Πώς η Ικαρία έγινε κόκκινος βράχος

Ο λαός αυτός, που κατοικεί το νησί πάππου προς πάππο, κράτησε, μαζί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του, μαζί με τη γλώσσα του, άσβηστη και τη δίψα του για τη λευτεριά.

Στο σημερινό αφιέρωμα εξετάζουμε το κόκκινο κάστρο της Ικαρίας, που είναι ως και σήμερα ένα από τα προπύργια των κομμουνιστών, με παραδοσιακά μεγάλη επιρροή του ΚΚΕ. Μία μικρή εξήγηση για όλα αυτά, βρίσκουμε από τα στοχεία που αναφέρει ο Αντώνης Καλαμπόγιας στο εισαγωγικό κεφάλαιο από το βιβλίο του “Ικαρία, ο Κόκκινος Βράχος”, που εκδόθηκε κι επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.

Το νησί έχει αλλάξει πολλά ονόματα στη μακριά του ιστορία. Βαθιά τα νερά του Αιγαίου σε τούτη την περιοχή. Δυνατοί οι άνεμοι, βουνά τα κύματα, φοβερές οι τρικυμίες. Γι’ αυτό είναι τραχιές κι απότομες οι ακτές του ολούθε, χωρίς απαλά, κεντητά ακρογιάλια, χωρίς λιμάνια. Μικρές κι ασήμαντες κολπώσεις μονάχα σχηματίζουν μερικά καταφύγια, για να φυλάγονται κάπως τα πλεούμενα από τη μανία της θάλασσας.

Το νησί το καβαλάει σε όλο του το μάκρος μια μακριά οροσειρά. Σε πολλά σημεία οι κορφές της περνάνε τα 1.000 μέτρα. Στενόμακρο καθώς είναι -40 χιλιόμετρα μάκρος και 5-9 χιλιόμετρα πλάτος- μοιάζει, λες, με βράχο που σώθηκε από κάποια κοσμοχαλασιά και δέρνεται μέσα στους αιώνες από τους βοριάδες, τους νοτιάδες και την οργή των αρχαίων θεών.

Ο Όμηρος περιγράφοντας μια αναταραχή στο στρατόπεδο των Αχαιών, την παρομοιάζει με τα κύματα του Ικάριου Πελάγους. “Κινήθη δ’ αγορή ως κύματα μακριά θαλάσσης Ικαρίου…”

Απότομος, άξενος και τραχύς ο τόπος από την πρώτη ματιά. Από το πέλαγος, έτσι φαντάζει και ξεγελά τον επισκέπτη. Μα παραμέσα σχηματίζονται κοιλάδες ήμερες, με κλίμα μαλακό και βλάστηση πλούσια, όπου η ζωή ρίζωσε από τους πανάρχαιους καιρούς, που σημάδια τους επιζούν ως σήμερα. Μαζί με τους αρχαίους τάφους και τα μνημεία μακρινού πολιτισμού, ο ερευνητής συναντά στην ντόπια διάλεκτο και ισχυρά κατάλοιπα της γλώσσας των Αρχαίων.

Κάποτε ονόμαζαν τη νήσο Δολίχη ή Μάκρη για το μεγάλο μάκρος της. Οι Αρχαίοι την λέγαν και Ιχθυόεσσα, ίσως για τα πολλά χάρια που είχε -όπως κι έχει ακόμα- η θάλασσά της. Άλλοι την λέγανε Κρασονήσι για τα περίφημα κρασιά της, γνωστά από την εποχή του Ομήρου. Πολλές φορές στα Ομηρικά Έπη αναφέρεται ο περίφημος “οίνος του Πράμνου”, όπως λέγεται και σήμερα το κεντρικό ορεινό συγκρότημα του νησιού.

Μέσα στους αιώνες το νησί πήρε κι άλλα ονόματα, μα κείνο που κατακυρώθηκε από την Ιστορία είναι “Ικαρία”. Ο μύθος του Δαίδαλου και του Ίκαρου, στον οποίο ενσαρκώθηκε ο πόθος του ανθρώπου να υψωθεί απάνω από τη Γη, επέζησε μέσα από τους αιώνες και μαζί τους απαθανατίστηκε και τούτο το νησί, το ανεμόδαρτο. Σημαδιακό ίσως και το μέρος όπου η φαντασία των Αρχαίων έθαψε τον πρώτο αεροπόρο του κόσμου. Αντίκρα από το νησί υπάρχει ακόμα ένας βράχος μαύρος και κοφτερός σα σπαθί, όπου ο μύθος τοποθετεί τον τάφο του Ίκαρου.

Η θαυμάσια αυτή ιστορία του Ίκαρου είχε παραλλαγές και στην Αρχαιότητα. (…) Πάντως, ο μύθος λέει ότι ο Ίκαρος έπεσε στη θάλασσα αυτού του νησού κι οι σημερινοί κάτοικοί του τοποθετούν τον τάφο του στα ριζά του μαύρου αυτού βράχου, που τον λένε και σήμερα Ίκαρο! Κι όταν τα αφρισμένα κύματα λυσσομανούν γύρω του, τα φαντάζονται σαν ξέσπασμα της ακαταλόγιστης μανίας του βασιλιά για το σκλάβο που ξέφυγε από τα χέρια του. Πότε η θάλασσα μαίνεται από την οργή του βασιλιά και πότε γλυκοφιλεί γαληνεμένη την πέτρα, σαν τη μάνα που στέκεται δίπλα στο μνήμα του παιδιού της.

Η Αρχαία Ικαρία, που σήμερα οι νησιώτες την λένε Νικαριά, κάποια πρόσφατη εποχή ονομάστηκε “Κόκκινος Βράχος”. Βράχος ήταν βέβαια πάντα. Ο Πράμνος, με τα γκρίζα βράχια και τα κράκουρά του, φαντάζει μακριάθε σαν ένας βράχος γκρίζος, πεταμένος καταμεσής στη θάλασσα. Μα γιατί “κόκκινος”; Αυτή είναι μια άλλη ιστορία που είναι δεμένη με τη νεότερη ζωή του νησιού.

Ο λαός αυτός, που κατοικεί το νησί πάππου προς πάππο, κράτησε, μαζί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του, μαζί με τη γλώσσα του, άσβηστη και τη δίψα του για τη λευτεριά. Η σκλαβιά αιώνων δε στάθηκε ικανή να τον δαμάσει. Αντί να σβήσει, άναβε πιο πολύ το πάθος του για το λυτρωμό.

Το 1912 ξεσηκώθηκε, έπιασε τους Τούρκους αγάδες που τον καταπίεζαν στ’ όνομα της Υψηλής Πόλης, ξέκανε τα τρανά κεφάλια και τους υπόλοιπους τους έβαλε σε ένα καΐκι και τους έστειλε στο Σουλτάνο. Έπειτα έστειλε πρεσβευτές στην Αθήνα κα ιζήτησε την Ένωση. Μάταια, όμως, περίμενε απάντηση από τη μεγάλη, την ελεύθερη ελληνική γη. Το ελληνικό κράτος, που, σε κάθε του ενέργεια περίμενε την έγκριση των “μεγάλων προστατών” που κρατούσαν δεμένη την Ελλάδα, τηρούσε επίμονη σιγή και συνιστούσε υπομονή. Η Ικαριά, όμως, δεν μπορούσε να περιμένει. Κήρυξε αυτόνομη δημοκρατία. Έστειλε κι εθελοντές να βοηθήσουνε τη Χίο. Το νησί κινδύνευε να πέσει στα χέρια των Ιταλών. Με τα πολλά, ύστερα από διαβήματα και πιέσεις, η επίσημη Ελλάδα αποφάσισε να δεχτεί το αίτημα της Ικαριάς για Ένωση.

Μεγάλη η χαρά του νησιού. Ιστορικό το γεγονός. Πανηγύρισε τη λευτεριά του ο λαός με δάκρυα στα μάτια. Επιτέλους, έσπασαν τα δεσμά αιώνων. Μα η “ελεύθερη” Ελλάδα βρισκόταν στα χέρια νέων δυναστών. Η “ξένη ακρίδα”, με τις παντάξενες δυναστείες που επέβαλε στον τόπο αυτό, ρήμαζε τη χώρα κι έκανε το παν για να την διχάσει. Κι η Ικαριά βρήκε τον ελληνικό λαό να μάχεται για το πνιγμένο δίκιο του, για τις ελευθερίες και τα δικαιώματά του, για την πραγματική ανεξαρτησία και την κοινωνική του πρόοδο. Και ακολούθησε τον ίδιο δρόμο. Το δρόμο του αγώνα για την απαλλαγή της Ελλάδας από τη μισοαποικιακή εξάρτηση, απ’ όλους τους “φίλους” και “προστάτες”, Άγγλους, Γάλλους, Αμερικανούς. Και μια που όσους πάλευαν γι’ αυτούς τους σκοπούς οι εχθροί του λαού μας τους ονομάτιζαν “Κόκκινους”, “μη Έλληνες”, “κλέφτες κι απελάτες”, όπως λέει ο ποιητής, γρήγορα, από τα χρόνια του “μεγάλου εθνικού κυβερνήτη”, του Μεταξά, το δημοκρατικό νησί ονομάστηκε “Κόκκινος Βράχος”.

Δεν ήταν τυχαίο το ότι στην εποχή που η Ελλάδα συγκλονιζόταν από τον Εμφύλιο πόλεμο, που άναψαν μεθοδικά οι Αγγλοαμερικανοί, η Ικαριά διαλέχτηκε σαν τόπος εξορίας. Η Ικαριά στα μαύρα χρόνια της Κατοχής είχε ξεσηκωθεί σύσσωμη στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Ο λαός πήρε την εξουσία μ’ επικεφαλής τους αγωνιστές του ΕΑΜ, δηλαδή μ’ αυτούς που τους έλεγαν “Κόκκινους”. Δημιούργησε Λαϊκά Συμβούλια, οργάνωσε Λαϊκή Δικαιοσύνη, Λαϊκή Πολιτοφυλακή. Έστησε τις απελευθερωτικές σημαίες του στις πόλεις και στα χωριά. Ανάσαινε λεύερος. Και περίμενε τη μεγάλη στιγμή να ενωθεί με μια Ελλάδα λεύτερη πια από τα ξένα δεσμά, χωρίς, ωστόσο, να έχει καμιά επαφή με τη μεγάλη στεριά.

Στα μάτια των αντιδραστικών δυνάμεων, που επιβλήθηκαν στην πατρίδα μας με τα αεροπλάνα και τα κανόνια του Σκόμπι, το νησί αυτό, με τη λαϊκή αυτοδιοίκηση και τους καινούργιους επαναστατικούς ανέμους, φάνταζε σαν το κόκκινο πανί στα μάτια του ταύρουη. “Κόκκινο Βράχο” το πολιτογράφησαν οριστικά.

Και το διάλεξαν σαν τόπο μαζικής εξορίας των αγωνιστών της Αντίστασης. Τι κι αν οι εξόριστοι εδώ θα έφταναν να γίνουν πιο πολλοί από τον ντόπιο πληθυσμό; Οι αντιλαϊκές δυνάμεις δεν είχαν να χάσουν τίποτα, όπως έλεγαν, από τούτη την ξερόπετρα και τους κατοίκους της. Άλλωστε, απ’ αυτούς εκεί τι να χάσεις; Όλοι τους ίδιοι ήταν.

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του αφιερώματος της Κατιούσα στα 100 χρόνια του ΚΚΕ και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: