Αποστόλης Θεοδώρου – Γιάννης Μαστροθεοδώρου: Τα ρεμπετο-τζιμάνια που τραγουδούν στα σοκάκια της Αθήνας

‘’Μας εκφράζει κυρίως το ρεμπέτικο και γι αυτό δεν θέλουμε να ‘το σπάσουμε’ σε πιο λαϊκό ρεπερτόριο. Θα ακούσεις σχήματα που θα σου πουν ‘παίζω ρεμπέτικο, λαϊκό, παραδοσιακό, έντεχνο και λέω και κρητικά’, δε γίνεται να είσαι καλός σε όλα αυτά. Το κάθε είδος θέλει αφοσίωση και μελέτη.. Συνήθως αυτό το ‘παίζουμε τα πάντα’ σημαίνει ‘τα παίζουμε όλα μέτρια’

Λίγες μέρες πριν φύγει το 2018, θέλω να σας γνωρίσω δύο παλληκάρια τα οποία, ίσως, να τα έχει πάρει το μάτι σας καθώς κατηφορίζετε την Αδριανού. Ο Αποστόλης Θεοδώρου και ο Γιάννης Μαστροθεοδώρου τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού, λίγο πριν την καλοκαιρινή σεζόν και το σκόρπισμα στα νησιά για τους περισσότερους μουσικούς, βρίσκονται εκεί σε μια γωνιά και με τις μελωδικές φωνές τους και τις πενιές τους γεμίζουν τις καλοκαιρινές μας περαντζάδες.

Τα χειμωνιάτικα βράδια τους βρίσκουμε το ίδιο κεφάτους σε μικρά συνοικιακά μαγαζιά να μας μερακλώνουν, να μας γλυκαίνουν τον καημό, να μας παρηγορούν ή να μας διασκεδάζουν.

Δύο εργατικά παιδιά που προσπαθούν να τα φέρουν βόλτα με πρωινές δουλειές μέσα σε καιρούς σκληρής εκμετάλλευσης, και όμως, και οι ίδιοι απελευθερώνονται καθώς πιάνουν το τραγούδι καθώς παίζουν. Δεν είναι οι ιλουστρασιόν καλλιτέχνες της μεγάλης πίστας ή ιδρυμάτων, των εταιριών ή των δημοσίων σχέσεων, είναι αυθεντικά λαϊκά παιδιά με τους ίδιους προβληματισμούς με όλους εμάς και για αυτό καταφέρνουν να μας παρασύρουν μαζί τους στα γλέντια και να γινόμαστε ένα.

Αποστόλη θα ‘θελα να μου πεις πώς από ντραμς κατέληξες στο τρίχορδο μπουζούκι;

Α: Ήμουν πιτσιρικάς του δημοτικού και δεν ήξερα πολλά πράγματα. Είχα ένα μικρό αρμόνιο που ήταν πιο πολύ παιχνίδι παρά μουσικό όργανο και έβγαζα τραγούδια με το αυτί. Η μητέρα μου έγραψε εμένα και τον αδερφό μου στο Ωδείο επειδή διέκρινε την κλίση μας στη μουσική. Ο αδερφός μου ήθελε να μάθει κιθάρα κι εγώ δεν ήξερα τι ήθελα. Αρχικά σκέφτηκα να μάθω κλαρίνο ή σαξόφωνο λόγω του παππού μου που είναι αυτοδίδακτος στο κλαρίνο, αλλά στο ωδείο μου έλεγαν ότι για να ξεκινήσεις πνευστά έπρεπε να είσαι πάνω από 15 ετών, να μπορούν να το υποστηρίξουν οι πνεύμονές σου, κάτι που στο μέλλον κατάλαβα ότι μάλλον δεν ισχύει. Εν τέλει χωρίς καμία δομημένη σκέψη και χωρίς να έχω κάποιον να με καθοδηγήσει σκέφτηκα να ξεκινήσω ντραμς, μάλλον επειδή κάπου είχα δει κάτι και θα μου είχε κάνει εντύπωση. Δεν με τράβηξε καθόλου. Ήμουν τόσο άσχετος που περίμενα στα μαθήματα ο δάσκαλος να μου δείχνει νότες και να παίζω μελωδία. Δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο και για ένα χρόνο όσο και αν το προσπαθούσα.. με τίποτα… Ήμουν ο χειρότερος του Ωδείου..

Πάντως δείχνει μια επιμονή και υπομονή σαν χαρακτήρας…

Α: Κάποια στιγμή το πήρα απόφαση και το άφησα

Γ: Στέρεψε η υπομονή …

Α: Το είχα στο μυαλό μου κάποια στιγμή να συνεχίσω με τη μουσική γενικότερα. Πήγα ξανά Ωδείο γύρω στα 22 μου και είπα θα ξεκινήσω μπουζούκι. Νόμιζα ότι μόνο στο ωδείο μπορείς να μάθεις μουσική. Ωστόσο εκεί διδασκόταν μόνο το τετράχορδο. Εγώ παρότι είχα ακούσματα, δεν είχα κάτσει ποτέ να ασχοληθώ ως τότε με τις διαφορές του τρίχορδου και του τετράχορδου μπουζουκιού. Θεώρησα βλακωδώς ότι εφόσον το τετράχορδο έχει μία παραπάνω χορδή, μπορεί να παίξει τουλάχιστον ό,τι και το τρίχορδο. Και λέω ας είναι.

Γ: Καημένε..

Α: Ήμουν τελείως άσχετος. Πήγα στο ωδείο για 4-5 μήνες και μετά συνέχισα μόνος μου, αλλά με το χρόνο ανακάλυπτα ότι θα έπρεπε να παίζω τρίχορδο. Με το τετράχορδο ένιωθα κάπως σαν εγκλωβισμένος, δεν μπορούσα να παίξω αυτά που ήθελα όπως τα ήθελα. Με την πρώτη ευκαιρία που είχα λεφτά, πήγα σε ένα φίλο μου που φτιάχνει όργανα ερασιτεχνικά και φτιάξαμε μαζί το μπουζούκι μου. Δηλαδή εκείνος το έφτιαξε και εγώ τον ενοχλούσα με ερωτήσεις, γιατί αυτό και γιατί εκείνο, και βοηθούσα όπου μπορούσα.

Τώρα που έμαθες, θες να πεις στους αναγνώστες μας τι διαφορά έχει το τρίχορδο από το τετράχορδο μπουζούκι;

Α: Το τρίχορδο είναι το μπουζούκι με το οποίο ξεκίνησαν οι παλιοί ρεμπέτες να παίζουν και να συνθέτουν τραγούδια μέχρι και τη δεκαετία του ’40. Το τετράχορδο μπουζούκι εισήλθε στην λαϊκή μουσική από το ’50 και μετά. Έχει άλλο παίξιμο. Άλλη φιλοσοφία. Ακόμα και όταν έπαιζα τετράχορδο δε με τράβηξε ποτέ να μάθω αυτό το παίξιμο. Ας πούμε απλά πως το τετράχορδο είναι ένα όργανο το οποίο εύκολα τεχνικά, παίζει και κάποιος καλός κιθαρίστας, το τρίχορδο έχει άλλες τεχνικές. Το να αποδώσεις με τρίχορδο ένα τραγούδι που έχει γραφτεί με τετράχορδό μπουζούκι είναι δύσκολο. Το ανάποδο είναι συνήθως ακατόρθωτο. Όχι τεχνικά, αλλά από θέμα ύφους.

Πέρα από το ρεπερτόριο διαφέρουν στο κούρδισμα. Το τρίχορδο το κουρδίζεις ΡΕΡΕ-ΛΑΛΑ-ΡΕΡΕ και το τετράχορδο ΝΤΟΝΤΟ-ΦΑΦΑ-ΛΑΛΑ-ΡΕΡΕ. Ωστόσο στο τρίχορδο μπουζούκι χρησιμοποιούνταν και άλλα κουρδίσματα, τα λεγόμενα ντουζένια. Ο Μάρκος και ο Μπάτης, για παράδειγμα, τα χρησιμοποιούν σε πολλά τραγούδια. Επίσης υπάρχουν αναφορές για την ύπαρξη τετράχορδων μπουζουκιών στην προπολεμική περίοδο και για τη χρήση τους στα σμυρνέικα τραγούδια κατά βάση, με κούρδισμα ΡΕΡΕ-ΛΑΛΑ-ΡΕΡΕ-ΛΑΛΑ. Υπάρχουν αυτές οι πληροφορίες στο ίντερνετ για όποιον θέλει να το ψάξει.

Φρεσκο, προβισιοΜε λαθακιαΜε φαλτσακιαΣχωρα μας σκαρβεληΠες μου καλαματιανη μου 1937Γιωργος Καβουρας

Gepostet von Γιάννης Μαστροθεοδώρου am Dienstag, 18. Dezember 2018

Γιάννη ξεκίνησες πρώτα με το τραγούδι και μετά σαν παίχτης. Πώς ήταν τα πρώτα σου βήματα;

Γ: Ξεκίνησα σαν παιδί να τραγουδάω και να σκέφτομαι ‘’Α, θέλω να κάνω κάτι στη μουσική‘’. Ήμουν πειραχτήρι, όπου έβρισκα μουσικά όργανα ήθελα να τα πιάσω, να τα επεξεργαστώ, να προσπαθήσω να παίξω με αυτά. Είχα βρει κάποια στιγμή ένα παλιό λαούτο.. Νόμιζα πως κάτι έπαιζα αλλά τελικά χαιρόμουν μόνο εγώ. Το σουξέ μου ήταν το ‘’Ηappy birthday‘’ και μετά από αυτό το σουξέ και την καριέρα αποφάσισα να πάρω ντραμς και εγώ… και δεν πήρα.. Τελικά ένα φίλος με λυπήθηκε, καταπώς φαίνεται, και μου δάνεισε μια ακουστική κιθάρα, μέχρι που μάζεψα λεφτά και πήρα μια δικιά μου. Είμαι αυτοδίδακτος στην κιθάρα..

Υπήρξαν δυσκολίες στο να μάθεις να παίζεις μόνος σου;

Φυσικά! Στην αρχή έπαιζα και τραγουδούσα σε διαφορετικό τόνο. Σιγά–σιγά μαθαίνεις και εξασκείς το αυτί σου και ακούς τους άλλους. Κλέβεις πολλά στοιχεία τους, τεχνικές.. Μπορείς να το παλέψεις αν πραγματικά το αγαπάς και θες να ασχοληθείς.

Το βάπτισμα του πυρός στο πάλκο πότε έγινε;

Α: Εννοείς πέρα από δικές μας παρέες και οικογένειες, όπου κάθεται η μάνα μας και καμαρώνει στην γωνιά κρυφοκλαίγοντας;

Προφανώς και δεν εννοώ ιδιωτικά γλέντια αλλά τα πρώτα σας επαγγελματικά παιξίματα…

Α: Η πρώτη φορά που πληρώθηκα ήταν η δεύτερη φορά που έπαιξα μπροστά σε κοινό. Είχαμε παίξει σε μια γιορτή ενός συλλόγου με κάποιους φίλους τελείως παρεΐστικα και ο ηχολήπτης μας πρότεινε ένα μαγαζί και παίξαμε 4 φορές. Το άγχος μου ήταν τεράστιο. Έπαιζα μόλις 1-2 χρόνια και ήμουν ακόμα στη φάση που νιώθεις άγχος ακόμα κι αν παίζεις σπίτι σου και σε ακούει ο γείτονας.

Εντωμεταξύ, στο πρώτο μαγαζί που έπαιξα η εμπειρία ήταν κακή. Ο εργοδότης και ο κόσμος περίμενε ένα άλλο ρεπερτόριο από αυτό που έπαιζα. Πήγα με το οργανάκι μου εκεί να παίξω ρεμπέτικα και άκουσα κάτι παραγγελιές για μπουζουξίδικο.

Στα όρια του σκυλάδικου;

Α: Πέρα από τα όρια του σκυλάδικου… Και να φανταστείς είχα ξεκαθαρίσει στο μαγαζάτορα ότι παίζω ρεμπέτικα και είπε ‘’Εντάξει παιδιά, θα ξεκινήσουμε ρεμπέτικα και θα το πάμε και λίγο προς το λαϊκό με τον καιρό‘’… Εντάξει ξέφυγε το πράγμα… σαν χαρταετός. Παίζαμε Βαμβακάρη, Σκαρβέλη και μετά άρχισαν ‘’Παίξτε Οικονομόπουλο’’. Είχαν έρθει και κάτι άλλα παιδιά από δίπλα και εκεί που παίζαμε εμείς ρεμπέτικα, άρχισαν να παίζουν σκυλάδικα..

Αυτό μου θυμίζει σκηνικό από το ‘’Παραπέντε’’ με την Αμαλία: ‘’Βιργινία δεν είσαι σωστή συνάδελφος‘’..

Α: Ναι, παίζαμε την ‘’Παραπονιάρα‘’ του Σκαρβέλη εμείς και οι άλλοι ‘’Άκουσα πως όταν πίνεις, αναφέρεις το όνομά μου’’. Η πλάκα είναι εκείνη την ώρα ο κόσμος τρελάθηκε. Με το που έπαιξαν αυτοί τις πρώτες νότες άρχισαν να ανοίγουν σαμπάνιες από κάτω. Ήμασταν τελείως άπειροι και δεν είχαμε καταλάβει εξ αρχής ότι δε θα μας σηκώσει το κλίμα εκεί. Σήμερα κάτι τέτοια μαγαζιά τα αναγνωρίζουμε από δύο τετράγωνα μακριά και προφανώς δεν μπαίνουμε στον κόπο να ασχοληθούμε.

Για μια ξανθούλα – ΤσιτσάνηςΘεοδώρου-Μαστροθεοδώρου ιν δε γουντζ

Gepostet von Apostolis Theodorou am Donnerstag, 8. März 2018

Η δική σου εμπειρία από το πρώτο παίξιμο;

Γ: Έπαιξα μπαγλαμά σε ένα live κάτι παιδιών, ενώ το μουσικό όργανο που παίζω είναι κιθάρα και ελάχιστα μπαγλαμά αλλά ήθελαν τα δύο παιδιά που έπαιζαν στο μαγαζί να τους συνοδεύσω με το μπαγλαμά. Προς έκπληξή μου πληρώθηκα γι’ αυτό, κάτι που δεν περίμενα γιατί δεν είχαμε κανονίσει κάτι από την αρχή.

Ουσιαστικά στο πρώτο μου live δεν ένιωσα τόσο άγχος, πιο πολύ άγχος είχε ο μπουζουξής που υποτίθεται είχε εμπειρία..

Δεν έγιναν ευτράπελα όπως του Αποστόλη;

Γ: Όχι, τόσο ακραία δεν μου έχουν συμβεί, αλλά γενικά μέσα στη νύχτα θα δεις πολλά…

Γενικά προσπαθώ να μην κλείνω δουλειές που ο μαγαζάτορας θα μας πει ‘’Πάμε και βλέπουμε’’. Δεν πάμε και δεν βλέπουμε.. Δεν παίζουμε ούτε Πάριο ούτε Πάολα.. Μόνο ρεμπέτικ .. Δεν θέλω να εκβιάσω το μεροκάματό μου.

Γιατί τέτοια απέχθεια για το σκυλάδικο; Το καταλαβαίνω.. φαντάζομαι γιατί, αλλά είδατε πως υπάρχει χρήμα σε αυτό το είδος…

Α: Προσπαθούμε να υπάρχει μια ποιότητα στη μουσική που παίζουμε… Προτιμούμε να παίζουμε μουσική που ο ακροατής θα εκτιμήσει όντως τη μελωδία, το στίχο και τις ερμηνείες μας. Για να γίνει αυτό πρέπει να παίζουμε κάτι που μας αρέσει και μας εκφράζει. Το ρεμπέτικο έχει γραφτεί από λαϊκούς ανθρώπους που έγραφαν για το λαό. Αυτό που από μία μεγάλη μερίδα κόσμου θεωρείται σήμερα λαϊκή μουσική, είναι για να ανοίξει ο άλλος το μπουκαλάκι και να φάει φυστικάκια, να κλείσει το μάτι στη λουλουδού.. Δεν έχει καμία σχέση με τον όρο ‘’λαϊκό τραγούδι‘’, δική μου άποψη φυσικά.

Ωστόσο, αν έπρεπε να ζήσετε αποκλειστικά από αυτό το επάγγελμα, αυτό θα έπαιζε ρόλο στο να βάλετε νερό στο κρασί σας και να παίξετε αυτό το είδος;

Γ: Όχι. Δεν υπάρχει λόγος. Κάνουμε αυτό που μας ευχαριστεί. Αν κάποιος θέλει να ακούσει ρεμπέτικα, ας μας προτιμήσει, αν θέλει να ακούσει σκυλοτράγουδα, υπάρχουν άλλοι συνάδελφοι που θα το κάνουν με χαρά πιστεύω…,Γιατί να πιεστούμε εμείς;

Βλέπω πολλά νέα παιδιά να έχουν μεγάλη αγάπη για το ρεμπέτικο τραγούδι και να ψάχνουν μέσα στο διαδίκτυο τις αυθεντικές εκτελέσεις των κομματιών, κάτι που τα προηγούμενα χρόνια χωρίς το ίντερνετ ήταν απαγορευτικό..

Α: Σίγουρα πριν το ίντερνετ έπρεπε να είχες το δίσκο ή να σου είχαν γράψει κασέτα με την αυθεντική εκτέλεση.. Αν μπορούσαν να την βρουν και να το κάνουν.. Τώρα τα πράγματα είναι απλά. Υπάρχουν 2-3 κανάλια στο YouTube που φέρνουν στην επιφάνεια τις αυθεντικές εκτελέσεις των τραγουδιών και είναι μια ευχάριστη ανακάλυψη για όσους από μας ασχολούμαστε με αυτό το είδος της μουσικής.

Γ: Είναι πραγματικά υπέροχο αυτό που συμβαίνει. Μετά από δεκαετίες, οι αυθεντικές εκτελέσεις των τραγουδιών είναι προσβάσιμες και αυτό μας βοηθά πολύ τόσο σε πρακτικό επίπεδο στην δουλειά μας όσο και σε εμπλουτισμό γνώσεων γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι και την φιλοσοφία που το περιβάλλει.

Γιατί πιστεύετε ότι σήμερα ακούγονται περισσότερο τα τραγούδια των δεκαετιών του ’30 ή του ’20 σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα, που ήταν στην ‘’μόδα’’ οι δεκαετίες του ’50 ή ΄60 ;

Α: Δε νομίζω ότι έχει ‘πέσει’ η μουσική του ’50 και του ’60, αλλά μάλλον έχει ‘ανέβει’ η μουσική του ’30 και πριν. Φαντάζομαι ότι αυτό συμβαίνει γιατί ο κόσμος έχει ανάγκη να ανακαλύψει κάτι διαφορετικό από αυτό που άκουγε χρόνια τώρα. Φυσικά οι συνθέτες που σημάδεψαν αυτές τις δεκαετίες με τα τραγούδια τους, όπως ο Ζαμπέτας και ο Μητσάκης, δεν σημαίνει πως ξαφνικά έχουν κουράσει ή ότι συγκριτικά με τους παλιούς ρεμπέτες είναι χειρότεροι μουσικοί. Έχουν γραφτεί λαϊκά τραγούδια εκείνες τις εποχές που δε θα ξεχαστούν ποτέ. Ωστόσο ο κόσμος, ειδικά μέσα στην κρίση, ίσως ένιωσε την ανάγκη να ψάξει και κάτι διαφορετικό μέσα από μια εποχή που θυμίζει τα σημερινά δεδομένα.

Γ: Το ρεμπέτικο του μεσοπολέμου ας πούμε, μιλά για την φτώχεια, για την ξενιτιά, έχει ερωτικό στίχο και ο κόσμος, όχι όλος, αλλά ένα ικανό κομμάτι του, σήμερα αποζητά τέτοια τραγούδια και τα νοήματά τους. Όσο διαδίδεται εκ νέου το ρεμπέτικο, ο κόσμος καταλαβαίνει ότι σαν ρεπερτόριο δε σχετίζεται μόνο με τη μαστούρα, αλλά στιχουργικά αναφέρεται στα καθημερινά προβλήματα και ζητήματα της εποχής, που αν το καλοσκεφτείς δεν απέχουν από τα σημερινά.

Εσείς οι δύο πότε και πώς συναντηθήκατε;

Α: Τυχαία, σε ένα μαγαζί που είχαμε σαν στέκι και παίζαμε τακτικά με κάποιους κοινούς μας φίλους, αλλά καθαρά παρεΐστικα, όχι επαγγελματικά. Παραλίγο να στραβώσω λίγο μαζί του τη μέρα που γνωριστήκαμε, γιατί όταν με είδε με το μπουζούκι, ακόμα τετάχορδο τότε, μου την είπε: ‘’Α, γιατί τετράχορδο ;’’

Γ: Σοβαρά, είπα κάτι τέτοιο;

Α: Ναι! Κι εγώ είχα βαρεθεί να εξηγώ ότι από γκέλα έχω ξεμείνει με ένα τετράχορδο και του απάντησα απλά: ‘Γιατί έτσι μ’αρέσει’.

Γ: Δεν το θυμάμαι καθόλου..

Α: Εγώ το θυμάμαι.. Μου έμεινε το τραύμα… Ψιλοπαίζαμε μαζί χωρίς να έχουμε στο μυαλό μας να κολλήσουμε ντουέτο.. Μετά ξεκινήσαμε να παίζουμε στο δρόμο..Ήμασταν 5-6 άτομα και σιγά-σιγά κολλήσαμε μεταξύ μας.. Δεν παίζαμε τόσο καλά όπως τώρα..

Πέρσι αποφασίσαμε να ψάχνουμε μεροκάματα σε μαγαζιά και έτσι γίναμε ντουέτο.

Πόσες ώρες κάνετε πρόβα μεταξύ σας;

Γ: Μαζί; Άπειρες… Περίπου… Καμία.. Όχι, εντάξει, έχουμε κάνει την προετοιμασία μας, απλά δεν το βλέπουμε ακριβώς σαν πρόβα. Χαλαρά βρισκόμαστε και παίζουμε. Περνάμε κομμάτια, δοκιμάζουμε πράγματα. Μπορεί και να βρεθούμε και να παίζουμε μόνο χαζομάρες, έτσι για πλάκα, γι’ αυτό δεν μπορείς να το πεις ακριβώς πρόβα.

Α: Επίσης σε μεγάλο βαθμό πρόβα μας είναι ο δρόμος.. αν και δεν ξεκίνησε για πρόβα.. Ξεκίνησε βιοποριστικά περισσότερο αλλά τον εκμεταλλευόμαστε και σαν πρόβα. Τον απολαμβάνουμε το δρόμο γενικά…

Θέλω να μου δώσετε λίγο εικόνα του δρόμου; Πώς είναι να παίζεις σε αυτόν; Έχετε αντιμετωπίσει προβλήματα;

Α: Ναι. Μας έχουν πει και να φύγουμε γιατί κάποιος από τη γειτονιά ενοχλείται. Υπάρχει κόσμος που αδιαφορεί και απλά περνάει χωρίς να δώσει σημασία. Υπάρχει κόσμος που δεν αδιαφορεί και θα αφήσει κάτι και θα φύγει. Υπάρχουν και άλλοι που αράζουν για ώρες.. Έχει ωραία ατμόσφαιρα πάντως.. Παίζεις τα τραγούδια που γουστάρεις, δεν έχεις το άγχος ‘’α, τελείωσε αυτό το τραγούδι πρέπει να πάω το επόμενο’’. Επίσης είναι πολύ ωραίο συναίσθημα να παίζεις και να βλέπεις ότι μαζεύεται κόσμος γύρω σου για να σε ακούσει, ακόμα κι αν δεν αφήσουν χρήματα.

Σε γενικές γραμμές, κάποιος μπορεί να βιοποριστεί από την μουσική;

Γ: Εγώ τα έχω ψιλοκαταφέρει… Σε δουλειές του ποδαριού βέβαια, για κάποια μεροκάματα πάω.

Α:Εγώ όχι ακόμα.. Κάνω και ιδιαίτερα μαθηματικών και κάποιες άλλες δουλειές. Γενικά το παλεύουμε γιατί αλλιώς δεν βγαίνει.

Σεζόν στα νησιά φεύγετε;

Α: Κατέβηκα πρώτη φορά φέτος, στη Νάξο.

Πώς είναι τα πράγματα στη σεζόν;

Α: Εξαρτάται τι θα αποφασίσεις με το μαγαζάτορα. Εμείς γενικά ήμασταν καλά φέτος στην Νάξο. Είχαμε κλείσει μαγαζί και τα έξοδα πληρωμένα. Υπάρχουν και παιδιά που πάνε στο φλου αλλά κάνουν δουλειά. Ωστόσο, αυτό περιέχει και κάποιο παραπάνω άγχος.

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;

Γ: Θέλουμε να συνεχίσουμε σαν ντουέτο και να δουλεύουμε πάνω στη μουσική και σιγά-σιγά να ακολουθήσουν ενδεχομένως και κάποιες ηχογραφήσεις.

Α: Επίσης θέλουμε να συνεργαστούμε και με άλλους μουσικούς με άλλα όργανα σαν τριάδες ή τετράδες. Δηλαδή αυτό το ρεπερτόριο που παίζουμε και αυτό το χρώμα που προσπαθούμε να βγάλουμε να το εμπλουτίσουμε και με άλλα όργανα πέρα από την κιθάρα και το μπουζούκι.

Αν δεν ήσασταν ρεμπέτες με ποιο είδος μουσικής πιστεύετε πως θα καταπιανόσασταν;

Γ: Νομίζω πως είμαι καλά ως ρεμπέτης μουσικός.

Α: Εγώ σκεφτόμουν μικρός να κάνω hiphop αλλά πιστεύω θα ήμουν απαίσιος σε αυτό…

Γ: Προσωπικά, με εκφράζει κυρίως το ρεμπέτικο και γι’ αυτό δεν θέλω να ‘’το σπάσω’’ σε πιο λαϊκό ρεπερτόριο. Θα ακούσεις σχήματα που θα σου πουν ‘’παίζω ρεμπέτικο, λαϊκό, παραδοσιακό, έντεχνο και λέω και κρητικά’’, δε γίνεται να είσαι καλός σε όλα αυτά. Το κάθε είδος θέλει αφοσίωση και μελέτη..

Α: Συνήθως αυτό το ‘’παίζουμε τα πάντα‘’, σημαίνει ‘τα παίζουμε όλα μέτρια’…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: