναζί την περίοδο 1930-1932. Ενδεικτικά: Από το 1931 όλα τα μέλη του Γερμανικού Συνδέσμου Ανθρακα προσέφεραν μισό μάρκο για κάθε τόνο άνθρακα που πωλούσαν στα ταμεία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Την ίδια χρονιά, οι επιχειρήσεις του Fr. Thyssen συνέδραμαν τους Ναζί με 250.000 μάρκα, ενώ το 1932 εκπρόσωποι της γερμανικής και αμερικανικής «I.G. Farben» (τότε ένας από τους ισχυρότερους πολυεθνικούς μονοπωλιακούς ομίλους στη χημική βιομηχανία), της «Hamburg-America Line» (η μεγαλύτερη ναυτιλιακή εταιρεία της Γερμανίας) και του Γερμανικού Μονοπωλίου Ποτάσας συγκέντρωσαν πάνω από 500.000 μάρκα[9].

Στις 27 Γενάρη 1932 ο Α. Χίτλερ, απευθυνόμενος σε περίπου 650 μέλη της Ενωσης Βιομηχάνων στο Ντίσελντορφ, τους διαβεβαίωσε ότι δεν έχουν τίποτε να φοβούνται από τα «αντικαπιταλιστικά» – «σοσιαλιστικά» συνθήματα των Ναζί (που βασικά ήταν για «μαζική κατανάλωση»), τονίζοντας: «Σας παρουσιάζω εδώ μια προοπτική και είμαι πεπεισμένος ότι η νίκη αυτής της προοπτικής αποτελεί τη μόνη δυνατή αφετηρία μιας γερμανικής ανάκαμψης». Η προοπτική αυτή περιελάμβανε μια επιθετική πολιτική, τόσο απέναντι στους ανταγωνιστές του γερμανικού κεφαλαίου διεθνώς όσο και απέναντι στους ταξικούς εχθρούς του στο εσωτερικό. «Είμαστε ανένδοτοι», υπογράμμισε σχετικά, «στην απόφασή μας να εξοντώσουμε το Μαρξισμό στη Γερμανία μέχρι την τελευταία του ρίζα»[10].

Όπως αποδείχθηκε αργότερα στις Δίκες της Νυρεμβέργης, οι χορηγίες της γερμανικής κεφαλαιοκρατίας έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη συντήρηση και διόγκωση του πολιτικού – παραστρατιωτικού μηχανισμού των Ναζί. Η δε «αμέριστη προβολή των δραστηριοτήτων του ναζιστικού κόμματος από τον Τύπο, ο οποίος ελεγχόταν από επιχειρηματικούς ομίλους, είχε συνέπειες που δεν μπορούσαν να αποτιμηθούν σε χρήμα» [11].

Παρ’ όλα αυτά, μέσα στο 1932 φάνηκε πως, παρά την αμέριστη στήριξη, η εκλογική επιρροή του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος είχε αρχίσει να φθίνει. Από τις εκλογές του Ιούλη έως τις εκλογές του Νοέμβρη 1932, οι Ναζί έχασαν πάνω από 2.000.000 ψήφους. Στις τοπικές εκλογές της Θουριγγίας (προπύργιο των Ναζί), τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου η εθνικοσοσιαλιστική ψήφος μειώθηκε κατά 40%.

Ο σοσιαλδημοκρατικός Τύπος πανηγύριζε καθησυχάζοντας τους εργάτες πως είχε επέλθει η «οριστική εκμηδένιση του Χίτλερ». Οι Κομμουνιστές, από την άλλη, προειδοποιούσαν πως «όσο μεγάλη και αν είναι η ήττα του εθνικοσοσιαλισμού, θα ήταν ανόητο να μιλάει κανείς για συντριβή του». Πράγματι, «το γεγονός της φθίνουσας μαζικής στήριξης επέσπευσε την απόφαση της αστικής τάξης να τοποθετήσει το φασισμό στην εξουσία, πριν οι μετοχές του βυθιστούν απελπιστικά και οι κομμουνιστές αποκτήσουν πλήρη ισχύ, ώστε στη βάση της κρατικής εξουσίας ο φασισμός να έχει τη δυνατότητα επανάκτησης της ισχύος του και συντριβής κάθε αντίθετης δύναμης»[12].

Πράγματι, η επιλογή αυτή της γερμανικής αστικής τάξης πήρε σάρκα και οστά στις 30 Γενάρη 1933, όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατάρχης Πολ φον Χίντεμπουργκ όρκισε τον Α. Χίτλερ καγκελάριο. Σημειωτέον, η εκλογή του Χίντεμπουργκ (ακραιφνή μοναρχικού και σφαγέα του Α’ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου) στην προεδρία της Δημοκρατίας είχε καταστεί εφικτή με την υποστήριξη των Σοσιαλδημοκρατών λίγους μήνες πριν. Το SPD είχε καλέσει τους εργάτες σε στήριξη του Χίντεμπουργκ στη λογική του «μικρότερου κακού», σε αντίθεση με τους Κομμουνιστές, που τότε είχαν ρίξει το σύνθημα: «Οποιος ψηφίζει τον Χίντεμπουργκ, ψηφίζει τον Χίτλερ. Οποιος ψηφίζει τον Χίτλερ, ψηφίζει τον Χίντεμπουργκ». Το σύνθημα αυτό επιβεβαιώθηκε πλήρως μόλις λίγους μήνες μετά, αποτελώντας ένα ακόμη ιστορικό παράδειγμα για το πού μπορεί να εγκλωβίσει – και τελικά οδηγήσει – τον λαό η λογική του «μικρότερου κακού».

Η επιδίωξη του ενιαίου μετώπου

Με τον διορισμό του Χίτλερ στην καγκελαρία, το KPD κάλεσε (για τρίτη κατά σειρά φορά) το SPD σε ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο και κοινή ανάληψη δράσης: «Στην επίθεση των αιμοβόρων φασιστικών σκυλιών να απαντήσουμε αμέσως (…) με μαζική απεργία, με γενική απεργία». Η απάντηση των Σοσιαλδημοκρατών ήταν «πως ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία νόμιμα και πως το προλεταριάτο δεν πρέπει “να σπαταλήσει πρόωρα το μπαρούτι της γενικής απεργίας”». Την ίδια στιγμή, το επίσημο όργανό τους, η εφημερίδα «Φόρβερτς», καυχιόταν στις 2 Φλεβάρη πως «”αν δεν υπήρχαν οι σοσιαλδημοκράτες” ένας άνθρωπος του λαού σαν τον Χίτλερ δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει καγκελάριος»[13].

Η αναζήτηση συμμαχιών των Κομμουνιστών στους Σοσιαλδημοκράτες απέναντι στον φασισμό ήταν τόσο ουτοπική όσο και ανασταλτική για την προώθηση της υπόθεσης της εργατικής τάξης. Και αυτό γιατί, όπως η ίδια η ιστορία της Γερμανίας είχε αποδείξει – και αποδείκνυε ξανά τώρα – η Σοσιαλδημοκρατία αποτελούσε μια καθόλα αστική, αντεπαναστατική και αντικομμουνιστική πολιτική δύναμη. Εξ ου και την κρίσιμη εκείνη περίοδο, το SPD διατράνωνε σε όλους τους τόνους πως «ο κύριος εχθρός βρισκόταν στα αριστερά και ότι η Γερμανία έπρεπε “να σωθεί από τον μπολσεβικισμό”»[14].

Η άνοδος των Ναζί στην εξουσία

Δρέσδη 1933. Οι ναζιστές βάζουν στην κρεμάλα κομμουνιστικά σύμβολα

Βασικός σκοπός της Σοσιαλδημοκρατίας διαχρονικά ήταν η διάσωση και διαιώνιση της αστικής εξουσίας, ακόμα κι αν αυτό περνούσε πάνω από την καταστολή και της ίδιας (όπως και έγινε). Από την άλλη μεριά, θεμελιώδης σκοπός των κομμουνιστών πρέπει να είναι η αυτοτελής ζύμωση, οργάνωση και δράση της εργατικής τάξης σε επαναστατική κατεύθυνση, χωρίς συμβιβασμούς ή αυταπάτες.

Προς την τελική επικράτηση

Στις 20 Φλεβάρη 1933, ο Χίτλερ, σε συνάντησή του με τους πλέον επιφανείς εκπροσώπους της γερμανικής αστικής τάξης, ήταν ξεκάθαρος: «Βρισκόμαστε ενώπιον των τελευταίων εκλογών. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, δεν θα υπάρξει υποχώρηση (…) Αν οι εκλογές δεν βγάλουν το [επιθυμητό] αποτέλεσμα, τότε αυτό θα πρέπει να επιτευχθεί με άλλα μέσα». Με άλλα λόγια, το ζήτημα τέθηκε κρυστάλλινα: Ανοιχτή φασιστική δικτατορία του κεφαλαίου. Προς αυτόν το σκοπό αποφασίστηκε η συγκρότηση ειδικού ταμείου, το οποίο οι παρευρισκόμενοι «προικοδότησαν» με το ιλιγγιώδες τότε ποσό των 3.000.000 μάρκων[15].

Το επόμενο διάστημα, και με τη Σοσιαλδημοκρατία στο τσεπάκι της, η γερμανική αστική τάξη εξαπέλυσε γενική επίθεση κατά της εργατικής τάξης – και ιδιαίτερα κατά της πρωτοπορίας της, τους κομμουνιστές. Στις 27 Φλεβάρη εκδηλώθηκε η προβοκάτσια του εμπρησμού του Ράιχσταγκ (που πραγματοποίησαν οι Ναζί για να την προσάψουν στους κομμουνιστές ως πρόσχημα για τις διώξεις που θα ακολουθούσαν). Στις 28 αναστάλθηκαν με έκτακτο προεδρικό διάταγμα όλα τα συνταγματικά άρθρα που σχετίζονταν με την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, των συγκεντρώσεων κ.ο.κ. Χιλιάδες μέλη και ψηφοφόροι του Κομμουνιστικού Κόμματος κακοποιήθηκαν, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Υπό αυτές τις συνθήκες, στις εκλογές της 5ης Μάρτη 1933 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα αύξησε τα ποσοστά του σε 43,91%, χωρίς όμως και πάλι να πετυχαίνει την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο: Γεγονός που τελικά κατάφερε ακυρώνοντας την εκλογή των 81 κομμουνιστών βουλευτών.

Ετσι λοιπόν ανήλθε ο Χίτλερ στην εξουσία στη Γερμανία. Οχι «ελέω» των «πλανεμένων» εργατικών μαζών – θυμάτων της κρίσης. Ούτε λόγω «αδυναμίας» της Δημοκρατίας. Ούτε βεβαίως λόγω αδυναμίας συγκρότησης ενός αντιφασιστικού μετώπου. Οι Ναζί ανέλαβαν την εξουσία ελέω των Γερμανών βιομηχάνων και τραπεζιτών. Από τα σπλάχνα του καπιταλισμού και της αντεπανάστασης, που γέννησαν και την ίδια την αστική Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η ανοιχτή φασιστική δικτατορία του κεφαλαίου ήταν συνέχεια αυτής της αστικής δημοκρατίας, προσαρμοσμένη κατά τις ανάγκες του κεφαλαίου στις νέες ντόπιες και διεθνείς συνθήκες.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Thomas Childers, «The Social Bases of the National Socialist Vote», στο «Journal of Contemporary History», τ.11, 1976, σελ. 17-42

2. Gerard Schulz, «Der Aufstieg des Nationalsozialismus: Krise und Revolution in Deutschland», εκδ. «Propulaen Verlag», Berlin, 1975, σελ. 479 ε.ε.

3. Ρατζανί Πάλμε Ντατ, «Φασισμός και κοινωνική επανάσταση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2013, σελ. 171

4. Antony C. Sutton, «Wall Street and the rise of Hitler», εκδ. «Clairview», 2010, σελ. 99-100

5. Ρατζανί Πάλμε Ντατ, «Σοσιαλδημοκρατία και Φασισμός», στην ΚΟΜΕΠ τ. 6/2009, σελ. 124

6. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, «Παγκόσμια Ιστορία», τόμος Θ, σελ. 268

7. Χρήστος Μπαλωμένος, «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», στην ΚΟΜΕΠ τ. 4-5/2012, σελ. 162

8. Ο.π., σελ. 164

9. Antony C. Sutton, «Wall Street and the rise of Hitler», εκδ. «Clairview», 2010, σελ. 99 ε.ε.

10. Jeremy Noakes & Geoffrey Pridham, eds., «Nazism 1919-1945, Vol. 1, The Rise to Power 1919-1934», εκδ. University of Exeter Press, Exeter, 1998, σελ. 94-95

11. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1918-1939, Τόμος Α2, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 378

12. Ρατζανί Πάλμε Ντατ, «Φασισμός και κοινωνική επανάσταση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2013, σελ. 183-184

13. Αναστάσης Γκίκας, «Η στάση της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στο φασισμό», στην ΚΟΜΕΠ τ.1/2014, σελ. 145

14. Ουίλιαμ Φόστερ, «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 479

15. Ντοκουμέντο EC-439 (Πρακτικά Δίκης Νυρεμβέργης) και Josiah Dubois, «Generals in Grey Suits», εκδ. Bodley Head, 1953, σελ. 32

Πηγή: Ριζοσπάστης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: