«Το βρώμικο αίμα είναι αυτό του πολέμου, και όχι της περιόδου» Εντουάρντο Γκαλεάνο – «Γυναίκες»

Σε μια εποχή που η βία κατά των γυναικών είναι σε έξαρση και ο αγώνας για να αλλάξει το βλέμμα της κοινωνίας προς τη γυναίκα επείγει, η λογοτεχνία μπορεί να λειτουργήσει ως πολύτιμο εργαλείο. Με την ποιητική γραφή του, ο Γκαλεάνο ανασύρει από τη λήθη ατομικά και συλλογικά κατορθώματα γυναικών, και διεισδύει στις ρίζες του μισογυνισμού, με τρόπο εύληπτο και εξαιρετικά ελκυστικό για τον αναγνώστη.

Η γιαγιά της Μπέρτα Γένσεν πέθανε βλαστημώντας.
Έζησε όλη της τη ζωή ακροπατώντας, σαν ζητούσε συγγνώμη για την ενόχληση, αφιερωμένη στην υπηρεσία του συζύγου της και των πέντε παιδιών τους, ως υποδειγματική σύζυγος και μητέρα με αυταπάρνηση, σιωπηλό πρότυπο αρετής: ποτέ δεν ξέφυγε παράπονο από τα χείλη της, πόσο μάλλον μια βρισιά.
Όταν η αρρώστια την έριξε στο κρεβάτι, κάλεσε τον άντρα της, τον έβαλε να καθίσει μπροστά της, και άρχισε. Κανείς δεν είχε υποψιαστεί παρόμοιο λεξιλόγιο μεθυσμένου ναύτη. Η επιθανάτια αγωνία κράτησε πολύ. Επί ένα μήνα και πλέον, η γιαγιά ξερνούσε από το κρεβάτι έναν ακατάσχετο χείμαρρο από βρισιές και αναθεματισμούς του χειρίστου είδους. Ακόμα και η φωνή της ακουγόταν αλλαγμένη. Εκείνη, που ποτέ δεν είχε καπνίσει, και δεν έπινε παρά μόνο νερό ή γάλα, βλαστημούσε με βραχνή φωνή. Και ξεστομίζοντας βλαστήμιες πέθανε, προς γενική ανακούφιση της οικογένειας και της γειτονιάς.
Πέθανε στο παραθαλάσσιο χωριό όπου είχε γεννηθεί, στο Ντράγκορ της Δανίας. Ονομαζόταν Ίνγκε. Είχε όμορφο πρόσωπο Τσιγγάνας. Της άρεσε να ντύνεται στα κόκκινα και να αρμενίζει στον ήλιο.

 Η παραπάνω μικροϊστορία είναι μία από τις πολλές που αφηγείται ο εμβληματικός Ουρουγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο στο βιβλίο του «Γυναίκες» (εκδόσεις Πάπυρος, πρώτη έκδοση Δεκέμβριος 2015).
Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο γεννήθηκε το 1940 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγάης. Το 1973 εξορίστηκε και κατέφυγε στην Αργεντινή και κατόπιν στην Ισπανία. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1985, μετά την πτώση της δικτατορίας.  Δημοσιογράφος, συγγραφέας και διακεκριμένη προσωπικότητα της λατινοαμερικάνικης Αριστεράς, στα έργα του συνυπάρχουν η λογοτεχνική αφήγηση, το δοκίμιο, η ποίηση και το χρονικό. Έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες, ενώ τιμήθηκε με πολυάριθμα σημαντικά βραβεία.
Υπήρξε ένας από τους πιο θερμούς υπερασπιστές των κοινωνικών και πολιτικών ελευθεριών σε όλο τον κόσμο. Ο ίδιος έλεγε πάντοτε «είμαι ένας συγγραφέας που θα ήθελε να συνεισφέρει στη διάσωση της απαχθείσας μνήμης όλης της Αμερικής, αλλά πάνω από όλα της Λατινικής Αμερικής, πατρίδα περιφρονημένη και αγαπητή». Πέθανε στο Μοντεβιδέο τον Απρίλιο του 2015, οπότε δεν πρόλαβε να δει τυπωμένες τις «Γυναίκες» του, το βιβλίο – ύστατο αποχαιρετισμό στους αναγνώστες του.

Πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει τη συλλογή μικροϊστοριών με πρωταγωνίστριες αποκλειστικά γυναίκες, ιστορικά ή μυθιστορηματικά πρόσωπα, που αψήφησαν την κυρίαρχη αντρική κουλτούρα, που ηγήθηκαν επαναστάσεων, πολέμησαν, έχασαν τη ζωή τους, γυναίκες που έζησαν σε διαφορετικές εποχές και σε διαφορετικά μέρη του πλανήτη, οι περισσότερες από τις οποίες, για την επίσημη Ιστορία ήταν αόρατες, ψυχικά διαταραγμένες, διεστραμμένες, ή δημιουργήματα σπουδαίων ανδρών.
Με την ποιητική γραφή του, ο Γκαλεάνο ανασύρει από τη λήθη ατομικά και συλλογικά κατορθώματα γυναικών, και διεισδύει στις ρίζες του μισογυνισμού, με τρόπο εύληπτο και εξαιρετικά ελκυστικό για τον αναγνώστη. Μονοσέλιδες αφηγήσεις από έναν άντρα που είναι προφανές ότι αγαπάει και τιμά τη Γυναίκα, η οποία είχε πάντοτε κεντρικό ρόλο στο λογοτεχνικό του σύμπαν αλλά και στη ζωή του.

Η Γυναίκα του Γκαλεάνο δεν διαθέτει οτιδήποτε στερεοτυπικό, δεν είναι αντίπαλος, πόσω μάλλον εχθρός, αλλά ισότιμη συνοδοιπόρος, πολυσύνθετη και άξια θαυμασμού:

 [Στις 3 Μαρτίου 1770, η Τερέζα ντε Μενγκέλα έπαψε να βασιλεύει στο Κουαριτερέ.
Το Κουαριτερέ ήταν ένα από τα καταφύγια της ελευθερίας για τους δραπέτες σκλάβους της Βραζιλίας. Επί είκοσι χρόνια, η Τερέζα ήταν σκέτος βραχνάς για τους στρατιώτες του κυβερνήτη του Μάτο Γκρόσο. Τους ήταν αδύνατον να την πιάσουν ζωντανή…]
[Στο Παρά, στις όχθες του ποταμού Τρομπέτας, κανείς δεν αμφισβητούσε τις διαταγές της Μάε Ντομίνγκας…]
[Στο απέραντο καταφύγιο του Παλμαρές, στο Αλαγκόας, η Αφρικανή πριγκίπισσα Ακουαλτούνε κυβέρνησε ένα ελεύθερο χωριό μέχρι στο 1677, όταν το έκαψαν τα αποικιακά στρατεύματα…]
(Αποσπάσματα από το τη μικροϊστορία «Ηρωίδες της Βραζιλίας»)

 Χωρίς τετριμμένα κλισέ, ο συγγραφέας σκηνοθετεί μια θεατρική παράσταση αποτελούμενη από μικρά μονόπρακτα, σκιαγραφεί τη θέση της γυναίκας ως ιστορικό υποκείμενο, ενώ συνοψίζει τα όπλα της καταπίεσης στη στέρηση της μόρφωσης και της σεξουαλικής ικανοποίησης, που ουσιαστικά οδηγούν στον ακρωτηριασμό της γυναικείας, αλλά και της ανθρώπινης υπόστασης της.

Φτάνοντας στην τελευταία σελίδα, δεν μπορεί παρά να νιώσει κανείς την επιτακτική ανάγκη να αναζητήσει περισσότερα στοιχεία για τις «εξαφανισμένες» πρωταγωνίστριες, και ομολογουμένως τα αποτελέσματα της αναζήτησης είναι αποκαλυπτικά!
Παράλληλα, ο αναγνώστης μένει με την έντονη αίσθηση της αδικίας και την πικρία για την απουσία της γυναικείας σκέψης και οπτικής από τον ανθρώπινο πολιτισμό, όπως και με τον προβληματισμό για το πόσο διαφορετικός θα ήταν αυτός ο πολιτισμός, αν οι γυναίκες συμμετείχαν ισότιμα στη δημιουργία του, αν σχεδόν όλοι οι μεγάλοι διανοητές δεν ήταν άντρες, και αν δεν διακήρυτταν με κάθε πιθανό τρόπο, την εκ γενετής κατωτερότητα της θηλυκότητας:

Ο Γουσταύος Λε Μπον, από τους θεμελιωτές της κοινωνικής ψυχολογίας, κατάφερε να αποδείξει πως μια ευφυής γυναίκα είναι τόσο σπάνιο φαινόμενο όσο ένας γορίλλας με δύο κεφάλια.
Ο Κάρολος Δαρβίνος αναγνώριζε κάποιες γυναικείες αρετές, όπως η διαίσθηση, όμως επρόκειτο για «αρετές που χαρακτηρίζουν τις κατώτερες φυλές».
Αριστοτέλης: Η γυναίκα είναι ένας ημιτελής άνδρας.
Σοπενχάουερ: Η γυναίκα είναι ένα ζώο με μακρύ μαλλί και μικρό μυαλό.
(Αποσπάσματα από το βιβλίο)
 

«Οι Γυναίκες» αξίζει να διαβαστούν ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, ίσως λίγο περισσότερο από νεαρότερες ηλικίες, μια και εκείνες είναι που χτίζουν το μέλλον, και μπορούν να το σχεδιάσουν πιο όμορφο και πιο δίκαιο.
Σε μια εποχή που η βία κατά των γυναικών είναι σε έξαρση και ο αγώνας για να αλλάξει το βλέμμα της κοινωνίας προς τη γυναίκα επείγει, η λογοτεχνία μπορεί να λειτουργήσει ως πολύτιμο εργαλείο. Η μαγεία της μαεστρικής αφήγησης μπορεί να είναι εξαιρετικά επιδραστική, να οδηγήσει τον αναγνώστη να ταυτιστεί ευκολότερα με το τι σημαίνει για ένα ανθρώπινο πλάσμα να είναι «το δεύτερο φύλο» από την ώρα που γεννιέται, να αισθανθεί το μέγεθος του βάρους που κουβαλάει μια γυναίκα αιώνες τώρα από τα συλλογικά τραύματα και τις εγκληματικές νοοτροπίες.

Στις ιστορίες του Γκαλεάνο δεν χωράει ο μισανδρισμός, ούτε ο μισογυνισμός. Πώς θα μπορούσε άλλωστε από έναν αυθεντικό υποστηρικτή της ισότητας, της ισονομίας, και της δικαιοσύνης.
Χωράει όμως σε εξέχουσα θέση, η ρήση της Χίλνεργκαρντ του Μπίγκεν, που συνοψίζει την ιστορική θέση των δύο φύλων.
Η γερμανίδα ηγουμένη Χίλντεργκαρντ του Μπίνγκεν, πρώιμη φεμινίστρια και αντισυμβατική μορφή του Μεσαίωνα, διακήρυσσε πως «Το βρώμικο αίμα είναι αυτό του πολέμου, και όχι της περιόδου».

*Έργα του Εντουάρντο Γκαλεάνο μεταφρασμένα στα ελληνικά
Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής, δύο τόμοι (1971)
Μνήμες φωτιάς, τριλογία (1982-1986)
Ο αιώνας του ανέμου (1986)
Το βιβλίο των εναγκαλισμών (1989)
Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου (1995)
Ένας κόσμος ανάποδα (1998)
Ένας μαγικός θάνατος για μια μαγική ζωή (2006)
Καθρέφτες. Μία σχεδόν παγκόσμια ιστορία (2008)
Οι μέρες αφηγούνται (2012)
Οι λέξεις ταξιδεύουν (2014)
Η ανάσταση του παπαγάλου (2014)
Γυναίκες (2015)
Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως (2016)
Κυνηγός ιστοριών (2017)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: